ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ

Συγγραφέας: ΚΟΝΤΡΕΡΑΣ ΑΛΟΝΣΟ ΔΕ
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Εκδόθηκε: 03/01/1997
ISBN: 960-7073-16-9
Σελίδες: 336

€16.22 €18.02

  Στο καλαθι βιβλια

Ανθρωποι της δράσης σαν τον Κοντρέρας και τον Μακρυγιάννη αποτελούν σπάνια φαινόμενα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο Αλόνσο ντε Κοντρέρας αφηγείται τις μάχες των κουρσάρων στη Μεσόγειο του 16ου αιώνα. Μια μαρτυρία για τη δράση των πειρατών στα ελληνικά παράλια.

Για τους γονείς και την παιδική μου ηλικία Γεννήθηκα στην αρχόντισσα Μαδρίτη, στις 6 Ιανουαρίου του 1582. Βαφτίστηκα στο παρεκκλήσι του Σαν Μιγκέλ. Νονοί μου ήσαν ο Αλόνσο και η Μαρία ντε Ρόα, αδέλφια της μητέρας μου. Γονείς μου ήσαν ο Γκαμπριέλ Γκουιλέν και η Χουάνα ντε Ρόα ι Κοντρέρας. Πήρα το όνομα της μητέρας μου, τότε που, παιδί ακόμα, έφυγα να υπηρετήσω το Βασιλιά. Όταν κατάλαβα το λάθος μου ήταν αργά για να το διορθώσω, γιατί στα χαρτιά της υπηρεσίας ήταν γραμμένο «Κοντρέρας». Έζησα όλη μου τη ζωή κι έγινα γνωστός μ' αυτό το όνομα, και παρά το ότι με βάφτισαν Αλόνσο ντε Γκουιλέν, εγώ ονομάζομαι Αλόνσο ντε Κοντρέρας. Οι γονείς μου ήταν πάππου προς πάππου χριστιανοί, ανόθευτοι από αίμα σαρακηνό ή εβραίικο, και ποτέ τους κανείς δεν είχε αφοριστεί από την Εκκλησία. Όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια αυτής της αφήγησης, ήταν φτωχοί κι έζησαν παντρεμένοι είκοσι τέσσερα συναπτά έτη, σύμφωνα με τους ορισμούς της Αγίας Μητρός μας της Εκκλησίας. Απέκτησαν δεκαέξι παιδιά. Όταν πέθανε ο πατέρας μου ζούσαν τα οκτώ: έξι αγόρια και δύο κορίτσια, κι εγώ, που ήμουν ο πρωτότοκος, πήγαινα στο σχολειό και ήδη ήξερα να γράφω σε σελίδες των οκτώ γραμμών. Εκείνο τον καιρό, στη Μαδρίτη, είχαν φτιάξει ένα στίβο για κονταρομαχίες, πλάι στη γέφυρα της Σεγκόβια. Είχαν στήσει και σκηνές εκστρατείας, κι όπως ήταν κάτι καινούργιο, όλη η πόλη έτρεξε να δει. Παρέα μ' ένα άλλο παιδί, γιο ενός δικαστή της Αυλής, που τον έλεγαν Σαλβαδόρ Μορένο, κάναμε σκασιαρχείο για να πάμε να δούμε το στίβο. Την επομένη, καθώς έφτανα στο σχολείο, μου λέει ο δάσκαλος πως αφού ήμουνα τόσο τολμηρός, να λύσω τα βρακιά σ' ένα άλλο παιδί. Υπακούω πρόθυμα, αλλά ο δάσκαλος πίσω μου μου είχε στήσει παγίδα, γιατί ξαφνικά με διατάζει να ξεβρακωθώ ο ίδιος, και μ' αρχίζει με το καμτσίκι μέχρι που μάτωσα. Κι όλα αυτά, γιατί το ζήτησε ο πατέρας του αλλουνού, που ήταν πιο πλούσιος απ' τον δικό μου. Σχολώντας, πήγαμε στην πλατεία Κονσεψιόν Χερόνιμα, όπως είχαμε συνήθειο. Και καθώς ακόμα πονούσα απ' τις καμτσικιές, βγάζω το μαχαιράκι που ξύνουνε το καλαμάρι, ρίχνω τον άλλον κάτω, και τον αρχίζω στις μαχαιριές. Μα μου φαινόταν πως δεν του κάνω μεγάλο κακό, κι έτσι τον γυρνάω ανάσκελα και του τρυπάω την κοιλιά. Τ' άλλα παιδιά μου έλεγαν πως τον σκότωσα. Το σκάω, και το βράδυ γυρίζω στο σπίτι μου σαν να μην είχε τίποτε συμβεί. Εκείνη τη μέρα δεν είχαμε ψωμί, και η μητέρα μου έδωσε στον καθένα μας από μια πίτα των τεσσάρων ρεαλιών. Καθώς τρώγαμε, να σου που κοπανάνε στην πόρτα. Στην ερώτηση «Ποιος είναι», απαντάνε «Ο Νόμος». Μόλις τ' ακούω, τρέχω επάνω και κρύβομαι κάτω απ' το κρεβάτι της μάνας μου. Μπαίνει μέσα ο δικαστής, ψάχνει, με βρίσκει και μ' αρπάζει απ' τον καρπό, λέγοντας: «Προδότη, μου σκότωσες το γιο!». Με πάνε στη φυλακή της Αυλής, όπου μου λένε να τα ομολογήσω όλα. Εγώ αρνιέμαι με πείσμα. Την επομένη έρχονται να με δούνε, παρέα με άλλα είκοσι δύο παιδιά που είχανε πιάσει, και μόλις ο καταδότης αναφέρει ότι εγώ είχα δώσει τις μαχαιριές, λέω: «Όχι, κάποιος άλλος θα το 'κάνε». Αρχίζουμε λοιπόν το μαλλιοτράβηγμα, όλοι μαζί μέσα στο δικαστήριο, με τον καθένα να κατηγορεί κάποιον άλλον για φταίχτη, που είδανε και πάθανε να μας χωρίσουνε και να μας πετάξουν έξω. Πάντως τον πατέρα του παιδιού τον έπιασε τέτοια λύσσα που απέδειξε μέσα σε δυο μέρες πως ο δράστης ήμουν εγώ. Γίνανε πολλές συζητήσεις εξαιτίας της ηλικίας μου, αλλά τελικά με έσωσε το ότι ήμουν ανήλικος: βγάλανε μία απόφαση που με εξόριζε για ένα χρόνο πέντε λεύγες μακριά από την Αυλή, με την απειλή πως, αν γύριζα, η ποινή θα διπλασιαζόταν. Έφυγα αμέσως να την εκτίσω. Όμως ο κύριος δικαστής έμεινε χωρίς γιο, γιατί την τρίτη μέρα το παιδί πέθανε. Εξέτισα την εξορία μου στην ʼβιλα, στο σπίτι ενός θείου μου που ήταν παπάς σ' αυτή την πόλη, και μόλις τέλειωσε η ποινή μου γύρισα στη Μαδρίτη. Είκοσι μέρες μετά το γυρισμό μου έφτασε ο πρίγκιψ καρδινάλιος Αλβέρτος που ήταν κυβερνήτης της Πορτογαλίας και που τον έστελναν να κυβερνήσει τη Φλάνδρα. Η μητέρα μου είχε μοιράσει την περιουσία της και είχε πάρει πίσω την προίκα της. Έμενε να μοιραστούν ανάμεσα στα οκτώ αδέλφια εξακόσια ρεάλια. Λέω στη μητέρα μου: «Σενιόρα, θέλω να πάω στον πόλεμο με τον καρδινάλιο». Μου απαντάει: «Δε βγήκες ακόμα από τ' αβγό σου και θες να πας στον πόλεμο! Σ' έχω κιόλας βάλει εργάτη σ' έναν χρυσοχόο». Της εξηγώ πως δεν αισθάνομαι να έχω κλίση σε άλλο επάγγελμα, εκτός απ' την υπηρεσία του Βασιλιά. Παρ' όλα αυτά, με πηγαίνει στο μαγαζί του χρυσοχόου, με τον οποίο τα είχε κανονίσει στη διάρκεια της απουσίας μου. Μ' άφησε εκεί, και το πρώτο πράγμα που έκανε η αρχιμαστόρισσα ήταν να μου δώσει έναν χάλκινο κουβά, που δεν ήταν καθόλου μικρός, για να φέρω στο πόδι της νερό απ' το Κάνιος ντε Περάλ, τα δημόσια λουτρά. Της είπα πως δεν είχα έρθει για υπηρέτης, αλλά για να μάθω την τέχνη και να βρει κάποιον άλλο να πάει για νερό. Σηκώνει εκείνη ένα εργαλείο να με βαρέσει. Σηκώνω όμως εγώ τον κουβά, της τον πετάω, αν και μου έλειπε η δύναμη για να της κάνω το κακό, και το σκάω απ' τη σκάλα. Τρέχω στο σπίτι της μητέρας μου φωνάζοντας: «Γιατί πρέπει να γίνω χαμάλης;» Κι εκεί απάνω έρχεται ο χρυσοχόος που θέλει να με δείρει. Βγαίνω έξω, μαζεύω χαλίκια και τον αρχίζω. Μαζεύεται τότε κόσμος και μαθαίνοντας τι τρέχει αρχίζει να ρωτά γιατί θέλουν να με υποχρεώσουν αντίθετα με την κλίση μου. Φεύγει μετά ο χρυσοχόος, μένω μόνος με τη μητέρα μου και της λέω: «Σενιόρα, η Χάρη Σας είναι φορτωμένη παιδιά. Αφήστε με να βγάλω το ψωμί μου μ' αυτόν τον πρίγκιπα». Η μητέρα μου το σκέφτεται, και μου απαντάει: «Δεν έχω τίποτε να σου δώσω». «Δεν πειράζει, με τη βοήθεια του Θεού θα βγάλω