ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ

ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΗΣ ΑΡΚΟΥΔΑΣ

Συγγραφέας: ΧΑΛΛΟΦ ΛΙΖΑ
Εκδόθηκε: 00/00/0000
ISBN: 960-7073-12-6
Σελίδες: 176

€8.11 €9.01

  Στο καλαθι βιβλια

« Ο πανικός των μπεκερέλ στην πρωτεύουσα κρατούσε καλά και οι επιδρομές των καταναλωτών στα καταστήματα τροφίμων συνεχίζονταν, ενώ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης εμφανίζονταν επιδημιολόγοι, ακτινολόγοι και πυρηνικοί φυσικοί τόσο τακτικά όσο και οι μετεωρολόγοι του δελτίου καιρού. Και ο κόσμος, γεμάτος θετικότητα κι αγανάκτηση πια, ήθελε να ανασυγκροτηθεί και κάπου να ταχθεί ξανά, ν' αλλάξει επιτέλους η ζωή και έτσι πήγαν πολλοί πάνω στη βράση τους να κολλήσουν στους οικολόγους... Αμάν. Οι οποίοι, όμως, έμειναν πιστοί στο χαώδες κι άτυπο δόγμα τους, που βασιζόταν στην αντίληψη ότι ειδικά η φύση του ανθρώπου — σε αντίθεση με τη φύση της «φύσης » — ήταν και θα έπρεπε να παραμείνει διαμορφωμένη σύμφωνα με τις επιδιώξεις μιας ξενέρωτης προοδευτικότητας, με τη διαφορά ότι ο κόσμος θα έπρεπε να καταναλώνει και να ρυπαίνει λιγότερο (πάλι καλά).»

Οιωνοί Ήταν Νοέμβρης του '74 λοιπόν και πρώτη επέτειος, τότε που η Αθήνα ήταν τόσο περίεργα άδεια. Ο κόσμος είχε πάει να ψηφίσει και ο Θοδωρής Παπαδέλλης είχε ταξιδέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Μυτιλήνη. Ήταν βράδυ και η ʼννα Wolff-Παπαδέλλη μόλις είχε γυρίσει από το Πολυτεχνείο, σοκαρισμένη, αναστατωμένη και συγχυσμένη, ο νους της πυρετωδώς και ξέφρενα να επεξεργάζεται το διάχυτο στην πόλη δέος, που θύμιζε επιτάφιο και Μεγάλη Παρασκευή και που, όσο πλησίαζε κανείς τη βουή των μεγαφώνων και τη γιορτινή λάμψη των φώτων στους γύρω δρόμους του Πολυτεχνείου, βαθμιαία μετουσιωνόταν σε πανηγύρι. Όσες ερμηνείες τούτης της λέξης γνώριζε ξετυλίγονταν η μια μετά την άλλη, ξεκινώντας από το έθιμο και τα θεία και τα της έλευσης στην αγορά, μέχρι και τα συνεκδοχικά και μεταφορικά της πιο απερίσκεπτης ευτέλειας. Μια στιγμή να αντανακλά τη μοίρα μιας λέξης! Η εποχή ήταν παράξενη, οι συνειδήσεις φουρτουνιασμένες και οι ιδέες φάνταζαν απλές και ξεκάθαρες και χωρούσαν μια χαρά στην ψυχή ενός παιδιού, κάτι που τότε προβλημάτισε αρκετά την ʼννα, γιατί υποψιαζόταν ότι ο κόσμος, αντιθέτως, ήταν απείρως σύνθετος. Πού να φανταζόταν τότε ότι η συλλογική αποδοχή αυτής ακριβώς της συνθετότητας, θα μετατρεπόταν μια μέρα στη φαυλότερη απλούστευση όλων; Η πολυκατοικία στην οδό Κλεομένους είχε αδειάσει. Η σιωπή, μαζί με την φθινοπωρινή δροσιά στην είσοδο, θύμιζε εκκλησία. Ακόμα και η θυρωρός είχε φύγει και μαζί της απουσίαζαν και τ' ασταμάτητα τσιριχτά των παιδιών της καθώς και η μυρουδιά του τσιγαριστού κρεμμυδιού, που συνήθως απλωνόταν από τη μόνιμα ανοιχτή της πόρτα. Ένα ανεπαίσθητο άρωμα θυμιάματος ανέβαινε από το υπόγειο δωμάτιο