ΚΛΑΣΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄

ΚΛΑΣΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΜΟΣ Α΄

Συγγραφέας: ΜΠΟΥΚΑΪ ΧΟΡΧΕ
Μετάφραση: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόθηκε: 05/12/2019
ISBN: 978-618-5400-11-8
Σελίδες: 280

€19.08 €21.20

Και η Κοκκινοσκουφίτσα ρωτάει τον λύκο,
σαν να μιλούσε στη γιαγιά της:
«Γιατί, γιαγιά, ξαναδιαβάζεις αυτά τα παραμύθια,
αφού τα ξέρεις απέξω;».
Τότε ο λύκος σηκώνεται πάνω και της απαντάει
με καθαρή φωνή:
«Για να μάθω ποιος είμαι!».

«Η περίφημη φράση ‘‘μια φορά κι έναν καιρό’’ με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια, μου θυμίζει την άλλη
περίφημη φράση, ‘‘άμπρα κατάμπρα’’, επειδή κάθε μία με τον τρόπο της μας βάζει σ’ έναν κόσμο μαγικό, σ’ έναν κόσμο συναισθημάτων, κι αυτό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και χρήσιμο στη διαδικασία εξέλιξης που ακολουθούμε ως άνθρωποι. Καταπέλτες μοναδικοί, μας ανοίγουν το δρόμο την γνωριμίας με τις αρχές, τις αξίες, τα πιστεύω, τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού μας. […] Η αρχική μου ιδέα ήταν να εστιάσω λίγο παραπάνω σε καμιά δεκαπενταριά κλασικά παραμύθια, να τ’ αφηγηθώ εν συντομία με βάση την εξέλιξη και τις αλλαγές που έχουν υποστεί οι πρωτότυπες εκδόσεις τους, και μετά, σε μια δεύτερη ανάγνωση, να τα επεξεργαστώ ξανά. Έτσι, με αφετηρία την πεποίθηση ότι πάντα υπάρχει κάτι παραπάνω για να πάρουμε, θα συνεχίσουμε ν’
ανακαλύπτουμε την ουσία των ιστοριών. Όπως λέει και μια παλιά παροιμία, το σακί με τ’ αλεύρι, όσο και αν το
τινάζεις, πάντα στο τέλος θα βγάζει λίγη σκόνη.»

Τα οκτώ παραμύθια του πρώτου τόμου:
Το ασχημόπαπο, Η Σταχτοπούτα, Ο ιπτάμενος ελέφαντας, Η Κοκκινοσκουφίτσα, Έρωτας και Ψυχή,
Ο φλαουτίστας του Χάμελιν, Η Ωραία Κοιμωμένη, Η ιστορία του Αδάμ και της Εύας.

Η δομή του βιβλίου:
«Σε κάθε κεφάλαιο ασχολούμαι με μια αφήγηση και επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια διαδρομή: Καταρχάς, μια σύντομη εισαγωγή που τοποθετεί τον αναγνώστη στο περιβάλλον του παραμυθιού, προσδιορίζοντας στο μέτρο
του δυνατού την προέλευση και τον συγγραφέα του. Στη συνέχεια, το ίδιο το παραμύθι διατυπωμένο με δικά μου
λόγια, παραμένοντας λίγο-πολύ πιστός στην πρωτότυπη έκδοση που χρησιμοποίησα στην έρευνά μου. Μετά περιγράφω εν συντομία το σύνηθες δίδαγμα, δηλαδή το μήνυμα που προκύπτει σχεδόν ξεκάθαρα από την υπόθεση, και το πώς χρησιμοποιείται παραδοσιακά το συγκεκριμένο παραμύθι προκειμένου να διδάξουμε τα παιδιά μέσω των παραδειγμάτων. Τέλος, αποτολμώ μια δεύτερη ανάγνωση και ερμηνεία του παραμυθιού, σύμφωνα με τις δικές μου ιδέες και ξεφεύγοντας λίγο από το θέμα. Αυτό το τμήμα ονομάζεται σε κάθε κεφάλαιο
Η ΑΛΛΗ ΠΟΡΤΑ, σαφής αναφορά στη φιλοδοξία μου να μπούμε μαζί στη μαγεία του παραμυθιού από
διαφορετικό δρόμο.»
Χ. Μπουκάι
* * *
Τα Κλασικά παραμύθια (για να μάθεις ποιος είσαι) αποτελούν ένα βιβλίο-κάλεσμα στους αναγνώστες που διαθέτουν δημιουργική φαντασία. Σε αυτούς ακριβώς τους αναγνώστες απευθύνεται ο Χόρχε Μπουκάι όταν μιλάει για «εποικοδομητική ανάγνωση» και τους προτείνει να επιλέξουν ένα οποιοδήποτε παραμύθι και:
Ν’ αλλάξουν το τέλος και την αρχή, να βρουν καινούργιους ήρωες, να ξαναφτιάξουν τους χαρακτήρες, ν’ ανακατέψουν ήρωες από διαφορετικά παραμύθια, να επινοήσουν διαλόγους, να προσθέσουν κάποιο κεφάλαιο, ν’ αλλάξουν κατηγορία σε κάποιο παραμύθι και να το μετατρέψουν σε θεατρικό εργάκι, σε κωμωδία, σε σίριαλ για την τηλεόραση ή σε μιούζικαλ. Ο αναγνώστης μπορεί ακόμα να εικονογραφήσει ο ίδιος το παραμύθι με δικά του σχέδια ή να το κάνει κόμικ, ν’ αλλάξει την εποχή στην οποία συμβαίνουν τα γεγονότα (να πάει πίσω, στο
παρελθόν, ή μπροστά, στο μέλλον), να φανταστεί ότι παίρνει συνέντευξη από τον συγγραφέα ή τους ήρωες του
έργου και —γιατί όχι;— να συντάξει ένα άρθρο με φανταχτερό τίτλο για μια υποτιθέμενη εφημερίδα:
 