για όλους μας» της κάνω. Να μην τα πολυλογώ, μ' αγόρασε ένα πουκάμισο και δερμάτινα παπούτσια, και μου 'δώσε τέσσερα ρεάλια και την ευχή της. Μ' αυτές τις προμήθειες, χαράματα Τρίτη, στις η Σεπτεμβρίου 1597, βγήκα απ' τη Μαδρίτη, πίσω απ' τις τρομπέτες του πρίγκιπα καρδινάλιου. Την ίδια μέρα φτάσαμε στην Αλκαλά ντε Ενάρες. Πήγα σε μιαν εκκλησία, όπου κάνανε μια μεγάλη γιορτή για τον πρίγκιπα καρδινάλιο. Ήταν εκεί, ανάμεσα σ' άλλους πραματευτάδες, κι ένας που πουλούσε μαντολάτο, με μια τράπουλα στο χέρι. Περπατημένος εγώ τάχα, να σου που βγάζω απ' το πουκάμισο μου τα τέσσερα ρεάλια κι αρχίζω να παίζω. Τα χάνω, μαζί με το καινούργιο πουκάμισο, μετά τα καινούργια παπούτσια που τα 'χα κρεμασμένα στη ζώνη μου. Τον ρωτάω αν παίζει την πα-λιοκάπα μου. Μετά από λίγο τη χάνω κι αυτήν και μένω με το γιλέκο, σημάδι για τη μελλούμενη ζωή μου, του στρατιώτη. Κάποιος μάλιστα δεν έλειψε να με φωνάξει έτσι, και ζήτησε του έμπορα να μου χαρίσει ένα ρεάλι. Εκείνος μου το 'δώσε, μαζί με λίγο μαντολάτο δώρο, κι εμένα μου φαινόταν σαν να 'μουν σχεδόν ο κερδισμένος. Την ίδια νύχτα μπήκα στο παλάτι —ή ακριβέστερα στην κουζίνα— να ζεσταθώ, γιατί έκανε κρύο, μαζί με άλλα χαμίνια. Το πρωί, οι τρομπέτες σήμαναν αναχώρηση για τη Γουαδαλαχάρα, και τις πήρα από πίσω για τέσσερις λεύγες του σκοτωμού. Με ό,τι απέμενε απ' το ρεάλι αγόρασα λουκουμάδες που με κρατήσανε ως τη Γουαδαλαχάρα. Εκλιπαρούσα τους παραμάγειρους να με λυπηθούν και να μ' αφήσουν ν' ανέβω λιγάκι στο κάρο με τα κουζινικά. Μα εκείνοι δε μ' άφηναν, γιατί δεν ήμουν της παρέας τους. Φτάσαμε στην Γουαδαλαχάρα και πήγα στο παλάτι, γιατί είχα καλομάθει στη φωτιά της κουζίνας από την προηγούμενη. Τους φάνηκα χρήσιμος, χωρίς να μου το ζητήσουν, βοηθώντας στο ξεπουπούλιασμα και στο ψήσιμο των πουλερικών. Έτσι, έφαγα εκείνη τη νύχτα. Ο μαστρο-Ιάκωβος, αρχιμάγειρας του πρίγκιπα-καρδινάλιου, με βρήκε χρήσιμο και πρόθυμο και με ρώτησε από πού είμαι. Εγώ του απάντησα πως πάω στον πόλεμο. Τότε διέταξε να με βάλουν να δειπνήσω και το πρωί με πήρε στο κάρο, πράγμα που οι άνθρωποι του ανέχτηκαν με βαριά καρδιά. Συνέχισα να δουλεύω, όπως τα άλλα χαμίνια, δείχνοντας τόσο τα προσόντα μου που ο μαστρο-Ιάκωβος μ' έκανε υπηρέτη του. Στο τέλος έγινα αρχηγός στην κουζίνα και στα κάρα που ακολουθούσαν τον πρίγκιπα. Εκδικήθηκα έτσι και μερικούς από κείνους τους κατεργαρέους βάζοντας τους στην πεζοπορία για μια ολόκληρη μέρα. Πάντως ο θυμός μου πέρασε γρήγορα. Φτάσαμε στη Σαραγόσα, όπου έγινε μεγάλη γιορτή, κι από κει πήγαμε στο Μονσερά και στη Βαρκελώνη, όπου κατάφερα να βολέψω στα αμάξια τέσσερα ή έξι άτομα χωρίς να ξοδέψω δεκάρα· κι αυτό, γιατί έκανα σωστά τη δουλειά μου. Μείναμε μερικές μέρες στη Βαρκελώνη, μέχρι που μπαρκάραμε για τη Γένοβα, σε είκοσι έξι γαλέρες. Στη Βιλαφράνκα, ο δούκας της Σαβοΐας μας υποδέχτηκε με όλες τις τιμές. Από κει περάσαμε στη Σαβόνα, μα πριν πιάσουμε εκεί, κουρσέψαμε ένα πλοίο. Δεν ξέρω αν ήταν Τούρκοι, Σαρακηνοί, ή μάλλον Γάλλοι, με τους οποίους νομίζω είχαμε πόλεμο. Μου άρεσε ιδιαίτερα ο κανονιοβολισμός. Νικήσαμε.

ΚΟΝΤΡΕΡΑΣ ΑΛΟΝΣΟ ΔΕ