μιας καρκινοπαθούς γερόντισσας. Η ʼννα κατέβηκε για δυο λεπτά, να δει αν είχε ανάγκη από τίποτε. Μια κακοφτιαγμένη λάμπα γραφείου στο κομοδίνο φώτιζε απόκοσμα τα τσαλακωμένα σεντόνια και το βασανισμένο πρόσωπο και έδινε στη λεπτή, γκρίζα κοτσίδα στο μαξιλάρι μια χαλυβδένια λάμψη που θύμιζε σπαθί και πανοπλία. Η άμοιρη γυναίκα είχε κάνει εμετό μέσα σ' ένα δοχείο δίπλα στο κρεβάτι. Της συγύρισε λίγο το δωμάτιο και η κυρα-Φανή δέχτηκε να ξαναπάει η ʼννα τη μεθεπόμενη για φασίνα. Πριν φύγει την παρακάλεσε η κυρα-Φανή να βρει μια εικόνα που μυστηριωδώς είχε χαθεί.« Είναι γρουσουζιά, κάτι κακό θα συμβεί», είπε. Η ʼννα τη βρήκε κάτω από το κρεβάτι κοντά στον τοίχο. Ήταν μια μικρή και γυαλιστερή εικόνα, μια έντυπη χάρτινη αντιγραφή κολλημένη πάνω σε ξύλο προστατευμένη με μπόλικο βερνίκι, σαν αυτές που βρίσκει κανείς στα πανηγύρια. Παρίστανε την κοίμηση της Θεοτόκου. Η ʼννα ανέβηκε τη σκάλα βιαστικά και αθόρυβα και μπήκε επιτέλους σπίτι της. ʼναψε το φως στην κουζίνα και ήπιε δυο απανωτά ποτήρια νερό, έφαγε μερικές ελιές και μια μπουκιά ψωμί. ʼφησε το φως αναμμένο στην κουζίνα να φέγγει μέσα από το χολ ως το μικρό καθιστικό και κουλουριάστηκε πάνω στη στοίβα από βελέντζες στο πάτωμα απέναντι στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, που έβλεπε προς το πίσω μέρος της πολυκατοικίας. Και ακόμα δεν είχε ακούσει τους δυο ταυτόσημους ήχους που, εκ των υστέρων, θα της φαίνονταν τόσο σημαδιακοί, και που, μαζί με τους καλοκαιρινούς ψιθύρους της συκιάς απέναντι και τους τόσο γλυκούς και περιπαιχτικούς κρότους των ζαριών πάνω στο τάβλι του Θοδωρή, θα παρέμεναν αποτυπωμένοι στη μνήμη της σαν φωτογραφία διπλής εμφάνισης. Της έλειπε η παρουσία του Θοδωρή. Τότε όμως, που είχε λείψει εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού, με την επιστράτευση, ήταν αλλιώς. « Φεύγω, της είχε πει απαλά, θα 'χουμε πόλεμο. » Και η ʼννα λιποθύμησε. « ʼιντε άιντε...», είπε ο Θοδωρής τρυφερά και χωρίς ν' ανησυχεί, αφού την ήξερε καλά τη γυναίκα του. «ʼντε αγαπούλα μου, σήκω, έχεις ένα σωρό να κάνεις πριν φύγω.» Τη φίλησε και βγήκε για να τακτοποιήσει κάτι απαραίτητες δουλειές της τελευταίας στιγμής. Η ʼννα συμμαζεύτηκε και του ετοίμασε την τσάντα. Για όσο είχε λείψει ο Θοδωρής εκείνο το καλοκαίρι, η ʼννα είχε τηρήσει τις συνήθειες τους με ευλάβεια και τελετουργικότητα. Έφτιαχνε τα αγαπημένα του φαγητά στις συνηθισμένες ώρες, άρχισε να πίνει ελληνικό καφέ στο μπαλκόνι το απόγευμα, καθισμένη μεν στη συνηθισμένη της θέση απέναντι στην άδεια καρέκλα του Θοδωρή, αλλά από το ειδικό χοντρό φλιτζάνι του. Έβαζε το ραδιόφωνο τις ώρες και στις συχνότητες που το συνήθιζε εκείνος, αγόραζε και άρχισε να διαβάζει τις εφημερίδες του — με το λεξικό από δίπλα. Ο Θοδωρής δεν ήταν απών τότε. Γιατί η ʼννα ήταν εκεί και γι' αυτόν και αντ' αυτού. Και