ΠΤΩΜΑ ΛΥΚΟΥ ΒΡΕΘΗΚΕ ΞΕΚΟΙΛΙΑΣΜΕΝΟ
ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ
Ερευνώνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη το γεγονός, αν και υπάρχουν πληροφορίες για έναν άντρα με εμφάνιση ξυλοκόπου κι ένα κοριτσάκι ντυμένο στα κόκκινα, οι οποίοι εθεάθησαν να περιφέρονται ύποπτα
γύρω από το σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας, με τη σύμπραξη της οποίας φέρεται ότι προχώρησαν στη διάπραξη αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος.

  Στο καλαθι βιβλια

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Ήταν μια φορά… «μια φορά»
που από το πολύ που τη διηγήθηκαν
ακούστηκε τόσες φορές…
που έγινε πραγματικότητα.

Ιστορίες να σκεφτείς (2008)

 

Η περίφημη φράση «μια φορά κι έναν καιρό» με την οποία αρχίζουν τα παραμύθια, μου θυμίζει την άλλη περίφημη φράση, «άμπρα κατάμπρα», επειδή κάθε μία με τον τρόπο της μας βάζει σ’ έναν κόσμο μαγικό, σ’ έναν κόσμο συναισθημάτων, κι αυτό είναι ό,τι πιο πολύτιμο και χρήσιμο στη διαδικασία εξέλιξης που ακολουθούμε ως άνθρωποι. Καταπέλτες μοναδικοί, μας ανοίγουν το δρόμο την γνωριμίας με τις αρχές, τις αξίες, τα πιστεύω, τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού μας.
Διαβάζουμε, απολαμβάνουμε, κατανοούμε, ερμηνεύουμε και αποκρυπτογραφούμε ένα παραμύθι προκειμένου να διεισδύσουμε στους μυστικούς του κώδικες και να συλλάβουμε εκείνα τα παράδοξα, απροσδόκητα και μαγικά μηνύματά του που μας απομακρύνουν από την τυπική λογική σκέψη και μας παρασύρουν σε συμπεράσματα εκ διαμέτρου αντίθετα με τον συνήθη τρόπο σκέψης μας, ή ακόμη και σε ιδέες που έρχονται σε πλήρη σύγκρουση με τις αντιλήψεις της πλειονότητας.
Δεν είναι τυχαίο που στο μυαλό μου έρχεται αυτή τη στιγμή η λέξη ερμηνευτική, η οποία αναφέρεται στην επιστήμη —ή την τέχνη— της ερμηνείας των πραγμάτων, και ιδιαιτέρως των γραπτών κειμένων. Το όνομά της το οφείλει στον Ερμή, έναν από τους ολύμπιους θεούς της ελληνικής μυθολογίας, ο οποίος, με τα φτερωτά σανδάλια του, μπορούσε να διατρέχει τη Γη απ’ άκρη σ’ άκρη για να διαβιβάσει στους ανθρώπους τα μηνύματα των θεών και, στη διαδρομή, να τα «ερμηνεύει» ώστε οι θνητοί να μπορούν να καταλάβουν το βαθύτερο νόημα και το μεγαλείο τους.
Παρατηρώντας από κάποια απόσταση την καθημερινότητα, βλέπουμε ξεκάθαρα ότι, τόσο ως κοινωνία όσο και ατομικά, όλοι μας υποβαθμίζουμε τη σημασία των παραμυθιών (κατά τη βιβλική μεταφορά: «δείχνοντας ανυπακοή στη θεϊκή εντολή»), ωστόσο, αυτό το μαγικό σύμπαν επιστρέφει συνεχώς επειδή, νομίζω, έχει ακόμη πολλά να μας πει. πράγματα που χρειάζεται ν’ ακούσουμε ξανά και ξανά. Αυτό είναι στην κυριολεξία φανταστικό, γιατί το μήνυμα των παραμυθιών δεν είναι ίδιο για όλους, και η πρώτη εντύπωση που αποκομίσαμε στο πρώτο μας παιδικό άκουσμα μπορεί ν’ απέχει πολύ από την τελευταία.
Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει στον κόσμο δημόσια βιβλιοθήκη που να μη διαθέτει ένα τμήμα αφιερωμένο στην παιδική λογοτεχνία. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Αργεντινής, που γεννήθηκε μαζί με την ανεξαρτησία της χώρας το 1810, δεν αποτελεί εξαίρεση. Στα ράφια της βρίσκονται χιλιάδες βιβλία με παραμύθια από κάθε εποχή και κουλτούρα, εκπληκτικά όχι μόνο λόγω της καλλιτεχνικής τους τυπογραφίας και παρουσίασης, αλλά και γιατί είναι γεμάτα με θαυμάσιες, πρωτότυπες εικονογραφήσεις —πραγματικά έργα τέχνης— που σχεδιάστηκαν τις περισσότερες φορές για να αιχμαλωτίσουν τα μάτια των μικρών παιδιών και να τα συνοδεύσουν στην ανάγνωση. Εκατομμύρια άνθρωποι κάθε ηλικίας συμβουλεύονται κάθε χρόνο τις βιβλιοθήκες αφήνοντας τον γραπτό λόγο του παραμυθιού να τους αγγίξει και να τους αλλάξει, και είναι τέτοια η δύναμη αυτού του λόγου, που όσο κι αν μοιάζει περιφρονημένος και ξεχασμένος, τόσο περισσότερο απορροφά την προσοχή μας.
Το 2005, σ’ ένα αφιέρωμα στον Σαν Τζόρντι, το περιοδικό Babar της Βαρκελώνης δημοσίευσε το κείμενο της διάλεξης που είχε δώσει ο συγγραφέας του βιβλίου Μουσική, μαέστρο! όταν δέχτηκε το Εθνικό Βραβείο Παιδικής και Νεανικής Λογοτεχνίας. Στα πενήντα του χρόνια τότε —πολύ νέος ακόμη— ο Μικέλ Κρεούς ι Μουνιόθ (γνωστότερος με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ντεσκλότ) έλεγε μεταξύ άλλων:
 

