ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΤΑΓΚΛΑΣ

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΤΑΓΚΛΑΣ

Συγγραφέας: ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ
Εκδόθηκε: 08/07/1997
ISBN: 960-7073-25-8
Σελίδες: 112

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, και όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου.» Γιάννης Πανούσης (Καθηγητής Εγκληματολογίας).

A Αέρας: επικίνδυνος όταν είναι παγιδευμένος μέσα στη σύριγγα / θανατηφόρος όταν διοχετευθεί η υπερδόση στη φλέβα / και φτάσει στην καρδιά / καταστροφικός, όμως, κι όταν φουσκώνει τα μυαλά / και παριστάνεις τον «κάποιο» / με αμάξια, κυριλίκια, φιγούρες και διάφορα τέτοια / ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε; / θα σε φάνε μια ώρα νωρίτερα. Αεροπλάνο: πακετάκι / μικρό δέμα / που πετιέται από το δρόμο στα καγκελένια παράθυρα φυλακών / που περιέχει μικροποσότητα ναρκωτικού. Αιθέρας: αναισθητικό / εισπνοές / φέρνει γαλάζια όνειρα / και επικίνδυνο τριπ / χρησίμευσε επί πολλές δεκαετίες σαν ολικό αναισθητικό για παντός είδους εγχειρήσεις. Ακούω: την ακούω / την άκουσα / το φτιάξιμο της πρώτης ρουφηξιάς από κάπνισμα φούντας ή χασίς. ʼκρη: ο τροφοδότης / ο κατέχων ποσότητες για διακίνηση / ο μεσάζων / από τον πρώτο κρίκο της αλυσίδας, μέχρι τον προ-τελευταίο / με οικονομικά οφέλη απ' τη συναλλαγή / με συνει-δειτή συμμετοχή στο παιχνίδι / με καθημερινή φθορά / ανταρτοπόλεμος / που σε τρώει η διάρκεια. Αλάδωτο: απολαδοποιημένο, χωρίς λάδι / απατεωνίστικη με- θοδος επεξεργασίας του χασίς / αφαιρώντας το χασισέλαιο / το 60-80% της ποιοτικής αξίας / υποβιβάζοντας στο χείριστο τη μορφή χασίς / οι σχετικοί και οι προσεχτικοί μπορούν να το διακρίνουν εύκολα / είναι στεγνό και δε λέει τίποτα / η αγορά όμως θα το απορροφήσει κι αυτό / σ' εποχές σταλιάς, σε πιτσιρικάδες κι άσχετους. Αλάτι: άλλη μία ονομασία για την ηρωίνη / υπάρχει και στο Εγκλήματα λεξικό του Πανούση. Αλκαλοειδές: επιστημονική ονομασία των χημικών ενώσεων (μορφίνη, κωδεΐνη και ηρωίνη) που προέρχονται από την επεξεργασία του οπίου / από την ακετυλίωση της βάσης μορφίνης παράγεται η διακετυλομορφίνη (ηρωίνη) και ανάλογα με την ικανότητα του χημικού και του εργαστηρίου μπορεί να είναι No 3 (καφέ-ροζ για κάπνισμα) ή No 4 (άσπρη ενέσιμη). Αλουμινόχαρτο: χρησιμοποιείται για το κάπνισμα της ηρωίνης / ζεσταινόμενη με τη φλόγα του αναπτήρα, η ηρωίνη κυλάει / μόνο αν είναι καθαρή / η νοθευμένη πρέζα δεν κυλάει / και κάθε ουσία νοθείας καίγεται, πνίγοντας τον καπνιστή / για μερικές ουσίες, όπως η ζάχαρη, υπάρχει τρόπος καθαρισμού / πριν το κάπνισμα, και το αλουμινόχαρτο πρέπει να καθαριστεί / με φωτιά, για να φύγει το δηλητήριο του αλουμινίου. ʼλφα-Κάπα: το μίγμα ηρωίνης και κοκαΐνης / το Α είναι απ' το «άσπρο» και το Κ απ' την «κόκα» / λεκτικό