αν δεν είχε γυρίσει ποτέ, έτσι θα είχε μείνει ακόμα. Κύλησε όμως πολύ νερό στο αυλάκι από τότε. Τα παντζούρια στο μπαλκονάκι του νεοκλασικού απέναντι άνοιξαν μέσα στη σιωπή, αλλά από εκεί που καθόταν η ʼννα, στο βάθος του δωματίου, μπορούσε να δει ελάχιστα —εκτός από τον τοίχο αντιστήριξης μόλις λίγα μέτρα μακριά από το μπαλκόνι της, που συγκρατούσε τη σκαμμένη πλαγιά του Λυκαβηττού και την αυλή του νεοκλασικού — αφού η πολυκατοικία ήταν χτισμένη αρκετά μέτρα χαμηλότερα. Όταν ο εξωτερικός λαμπτήρας άναψε, σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Της άρεσε η παραμελημένη και ανεπίπεδη αυλή με τις μόνιμα μισοξηραμένες γλάστρες, τη λεμονιά και την κακοπα-θημένη συκιά, που, αφού είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος από το ρίζωμα της με την κατασκευή της πολυκατοικίας, έγερνε ανησυχητικά τεντώνοντας τα κλαριά πάνω από την επιβλητική επιφάνεια του τοιχώματος, κρούοντας το κιγκλίδωμα του μπαλκονιού της ʼννας καμιά φορά, παράγοντας έναν πρόσθετο, βαθύ τόνο, που θύμιζε τον ήχο της βυζαντινής βιόλας. ʼλλες βραδιές, ο τοίχος αυτός ήταν σαν ένα τεράστιο θέατρο σκιών, όπου ξετυλιγόταν η ζωή των σπιτικών μέχρι και του πρώτου ορόφου. Ο Θοδωρής τον είχε αποκαλέσει «μπετόν μπερντέ» από την πρώτη στιγμή. Γρήγορα είχαν ανακαλύψει και τις αντίστοιχες ηχητικές ιδιότητες του τοίχου, και μαζί με τους φίλους τους, κυρίως αρχιτέκτονες και μηχανικούς, είχαν μείνει κατάπληκτοι μπροστά στο φαινόμενο — έτσι είχε ξεκινήσει άλλωστε και ο θεσμός του απογευματινού ταβλιού με τον ʼγη. Μυστικά δεν υπήρχαν στην πολυκατοικία. Κάθε καβγα-δάκι, κάθε γέλιο, κάθε αναστεναγμός, είτε από ευχαρίστηση είτε του πόνου, το κουταλάκι που ανακάτευε τον καφέ στο μπρίκι, το σύρμα που καθάριζε τον πάτο της κατσαρόλας, το πιάνο της δεσποινίδας Έφης, κάθε οργασμός, κάθε φτέρνισμα και γύρισμα φύλλου εφημερίδας, έβγαιναν σαν μέσα από το ίδιο το σκυρόδεμα για να γίνουν πιο πιστευτά τα είδωλα που κινούνταν πάνω του, όταν έπεφτε η νύχτα. Εκείνο το βράδυ όμως, ο τοίχος αντιφέγγιζε μόνο το ευκρινές και φωτεινό παραλληλόγραμμο της στενής μπαλκονόπορτας της κουζίνας και το αμυδρό σκιόφως που ξέφευγε από τα κλειστά παντζούρια της κυρα-Φανής. Ο Θοδωρής θα μπορούσε κάλλιστα να την είχε πάρει μαζί του στη Μυτιλήνη. Υπήρχε όμως πρόβλημα με τους συγγενείς. Δεν είχαν αποδεχτεί το γεγονός ότι ο Θοδωρής είχε πάρει μια ξένη, για την οποία δεν ήξεραν από πού κρατάει η σκούφια της. Έτσι είχε βρεθεί μόνη στην Αθήνα για δεύτερη φορά. Της έλειπε το πώς της χάιδευε ο Θοδωρής το κεφάλι ανακατώνοντας τα μαλλιά και η ανάμνηση της έφερνε μια γλυκιά αναστάτωση. Συγχρόνως αισθανόταν όμως, για πρώτη φορά στη ζωή της, λίγη από αυτή τη μελαγχολική ελευθερία του κενού, ένα κλάσμα αυτού του δράματος που θα βίωνε πολύ αργότερα με το θάνατο του. Τι σιγαλιά ήταν