Οι πρόγονοί μας ήταν ίσως αναλφάβητοι, όχι όμως αδαείς. Απλώς, εκείνοι διέθεταν ένα άλλο σύστημα καταγραφής και μετάδοσης της γνώσης. Τους αρκούσε η μνήμη που υποκαθιστούσε τη βιβλιοθήκη και η προφορική αναπαραγωγή που υποκαθιστούσε την ανάγνωση. Τα παιδιά, σ’ εκείνη την αναλφάβητη (αλλά όχι αμόρφωτη) κοινωνία, βρίσκονταν συνεχώς σε επαφή με την προφορική παράδοση —είτε μέσω των τραγουδιών, είτε μέσω των παραμυθιών και των αινιγμάτων— από την πιο τρυφερή ηλικία μέχρι την ενηλικίωσή τους. Δεν πήγαιναν σχολείο, κληρονομούσαν όμως μια υπεραιωνόβια γνώση. δε διάβαζαν, άκουγαν όμως τη λογοτεχνία που τους διηγούνταν οι μεγαλύτεροι κι έπαιζαν όλη μέρα με τα τραγούδια και τους λεκτικούς τύπους που τους είχε κληροδοτήσει η φυλή. Κατά βάθος, ήταν πολύ περισσότερο «λογοτέχνες» απ’ ό,τι τα σημερινά παιδιά που γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Με τον καιρό, η κουλτούρα του γραπτού λόγου εξαπλώθηκε και οι τύποι της σύγχρονης ζωής, με όλα τα τεχνητά συστήματα μνήμης, έδωσαν τέλος στην προφορική παράδοση, στερώντας από τα παιδιά την επαφή που με τόση φυσικότητα είχαν διατηρήσει χάρη στη λογοτεχνία.
 

Μ’ αυτήν την ανάλυση ο Ντεσκλότ ζητούσε μια παιδική λογοτεχνία «πιο πλούσια, διανθισμένη με περισσότερα καλολογικά στοιχεία, πιο γοητευτική», για να γεμίσει το κενό που δημιούργησε η απουσία της προφορικής μετάδοσης της γνώσης, καθώς χωρίς αυτήν, η κοινωνία οδεύει προς μια κατάσταση πολιτισμικής ένδειας, ειδικά για τους νεότερους.
Ας μην ξεχνάμε πως η πρώτη λειτουργία της λογο­τεχνίας —και ειδικότερα της παιδικής— είναι η προσπάθεια «δέσμευσης» της προσοχής του παιδιού διαμέσου της σαγήνης των αισθήσεών του. μια λειτουργία η οποία μας προκαλεί να προσφέρουμε στα μικρά παιδιά τη χαρά της ομορφιάς του λόγου και την απόλαυση του ταξιδιού στον κόσμο της φαντασίας. Έτσι, η πρωταρχική λογοτεχνική εμπειρία έγκειται στο ν’ ακούς, να διαβάζεις και ν’ αφήνεσαι να σε μαγεύει η ιστορία ενός παραμυθιού. Συνεπώς, μια τέτοια εμπειρία θα πρέπει να ξεκινάει μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και να συνεχίζεται σε όλη μας τη ζωή.
Ο Ντεσκλότ επισημαίνει πως η ανάγνωση γίνεται για την ευχαρίστηση και προσθέτει ότι θα ήταν ευχής έργο η ευχαρίστηση αυτή να μη μας εγκαταλείψει ποτέ. Ωστόσο, έρχεται κάποια στιγμή που η απόλαυση από μόνη της δεν καλύπτει όλες μας τις ανάγκες, και η ανάγνωση γίνεται αντιληπτή και ως πηγή γνώσης (ακόμη κι αν παραδεχτούμε πως αυτή η γνώση θα αποτελέσει αργότερα μια νέα πηγή ευχαρίστησης) που θα μας βοηθήσει να εξελιχθούμε.
Οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο, αλλά πολύ περισσότερο ένα παραμύθι, λέει η Άνα Γκιγιότ, είναι σαν το ημερολόγιο ενός ταξιδιού, πραγματικού ή συμβολικού, που ισοδυναμεί —τόσο για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας όσο και για τον αναγνώστη— μ’ ένα μάθημα ή με μια ανακάλυψη.
Ξέροντας πως αυτός ο συμβολικός δρόμος προς την αυτογνωσία καταλήγει πάντα σε μια ανακάλυψη του εαυτού μας (και κατανοώντας πως αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να προσπαθούμε να επινοήσουμε, και πολύ πιο υγιές από το να προσπαθούμε να κατασκευάσουμε έναν εαυτό), καθένας οφείλει να σχεδιάσει το δρόμο του επιλέγοντας, αν όχι ένα στόχο, πάντως σίγουρα μια πορεία, ένα δρόμο κι έναν τρόπο για να τον διανύσει, στηριζόμενος —γιατί όχι;— στη διαδρομή άλλων, έστω κι αν αυτοί είναι οι φανταστικοί πρωταγωνιστές ιστοριών που κάποιος επινόησε.
Ωστόσο, σε αντίθεση με τους φανταστικούς ήρωες —το «ταξίδι» των οποίων δεν ξεκινάει πάντα από δική τους πρωτοβουλία, αλλά συχνά από κάποια εξωτερική αιτία που τους αναγκάζει να εγκαταλείψουν τη «ζώνη άνεσης» όπου ζούσαν— τη δική μας προσωπική περιπέτεια την επιλέγουμε ως επί το πλείστον εμείς οι ίδιοι και μπαίνουμε σ’ αυτήν ξέροντας ότι στο ταξίδι θα υπάρξουν εμπόδια, μεταπτώσεις, βάσανα και μπερδεμένες καταστάσεις. Ξέρουμε ότι, ενώ προχωράμε μπροστά, κάποιες στιγμές θ’ αναγκαστούμε να κάνουμε πίσω, και θ’ αντιμετωπίσουμε δυσκολίες από τις οποί­ες θα αντλήσουμε τα αναγκαία διδάγματα και τις γνώσεις που θα μας επιτρέψουν να μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε και όχι μόνο ποιοι «θα έπρεπε» να είμαστε.
Έτσι είναι η λογοτεχνία, καταλήγει η Γκιγιότ, γιατί έτσι είναι και η ζωή: ένας δρόμος γεμάτος μυστήριο και αλλαγές, γοητευτικός κι επικίνδυνος, που φέρνει αναπόδραστα μπροστά μας τα στοιχεία που χρειάζονται για να συνεχίσουμε να προχωράμε προς τον άπιαστο στόχο της απόλυτης αυτογνωσίας.