κληροδότημα απ' τους λαϊκούς πρωτοπρεζάκηδες. Αμφεταμίνες: είδη χημικής κοκαΐνης / από φαρμακευτικά μέχρι κάθε είδος speed / παρασκευασμένες σε παράνομα προγράμματα νόμιμων φαρμακευτικών εργοστασίων / για τις πιεστικές ανάγκες απ' τους γρήγορους ρυθμούς της δυτικής τεχνολογικής κοινωνίας / η κόκα των φτωχών / με απαίσιο ξε- νέρωμα και καταστροφικές βιολογικές παρενέργειες / κάνουν θραύση στην Ιαπωνία, Αναίρεση: διόρθωση του καρφώματος / διασκευή της αρχικής κατάθεσης στους μπάτσους / προσπάθεια συγκάλυψης στον ανακριτή / εκ των υστέρων και μ' ελάχιστη δικονομική αξία / στο δικαστήριο σπανίως τη λαμβάνουν υπόψη / η ζημιά έχει ήδη γίνει. Αναρρόφηση: εισροή του αίματος στη σύριγγα / τεστ για την εύρεση της φλέβας / αναρρόφηση απ' την πίεση της φλέβας, προς την υποπίεση της σύριγγας / και αντιστρόφως / αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων / οι πολλαπλές αναρροφήσεις είναι συνηθισμένο βίτσιο / ειδικά στα φιξάκια κόκας. Αναψυκτικό: η κοκαΐνη / παραπομπή στην κόκα-κόλα / αλλά και στην ελαφρότητα του ναρκωτικού / όχι σαν την ηρωίνη / που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη. Ανέβασμα: η αυξανόμενη πορεία της μαστούρας / μπορεί να είναι απότομη, μπορεί και σταδιακή / διαφορετική σε κάθε είδος και κάθε ποιότητα ναρκωτικού / πιθανά και σε κάθε άτομο / μπορεί να προκαλέσει ίλιγγο και εμετούς / ταχυπαλμίες και αδιαθεσία / μπορεί όμως και τίποτα απ' όλ' αυτά / μάταια να περιμένεις ανέβασμα / μάπα το καρπούζι, δικέ μου / πακέτο. Ανυδρίτης: οξύ για τη διάσπαση της βάσης μορφίνης και τη μετατροπή της σε ηρωίνη / δυσεύρετο και ελεγχόμενο / κατασκευάζεται μόνο σε κρατικά χημεία, αλλά διατίθεται σε πολλές χημικές βιομηχανίες για τις ανάγκες τους / κι απ' το ελεγχόμενο κρατικό μονοπώλιο φτάνει στα παράνομα εργαστήρια ηρωίνης / it's just business / και τα συμφέροντα είναι κοινά. Απεξάρτηση-Εξάρτηση: προσωπικός ή ιατρικός ή ψυχολο- γικός τρόπος απαλλαγή ς από τον εθισμό στα ναρκωτικά / από την εξάρτηση / πράγμα δύσκολο. Απομορφίνη: μέθοδος αποτοξίνωσης / με τη βοήθεια μορφίνης, συνθετικής ή όχι / πρωτοδοκιμάστηκε στους τοξικομανείς τη δεκαετία του '50 / με περιορισμένα αποτελέσματα και συχνές υποτροπές / ξεχασμένη και ξεπερασμένη μέθοδος. Αποποινικοποίηση: απελευθέρωση των ναρκωτικών από την ποινική δίωξη /σύγχρονο κοινωνικό ρεύμα, με αυξανόμενους υποστηρικτές / με θετικά αποτελέσματα όπου έχει δοκιμαστεί / είναι η μόνη κίνηση που μπορεί να δώσει λύσεις / αλλά δεν εφαρμόζεται, επειδή υπάρχουν συμφέροντα απ' την παράνομη διακίνηση / είναι η διεθνής καπιταλιστική των ναρκωτικών. Απόστημα: εσωτερική φλεγμονή από ενδοφλέβια χρήση / όταν το ναρκωτικό χύνεται έξω απ' τη φλέβα / δεν απορροφάται / και σιγά σιγά μετατρέπεται σε πύον / εσωτερική μόλυνση / μπορεί να επιφέρει επιπλοκές / μέχρι και θάνατο / γι' αυτό