αυτή! Γιατί, τα βράδια, το σπίτι τους ήταν συνήθως γεμάτο φίλους και γνωστούς που συγκεντρώνονταν για εκείνες τις ατέλειωτες συζητήσεις τους. Ήταν η εποχή που μαζεύονταν ξανά στην πατρίδα από τις γωνιές της οικουμένης, με ειδών ειδών μακρινά μηνύματα, σε κατάσταση πνευματικής μεταρσίωσης παίζοντας, βεβαίως, όλη την ευρωπαϊκή διανόηση στα πέντε τους δάκτυλα. Και η ʼννα συνήθιζε να τους ακούει σιωπηλά, με συγκίνηση και με απελπισία. Ήθελε τόσο να εφησυχάσει, αφού ο Θοδωρής και οι φίλοι τα είχαν πάρει τόσο ζεστά τα πράγματα και είχαν αναλάβει τόσο αποφασιστικά την ευθύνη που τους αναλογούσε για την τάξη του κόσμου. Ήθελε να σταθεί πλάι τους και να τους συμπαρασταθεί στον αγώνα τους. Κι εκείνοι συζητούσαν... Κι η ʼννα συμπαραστεκόταν... Και άκουγε. Και τι δεν είχε ακούσει! Είχε ακούσει τις έννοιες που χρησιμοποιούσαν να μεταλλάσσονται με την ευκολία και την άνεση ενός κοινού ιού της γρίππης, μέσα σε ελάχιστη ώρα και χωρίς να στεναχωρηθεί κανένας τους, έννοιες ηχηρές, συνθηματικές και νεφελώδεις, που βολεύουν τους πάντες και που πάντα βολεύονται, ανθεκτικές και ευέλικτες, έννοιες μεγάλες και μαγικές, αμέτρητες, όπως «ελευθερία», «λαός», «νίκη» και «μάχη», «άνθρωπος», «δημοκρατία» και «δικαίωμα», προ παντός δικαίωμα... Μάταια προσπαθούσε η ʼννα «να καταλάβει τι εννοούσαν», δηλαδή να εντοπίσει και να απομονώσει τα χίλια μύρια πραγματικά εννοούμενα που πλανιόνταν, δίχως να μνημονεύονται, πίσω από αυτές τις κοινές έννοιες ευρέος φάσματος. ʼκουγε σιωπηλά, αδειάζοντας τασάκια, γεμίζοντας ποτήρια, φέρνοντας μεζέδες, μαζεύοντας πιάτα. Πάντα σιωπηλά. Γιατί, αν μη τι άλλο, από τα λίγα πράγματα που είχε καταφέρει να μάθει στη Σορβόνη κάποτε, ήταν, όπως το διατύπωνε η ίδια, ότι μια λάθος ερώτηση σε λάθος χρόνο δεν παίρνει ποτέ απάντηση επί του θέματος. Με τον Θοδωρή όμως — όταν δεν τους άκουγε κανείς — συζητούσαν συχνά γι' αυτήν την εκπληκτική ικανότητα του πολιτισμού της πέρα από τον ανθρώπινο νου επεκταμένης μνήμης να αυτοπροστατεύεται εναντίον τυχόν αιρετικών σκέψεων, μέσα από την ίδια τη γλώσσα. Αλλά για τον Θοδωρή αυτό ήταν απλώς άλλο ένα ζήτημα ακαδημαϊκού, κυρίως, ενδιαφέροντος κοντά στα τόσα άλλα. Καθισμένον σ' ένα σκαμνάκι με την πλάτη ακουμπισμένη στο παντζούρι η ʼννα είδε τον μοναχικό φοιτητή, που κατοικούσε το μισορημαγμένο νεοκλασικό ψηλά απέναντι. Χλομός μες στη μελαψάδα του, σχεδόν κίτρινος, με φυσιογνωμία σαν παρμένη από περσική μικρογραφία, την παρατηρούσε με τ' αμυγδαλωτά του μάτια. Συνήθως τον αγνοούσε· όποτε έβγαινε στο μπαλκόνι μόνη της, εκείνος εμφανιζόταν και της ψιθύριζε γλυκόλογα ή ότι θα την περίμενε στα πεύκα παραδίπλα. Εκείνο το βράδυ όμως, 'η ʼννα ένιωσε ξαφνικά ευάλωτη και μπήκε βιαστικά στη φωτισμένη κουζίνα της. Και επικρατούσε μια σιωπή, σαν να κράταγε το σκυρόδεμα την πνοή, σαν να είχε τους ήχους