Η προέλευση των παραμυθιών
Τα παραμύθια συντροφεύουν τον άνθρωπο από τότε που υπάρχει. Από τα προϊστορικά χρόνια, οι ζωγραφιές που βρέθηκαν στα σπήλαια της Αλταμίρα αφηγούνται ιστορίες για οπλισμένους κυνηγούς που έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή τους για να εξασφαλίσουν τροφή για τη φυλή. Στους αιγυπτιακούς τάφους βλέπουμε ιερογλυφικά που εξιστορούν, σαν παραμύθι, σημαντικά γεγονότα από τη ζωή των Φαραώ. Υπάρχουν επίσης διάφορες ινδικές ιστορίες (συγκεντρωμένες στο Παντσατάντρα) και αραβικές, απ’ όπου προέρχεται το περιεχόμενο του περσικού Αζάρ Αφσάνα (κατά λέξη «Χίλιες ιστορίες»), το οποίο προηγήθηκε του Χίλιες και μία νύχτες.
Από τότε μέχρι σήμερα, τα παραμύθια αναλαμβάνουν να μεταδώσουν την εμπειρία που έζησαν κάποιοι και να μην αφήσουν να χαθεί στη λήθη το δίδαγμα που βγαίνει από τα βιώματα αυτά. Ακόμη και παραμύθια τα οποία δεν έχουν τέτοιες φιλοδοξίες, περιέχουν σίγουρα ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της εμπειρίας της κοινωνίας στην οποία εμφανίζονται, το βίωμα μιας ομάδας ανθρώπων, ενός χωριού ή ενός έθνους, συμπυκνωμένο σαν ιστορία που μπορεί κανείς να θυμάται και να μεταφέρει στις επόμενες γενιές. Γι’ αυτό οι ποιητές λένε πως «το παραμύθι είναι ένας τρόπος εξέγερσης ενάντια στο θάνατο».
Αρχικά, τα περισσότερα από τα παραμύθια που σήμερα θεωρούμε κλασικά, ήταν ανώνυμες λαϊκές ιστορίες που κάποιοι αφηγούνταν στα πρωτόγονα σπίτια του μεσαίωνα, συγκεντρώνοντας, εκείνες τις μεγάλες παγωμένες νύχτες του χειμώνα, μικρούς και μεγάλους κοντά στη φωτιά, μετριάζοντας το κρύο και την πείνα των ανθρώπων που δεν είχαν τίποτ’ άλλο στη ζωή τους. Η μετάδοση από στόμα σε στόμα επέτρεπε στον αφηγητή να μετατρέπει την ιστορία με κάθε ευκαιρία και να την προσαρμόζει στην πραγματικότητα της στιγμής και στις ανάγκες του ακροατηρίου του.
Αυτές είναι όμως οι λαϊκές ιστορίες, ακαθόριστης ή άγνωστης προέλευσης, που κάποιοι ειδικοί θα προσαρμόσουν και θα συγκεντρώσουν μετά σε ανθολογίες οι οποίες θα ταξιδέψουν τις ιστορίες στα πέρατα του κόσμου διαμέσου των αιώνων.
Από τον 13ο αιώνα, οι ποιητές και οι συγγραφείς κυριολεκτικά σφετερίζονται τις λαϊκές ιστορίες και, διεκδικώντας την πατρότητά τους, τις αλλάζουν: τις μεταφέρουν στη δική τους γλώσσα και εποχή και τους προσθέτουν κι από ένα ηθικό δίδαγμα. Έτσι κάνουν την εμφάνισή τους:
 