και είναι απαραίτητη η ιατρική φροντίδα. Αρπαγή: βίαιη απόκτηση του ναρκωτικού / συνήθως με πουστιά ή και με χρήση βίας / απελπισμένη κίνηση, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος / ή εκδίκηση για κάποιο ανάλογο φέρσιμο / καταστάσεις ζούγκλας / άστα να πάνε. ʼρπαγμα: ψυχοπνευματικό τραύμα από κατάχρηση ναρκωτικών / ή κι από ανωριμότητα / συνήθως από κακό trip / ούτε να το σκέφτεσαι. ʼρρωστος: ο έχων τη βιολογική ανάγκη —εξάρτηση— από ναρκωτικό / δηλαδή ηρωίνη ή κοκαΐνη / ο εθισμένος που έρχεται σε φυσιολογική κατάσταση με τη χρήση ναρκωτικού / κι όταν τελειώσει η επενέργεια του θέλει κι άλλο / και ξανά-μανά τα ίδια. Αρτάν: (Artan), χάπια με βάση χημική ντατούρα / ελαφρύ αλλά αποτελεσματικό τριπάκι χρησιμοποιείται και σαν αντισταθμιστικό σε υπνωτικά και κατασταλτικά φάρμακα. Αρτανιασμένος: αυτός που είναι σε τριπάκι από αρτάν/artan. Ασετόν: ξεβαφτικό των νυχιών-μανικιούρ / παραισθησιογόνο / ελαφρός μορφής / τριπάρεις με εισπνοές και ενστάλαξη σταγόνων στα ρουθούνια / κίνδυνος ανακοπής. ʼσιντ: αγγλική λέξη για το οξύ / το δραστικό συστατικό των παραισθησιογόνων / κυκλοφορεί στην αγορά σε διάφορες μορφές trip / σήμερα σπανίζουν τα καλά και δυνατά άσιντ / είναι κι ο κόσμος που φοβάται τα βαθιά εσωτερικά ταξίδια. ʼσπρο-η: παραπλανητική ονομασία της ηρωίνης / επειδή η άσπρη πρέζα σπανίζει / για άσπρη ποιότητα απαιτείται ολοκλη ρωμένη κατεργασία / σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια / τέτοια υπάρχουν μόνο στο «χρυσό τρίγωνο» / γι' αυτό και η ταϊλανδέζικη πρέζα είναι η καλύτερη / και η λιγότερο αρρω-στιάρα / πού να τη βρεις όμως; / αυτές που κυκλοφορούν είναι άσπρες απ' τη ζάχαρη. Αστέρι: πολύ καλή ποιότητα / αλλά και σχήμα παραισθησιογόνου / ζωγραφιά σε χάρτινο trip / συνήθως όμως εννοούν την ανώτερη ποιότητα ναρκωτικού. ʼσχημη: χαρακτηρίζει τη συναλλαγή και όχι υποχρεωτικά την ποιότητα / ακριβή τιμή, λίγη ποσότητα, κακή ποιότητα / όταν ο ένας χρήστης ρίχνει τον άλλο / και από μια άσχημη μπορεί να ξεκινήσει αλυσιδωτή αντίδραση. Αφγάνι: είδος και ποιότητα χασίς από το Αφγανιστάν / σκούρο κι εύπλαστο, συνήθως / απ' τα καλύτερα που κυκλοφορούν / και φυσικά σπάνιο και ακριβό. Αφιόνι: είδος ελληνικού φυτού απ' όπου βγαίνει το όπιο / αυ- τοφυές σε πολλές περιοχές της χώρας μας, όπως στην Πάτμο, στην Αίγινα, στην Ύδρα, στην Κορινθία, στην Ελευσίνα κι αλλού / οι ιδιότητες του ήταν γνωστές από αρχαιοτάτων χρόνων / υπάρχει και άγαλμα της Δήμητρας στεφανωμένης με χαραγμένες παπαρούνες / με τις σημερινές απαγορεύσεις έχουμε αποκοπεί από τις ρίζες μας / κι ο λαός που ξεχνάει την ιστορία του... / τον τρώει η μαύρη χαρμάνα. ʼψητο: ακατέργαστη μορφή χασίς / μπουμπάρι ή και φούντα / έκφραση των παλαιότερων χασικλίδων που σήμερα σπανίζει.

ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