αιχμάλωτους να μην κυλήσει ο χρόνος εκείνη την άγια νύχτα μέσα στο πρώτο φθινόπωρο της μεταπολίτευσης, όταν οι έννοιες ακόμα ήταν εύκολες και οι μνήμες και οι συνειδήσεις έπαιζαν τα δικά τους περίεργα και αναγκαία παιχνίδια. Η ʼννα θυμήθηκε πως είχε υποσχεθεί στον Θοδωρή να καθαρίσει την παλιά συλλογή από ασημένιες πόρπες, που ήταν ο μοναδικός τους θησαυρός. Τοποθέτησε την πλαστική σακούλα πάνω στις στραβωμένες σανίδες του τραπεζιού, οι οποίες είχαν χάσει την επαφή με το σκαρί τους προ πολλού. Ένα αεράκι ξύπνησε το σκυρόδεμα του στηρικτικού τοίχου και ένα ξερό φύλλο της συκιάς ξεγλίστρησε ξυστά του, κρούοντας με αυξανόμενο ρυθμό την ανώμαλη και γραμμωτή επιφάνεια, πριν προσγειωθεί στο μπετό, κάτω από τα μπαλκόνια της πολυκατοικίας. Η ʼννα ανατρίχιασε, γιατί δεν αναγνώρισε τον ήχο — αυτό το καθοδικό αρπέτζιο ενός μεγάλου φύλλου συκιάς πάνω σε σκυρόδεμα. Ξαναβγήκε στο μπαλκόνι και προσπαθούσε να συνηθίσει το σκοτάδι για να μπορέσει να εντοπίσει αυτό που την είχε αγριέψει. Ενστικτωδώς όμως, σήκωσε τα μάτια προς το φωτισμένο μπαλκονάκι και αντίκρισε πάλι τον νεαρό. Ήταν φανερό ότι είχε αντιληφτεί την αμηχανία της ʼννας και το πήρε σαν προσωπικό θρίαμβο. Δεν πείραξε όμως την σιωπή, είχε σκάσει μόνο ένα πλατύ, φαρδύ χαμόγελο. Η ʼννα ξαναμπήκε. Πάλι το αεράκι. Η συκιά σιωπούσε. Ωθημένο από μια πνοή του αέρα το φύλλο άρχισε να κινείται πάνω στο μπετό. Και η τριβή παρήγαγε ένα μακρόσυρτο θρόισμα, νεκρικό σαν ρόγχο και καθόλου σαν ψίθυρο, που γέμισε την κουζίνα της ʼννας καθώς μεταδόθηκε από το κάθετο σκυρόδεμα, με όλη την απατηλή και ενισχυμένη υψηλή πιστότητα του σύγχρονου καιρού και της Επιδαύρου. Και η ʼννα, κατατρομαγμένη πια, βρέθηκε για άλλη μια φορά στο μπαλκόνι ατενίζοντας τη σκοτεινιά κάτω. Ο νεαρός άρχισε να σφυρίζει το Ένα το χελιδόνι. Η ʼννα κατάφερε να εστιάσει τα μάτια της και αντιλήφτηκε επιτέλους το φύλλο συκιάς, αν και πρώτα της είχε φανεί σαν ένας πελώριος κάβουρας που, διαισθανόμενος κάποια νέα παρουσία στο περιβάλλον του, ακινητοποιήθηκε απότομα. Η ʼννα πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Το σφύριγμα σταμάτησε. Σιωπή. Η ʼννα κοίταξε το ακατάστατο τραπέζι. Έκανε τη γαβάθα με τα μήλα λίγο πέρα. Το φύλλο ξανάρχισε τη νεκρική του πορεία στο σκοτάδι και η ʼννα, με μια απότομη κίνηση, που δεν ήταν του χαρακτήρα της, σκούντησε κατά λάθος, την γαλάζια σακούλα με τις πόρπες, οι οποίες χύθηκαν στο πάτωμα. Τσουγκρίστηκαν, άστραψαν, κουδούνισαν, έτριξαν και έφεξαν σ' ένα στιγμιαίο χείμαρρο, σαν οπλοκλαγγή πάνω στον συρτό του νεκρού φύλλου. Σκορπιοί; Φλόγες; Φύλλα; Τι παρίστανε τελικά αυτό το εμβρυώδες σχήμα της Ανατολής που απλώνεται στον κόσμο από τις Ινδίες μέχρι και τα Βαλκάνια; Λαχούρι είχε ακούσει η ʼννα να το αποκαλούν οι Έλληνες — αναγνωρίζοντας το μόνο στα υφάσματα της Λαχώρης...

ΧΑΛΛΟΦ ΛΙΖΑ