  • .    Τα παραμύθια παραδειγματικού χαρακτήρα της ανθολογίας του Αλφόνσου Ι΄ του Σοφού.
  • .    Το βιβλίο των παραδειγμάτων του κόμη Λουκανόρ, του Δον Χουάν Μανουέλ, πρίγκιπα της Βιγιένα, στην Ισπανία.
  • .     Η συλλογή παραμυθιών Pentamerone του Τζιανμπατίστα Μπαζίλε, η συλλογή Le piacevoli notti (Οι ευχάριστες νύχτες) του Τζιοβάνι Φραντσέσκο Στραπαρόλα και το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, στην Ιταλία.
  • .     Οι ιστορίες του Κάντερμπερι, του Τζέφρι Τσόσερ, στην Αγγλία.
  • .     Τα παραμύθια της μαμάς χήνας του Σαρλ Περό.
  • .     Τα παραμύθια των αδελφών Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ.
  • .     Οι περιπέτειες για παιδιά του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
     

Η προσαρμογή για παιδιά παραμυθιών και ιστοριών που δεν σχεδιάστηκαν εξαρχής γι’ αυτά, σήμαινε άπειρες τροποποιήσεις, παραλήψεις και προσθήκες, για να γίνουν ελκυστικά και κατανοητά στο κοινό στο οποίο απευθύνονταν. Να διευκρινίσουμε ότι κάθε προσαρμογή —καλώς ή κακώς έτσι γίνεται πάντα— ξεκινάει από μια ιδέα που προϋπάρχει στο μυαλό του συγγραφέα σχετικά με τον αναγνώστη και την παιδεία του, τι ξέρει και τι δεν ξέρει, τι τον εξυπηρετεί και τι τον βλάπτει, τι είναι «πρέπον» γι’ αυτόν και τι όχι…
Αυτή τη σχολαστική υπεροψία που πάντα δείχνει η λογοκρισία χλεύαζε ο Ρόαλντ Νταλ όταν, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του Έμμετρα παραμύθια για διεστραμμένα παιδιά, μιλούσε για τη Σταχτοπούτα ως εξής:
 

Καλά… την ιστορία αυτή την ξέρω λέξη λέξη
είπες, μα ο συγγραφέας της την είχε μαγειρέψει
για να σου φαίνεται χαζή, αγνή σαν την κοκόνα
όπως τη θέλαν τα μυαλά του περασμένου αιώνα
που σκέφτονταν πως: «Έτσι ναι, βαράτε παλαμάκια,
την κάναμε κατάλληλη και για μικρά παιδάκια».
 

Σκοπός αυτού του βιβλίου δεν είναι ν’ αποφασίσει αν πρέπει ν’ ακουστούν πιο «γλυκερές» οι παιδικές ιστορίες, ή αν είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε να φανερωθούν —όπως σε μια πρωτόλεια εκδοχή— οι εικόνες βίας, αίματος και θανάτου που τις ενέπνευσαν. Ας ξεκαθαρίσουμε τουλάχιστον ότι πάνω σ’ αυτό το θέμα οι απόψεις των ειδικών διίστανται. Οι μισοί ψυχολόγοι και παιδαγωγοί υποστηρίζουν πως οι ιστορίες πρέπει να εξιστορούνται στα παιδιά όπως ακριβώς συνέβησαν, με το ποσοστό βίας που συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές, γιατί τότε μόνο καθρεφτίζουν την πραγματική ζωή και δείχνουν τη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να ξεπερνά τις αντιξοότητες. Δε χρησιμεύει σε τίποτα μια εμπειρία αν περιγράφει μόνον έναν ανύπαρκτο, ωραιοποιημένο, ροζ κόσμο.
Οι άλλοι μισοί, με τους γονείς των παιδιών επικεφαλής, υποστηρίζουν πως οι εικόνες αυτές είναι βλαπτικές, γιατί δεν προκαλούν μόνον ανησυχία και περιττό άγχος στα παιδιά, αλλά, επιπλέον, μπορεί να παρακινήσουν τα μικρότερα να συμπεριφερθούν βίαια και λαθεμένα. Είναι πολύ πιο λογικό και δημιουργικό να διασωθεί μέσα τους το όνειρο, η αισιο­δοξία και η ελπίδα ότι αν συμπεριφέρονται σωστά, στο τέλος «θα ζήσουν αυτοί καλά κι εκείνα καλύτερα».
Είναι φανερό ότι πίσω από κάθε αντίληψη κρύβεται μια προκατασκευασμένη άποψη σχετικά με το παιδί ως αναγνώστη, άποψη η οποία υπόκειται σε προκαταλήψεις, στερεότυπα και περιορισμούς. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι αν θέλουμε να μεταδώσουμε στα μικρότερα παιδιά την κουλτούρα μας, δεν θα πρέπει να μπούμε στον πειρασμό να υπερεκτιμήσουμε την ικανότητά τους για κατανόηση και λογικούς συνειρμούς.
Τον 19ο αιώνα ο Ρομαντισμός εισβάλλει σε όλες τις τέχνες, ιδίως στην αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη γλυπτική και τη λογοτεχνία. Στα παραμύθια, το κίνημα του Ρομαντισμού προωθεί την ενσωμάτωση της μαύρης μαγείας στην πλοκή των ιστοριών. Μαγικά φίλτρα, τέρατα και ξόρκια εμφανίζονται ως οι φοβερότεροι εχθροί μας, αντικαθιστώντας τους προηγούμενους: τη βία, τη σκληρότητα, την πείνα και τη δυστυχία. Κάθε δράση προκαλεί αντίδραση, και στην παιδική λογοτεχνία οι καινούργιοι αντίπαλοι επιβάλλουν στους πρωταγωνιστές την ανάγκη για καινούργια όπλα και συμμάχους. Έτσι, στα καινούργια παραμύθια και τις νέες εκδόσεις των παλιών παραμυθιών κάνουν την εμφάνισή τους οι νεράιδες, τα μάγια, τα μαγικά φίλτρα και τα φυλαχτά, με σαφή πρόθεση να βοηθήσουν τους πρίγκιπες και τις ηρωίδες να εκπληρώσουν τον προορισμό τους.
Με την εξάπλωση του έντυπου βιβλίου (και την εξαφάνιση των χειρόγραφων), ο κόσμος των παραμυθιών και των μύθων γίνεται προσιτός σε πάρα πολύ κόσμο, χωρίς μεσολαβητές, φτάνοντας σε όλους όσοι ξέρουν να διαβάζουν. Σ’ αυτόν τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό του αριθμού των ακροατών και αναγνωστών οφείλεται όχι μόνο η εξάπλωση της κυκλοφορίας του βιβλίου, αλλά και η επιστροφή του παραμυθιού σε υποθέσεις που αφορούν προβλήματα πιο «πιθανά» και πιο «γήινα». Μ’ αυτά τα προβλήματα έρχονται αντιμέτωποι πιο «ανθρώπινοι» πρωταγωνιστές και των δύο φύλων, με τους οποίους η ταύτιση είναι πιο εύκολη — αν και, για να λέμε την αλήθεια, δεν είναι σίγουρο ότι έτσι επιτυγχάνεται πάντα η βαθύτερη κατανόηση ενός έργου.
Αν ρωτήσει κάποιος ενήλικες απ’ όλον τον κόσμο αν ξέρουν τον Πινόκιο, 85% περίπου των ερωτηθέντων θ’ απαντήσουν ότι τον ξέρουν και θ’ αναφερθούν στον ήρωα του παραμυθιού του Κολόντι, που η μύτη του μεγαλώνει και στο τέλος μεταμορφώνεται. Κι αν μετά τους ρωτήσει αν έχουν διαβάσει το βιβλίο, θ’ απαντήσουν ξανά καταφατικά, λέγοντας ότι φυσικά και το είχαν διαβάσει «όταν ήταν μικροί». Το ενδιαφέρον είναι πως όλοι νομίζουν ότι λένε την αλήθεια, παρόλο που η απάντησή τους είναι λανθασμένη, αν όχι ένα τεράστιο ψέμα, καθώς, όπως θα δούμε στον Β΄ τόμο, ο Πινόκιο είναι μια ιστορία 400 και πάνω σελίδων την οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν έχει διαβάσει κανένας ολόκληρη (πόσο μάλλον «όταν ήταν μικρός»).
Ας επιστρέψουμε στη μελέτη του περιεχομένου. Οι περισσότεροι παιδοψυχολόγοι συμφωνούν πως τα παραμύθια βοηθούν τη διαδικασία ωρίμανσης των παιδιών, επιτρέποντάς τους να δημιουργούν μια εσωτερική αναπαράσταση της σύγκρουσης που περιγράφεται στην ιστορία. Αναπαράγοντας εκεί τη δική τους εσωτερική σύγκρουση, τα παιδιά αποφεύγουν τον πραγματικό πόνο χωρίς να εμποδίζεται η αλληλεπίδρασή τους με την κατάσταση (η διαχείριση της σύγκρουσης με τους φανταστικούς ήρωες είναι πολύ ευκολότερη απ’ ό,τι με τα πραγματικά πρόσωπα του περιβάλλοντός τους κι έχει πολύ μικρότερο κόστος).
Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα επικίνδυνα, μοχθηρά τέρατα του φανταστικού κόσμου και τα νικάμε (με τη βοήθεια των συντρόφων μας), παίρνουμε τη διαβεβαίωση ότι το καλό θριαμβεύει πάντα, κι εμείς είμαστε με την πλευρά των καλών — κάτι που δεν είναι λίγο. Σκεφτόμαστε ότι αν ανήκουμε σ’ αυτήν την ομάδα, αργά ή γρήγορα θα έρθει το χειροκρότημα και η αποδοχή και θ’ αποκτήσουμε ό,τι επιθυμούμε: ειρήνη, ευτυχία, την αγάπη όσων αγαπάμε και ίσως —ποιος ξέρει;— την ανταμοιβή που δικαιούμαστε, δηλαδή όλα τα παιχνίδια που μπορεί να βάλει ο νους μας.
Από τους ήρωες και τις ηρωίδες, τα παιδιά μαθαίνουν τον σωστό τρόπο συμπεριφοράς στις καλές και τις κακές στιγμές. Μαθαίνουν να έχουν υπομονή, κουράγιο, επιμονή και πίστη — αρετές αναγκαίες για να νικήσουν τους κακούς που θα βρεθούν στο δρόμο τους: τους αγριανθρώπους, τους ληστές, τους γίγαντες, τους δράκους, τις μάγισσες και τις κακές μητριές που αντικατοπτρίζουν πλευρές των γονιών, των δασκάλων, των μεγαλύτερων αδελφών και των αντιπάλων «φίλων» της γειτονιάς, που σέρνουν πίσω τους τη λύπη, το φόβο και την αντίδραση. Ακούγοντας ένα παραμύθι, το παιδί μαθαίνει μεταξύ άλλων να αξιολογεί την τιμιότητα και το σεβασμό πριν ακόμη εμπεδώσει, παραδείγματος χάριν, την ηθική έννοια του σεβασμού προς την ξένη ιδιοκτησία. Ίσως γι’ αυτό, σε αντίθεση με άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες που έχουν χάσει με τον καιρό την αίγλη τους, τα παραμύθια αντέχουν επί αιώνες και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από τις νέες τεχνολογίες, που τα εκμεταλλεύονται σε αφάνταστο βαθμό παράγοντας χιλιάδες προϊόντα για παιδιά και όχι μόνο.

Η θεραπευτική αξία των παραμυθιών
Αργότερα, στην ενήλικη ζωή μας, τα παραμύθια συνεχίζουν να μας συντροφεύουν και να μας επουλώνουν τις πληγές που μας άνοιξαν οι εμπειρίες, οι συλλογισμοί και οι ευαισθησίες μας. Η συμβολική γλώσσα που χρησιμοποιούν λειτουργεί ως γέφυρα που συνδέει το μυαλό με τις αλήθειες που κρύβονται στα έγκατα της ψυχής μας, κι αυτό μας απελευθερώνει από τον ορθολογισμό που λογοκρίνει και παγιδεύει.
Με σημαία τους τη μεταφορά, κάποια παραμύθια μετατρέπονται σε κανονικά ενδοσκοπικά εργαλεία ικανά να μας απελευθερώσουν από τους συμβιβασμούς του περιοριστικού μας κόσμου. Το παραμύθι μάς παίρνει από το χέρι, μας κατεβάζει στα έγκατα της ίδιας μας της ψυχής και μας βάζει να ψάξουμε τα ρινίσματα αλήθειας που περιέχονται στα ψέματά μας. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας «ξεβολεύει» και μας απομακρύνει από τη διαστρεβλωμένη αντίληψη που διατηρούμε —κατά πώς μας συμφέρει— για τον κόσμο ολόκληρο.
Συχνά μοιάζουμε στους περίφημους τυφλούς στο παραμύθι του Περό, που έπεσαν πρώτη φορά πάνω σ’ έναν ελέφαντα, αλλά δεν ήξεραν πώς να συνθέσουν τη μερική αντίληψη του καθενός για να καταλάβουν πώς ήταν πραγματικά το τεράστιο ζώο.
Πολύ συχνά σφάλλουμε όταν θεωρούμε απολύτως σωστές τις πληροφορίες που μας στέλνουν οι αισθήσεις μας, ή όταν εμπιστευόμαστε τυφλά τις ιδέες και τις προκαταλήψεις με τις οποίες ανατραφήκαμε.
Το παραμύθι, η μυθοπλασία και η μεταφορά, επιχειρούν να προσεγγίσουν από άλλο δρόμο τη σοφία που δεν μπορεί κανείς να επεξεργαστεί νοητικά, απλά και μόνο επειδή διαθέτει τις «κατάλληλες πληροφορίες». Αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη βιωματική ταύτιση με την ιστορία και τον συγχρονισμό που μπορεί να πετύχει ο αναγνώστης, ώστε να ταιριάξει τη δική του εσωτερική αναζήτηση με τη φανταστική κατάσταση της ιστορίας.
Θεωρώ ότι η διαχρονική ισχύς των παραμυθιών οφείλεται στο γεγονός ότι τα πιο γνωστά και δημοφιλή δεν είναι ποτέ απολύτως σαφή, και αφήνουν πάντα το περιθώριο για νέες ερμηνείες, πράγμα που πιθανότατα δημιουργεί γύρω τους μια αύρα μαγική, ελκυστική και μυστηριώδη.
 

«Τα χρόνια περνούν, κι αυτήν την ιστορία την έχω διηγηθεί τόσο πολλές φορές, ώστε δεν ξέρω πια αν στ’ αλήθεια τη θυμάμαι, ή αν θυμάμαι απλώς τα λόγια με τα οποία τη διηγούμαι.»
 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες,
«Η νύχτα των δώρων» (Το βιβλίο από άμμο).

 

Παραμύθι και πολιτισμός
Σύμφωνα με τον πιο αποδεκτό ορισμό, πολιτισμός (κουλτούρα) ονομάζεται το πλαίσιο που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και να οριοθετήσουμε την πραγματικότητα ενός συγκεκριμένου τόπου, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, σε σχέση με τους ανθρώπους που τον μοιράζονται.
Έτσι, οπουδήποτε κι αν αναφέρεται, ο πολιτισμός μας είναι ο τρόπος ζωής μας. ο τρόπος με τον οποίον σκεφτόμαστε κι αισθανόμαστε. το σύνολο των αξιών και των αρχών μας.
Στις μέρες μας, οι μελετητές των κοινωνικών, πολιτικών και ψυχολογικών διαδικασιών συμφωνούν με τους φιλόσοφους, τους ανθρωπολόγους και τους θεολόγους, ότι η κοινωνία χάνει με σταθερό ρυθμό το ανθρώπινο πρόσωπό της. Ανησυχητικές ενδείξεις μάς προειδοποιούν για την καταναλωτική παρακμή μας, για την τάση μας προς την απομόνωση και την ηθική κρίση που οδηγεί στη χαλάρωση των αξιών μας. Γινόμαστε μια κοινωνία στην οποία οι αξίες τής καλοσύνης, της εντιμότητας, της πίστης και της ειλικρίνειας δίνουν τη θέση τους σε αναζητήσεις όπως είναι η επιτυχία, η δύναμη, το χρήμα, η εξουσία και οι απολαύσεις.
Ως εκ τούτου, καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι να διατηρήσουμε ακέραιο το ρόλο της οικογένειας, της φιλίας, της πίστης και του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκουμε. Γι’ αυτό —με κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι υπερτονίζω τη σημασία του— θεωρώ ότι το παραμύθι είναι από μόνο του ένα εξαιρετικό βοήθημα στη στήριξη των αξιών που διέπουν τον πολιτισμό μας.
Στους τομείς της ψυχοθεραπείας και της εκπαίδευσης (που είναι, κατά τη γνώμη μου, όλο και πιο κοντινοί και αλληλένδετοι), οι νέες ψυχοπαιδαγωγικές τάσεις τονίζουν τη σημασία του υποκειμένου ως δημιουργού και πρωταγωνιστή της ίδιας του της ύπαρξης, δηλαδή, ως συγγραφέα και αφηγητή της προσωπικής του ιστορίας. Όλες σχεδόν οι σύγχρονες μέθοδοι ψυχολογικής υποστήριξης και εκπαίδευσης χρησιμοποιούν συχνά την αφήγηση μιας ιστορίας (γνωστής ή άγνωστης), για να στηρίξουν και ν’ αφυπνίσουν τη συνείδηση του υποκειμένου.
Τα παραμύθια είναι αγγελιαφόροι που έρχονται στη ζωή μας για να μας βοηθήσουν να δούμε τα γεγονότα με τρόπο  απλό, ανοιχτόμυαλο και απροκατάληπτο. Η φαντασία που ξεγλιστρά, το χαμόγελο, το ενδιαφέρον που γεννά ένα παραμύθι, η σαγήνη μπρος σ’ ένα γεγονός που βίωσε κάποιο πραγματικό ή φανταστικό πρόσωπο — όλ’ αυτά τα στοιχεία ενδυναμώνουν τον εσωτερικό μας κόσμο ανακαλώντας στη μνήμη μας γνώσεις που μπορούμε να εμπεδώσουμε μόνο μέσα από το πιο πρωτόγονο και πνευματικό εγώ μας: το συναισθηματικό εγώ.
Ένα παραμύθι μάς επιτρέπει συχνά να εξωτερικεύσουμε το πρόβλημά μας και να το προσεγγίσουμε με καλύτερο κριτήριο, αντικειμενικά και λεπτομερώς, χάρη στη δύναμη της φαντασίας.
Ίσως και εδώ, ένα παραμύθι μπορεί να πει καλύτερα από μένα αυτό που θέλω να πω:
 

Η ιστορία αυτή μιλάει για έναν γέρο σοφό που τον συμβουλεύονταν όλοι στο χωριό όταν είχαν κάποιο πρόβλημα. Αφού άκουγε όσους του ζητούσαν συμβουλή, ο ηλικιωμένος άντρας πήγαινε στη βιβλιοθήκη του κι έπαιρνε ένα μεγάλο βιβλίο, το ίδιο πάντα, το άνοιγε και το κοίταζε σαν να έψαχνε εκεί τη σωστή απάντηση. Άλλοτε μετά από μερικά λεπτά κι άλλοτε μετά από κάμποσες ώρες, έκλεινε το χοντρό βιβλίο ικανοποιημένος και γύριζε στον άνθρωπο που είχε έρθει να τον συμβουλευτεί, με την πιο κατάλληλη και σοφή απάντηση που μπορούσε να βρεθεί.
Οι μαθητές του υπέργηρου δασκάλου ζητούσαν πότε πότε να τους επιτρέψει να δουν κι αυτοί το βιβλίο, ο δάσκαλος όμως πάντα το αρνιόταν με το επιχείρημα ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι.
Μια νύχτα, την ώρα που ο δάσκαλος κοιμόταν, οι μαθητές μπήκαν κρυφά στη βιβλιοθήκη, έκλεψαν το βιβλίο και πήγαν σ’ ένα σπίτι για να το διαβάσουν.
Μόλις συγκεντρώνονται όλοι στο φως του καντηλιού, ανοίγουν το βιβλίο και ανακαλύπτουν, έκπληκτοι, πως οι σελίδες του είναι όλες λευκές.
Ήταν ξεκάθαρο πως ο δάσκαλος τούς είχε καταλάβει, και για να τους δώσει ένα μάθημα είχε αντικαταστήσει το βιβλίο που εκείνος συμβουλευόταν μ’ αυτό εδώ.
Νιώθοντας ντροπή για την πράξη τους, οι μαθητές επιστρέφουν το βιβλίο στον δάσκαλο και του λένε ότι πήραν το μάθημά τους, και τώρα μπορούσε να ξαναβάλει το βιβλίο στη θέση του.
Ο σοφός δάσκαλος χαμογελάει και λέει:
«Αυτό ΕΙΝΑΙ το αληθινό βιβλίο…».
Οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν.
«Μα… αν οι σελίδες του είναι λευκές, τότε γιατί το συμβουλεύεσαι; Τι λέει αυτό το βιβλίο; Δεν περιέχει καμία ιδέα, ούτε κάποια γνώση… δεν έχει καν γράμματα.»
Ο δάσκαλος τους κοιτάζει και λέει:
«Η αλήθεια και η σοφία αυτού του βιβλίου δεν κρύβονται σε όσα λέει, αλλά σε όσα υπονοεί».
 

Κι εγώ προσθέτω: όπως σε κάθε βιβλίο.
 

ΜΠΟΥΚΑΪ ΧΟΡΧΕ