Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

Συγγραφέας: ΤΟΠΟΡ ΡΟΛΑΝ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 01/12/1994
ISBN: 960-7073-19-3
Σελίδες: 176

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

«Δυο χέρια με μεγάλα νύχια τύλιξαν το λαιμό του κι έπιασαν να τον σφίγγουν. Ύστερα δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι κι έχασε τις αισθήσεις του. Ξύπνησε στο διαμέρισμά του, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ήταν ντυμένος γυναικεία, και δε χρειαζόταν να πάει μέχρι τον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι ήταν επιμελώς μακιγιαρισμένος.» Ένα κλασικό νουάρ και μια αριστουργηματική ταινία του Ρομάν Πολάνσκι.

Το διαμέρισμα Ο Τρελκόφσκι κινδύνευε να μείνει στο δρόμο, όταν ένας φίλος του, ο Σιμόν, του μίλησε για ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στην οδό Πιρενέ. Πήγε. Η θυρωρός, όλο στρυφνάδα, αρνήθηκε να τον πάει να δει το διαμέρισμα, αλλά μ' ένα δεκάφραγκο άλλαξε γνώμη. «Ακολουθήστε με» είπε τότε, αλλά χωρίς ν' αλλάξει το γρουσούζικο ύφος της. Ο Τρελκόφσκι ήταν καμιά τριανταριά χρόνων, τίμιος, ευγενής, κι αν απεχθανόταν κάτι, ήταν οι φασαρίες. Με τη δουλειά του έβγαζε ίσα ίσα τα προς το ζην, και το ότι τον έβγαζαν απ' το παλιό του σπίτι ισοδυναμούσε με καταστροφή, αφού ο μισθός του δεν του επέτρεπε την πολυτέλεια να μένει σε ξενοδοχείο. Είχε, πάντως, κάτι οικονομίες στο Ταμιευτήριο, με τις οποίες υπολόγιζε να πληρώσει την εγγύηση, αν δεν ήταν πολύ υψηλή. Δύο σκοτεινά δωμάτια χωρίς κουζίνα ήταν όλο κι όλο το διαμέρισμα. Ένα και μοναδικό παράθυρο στο πίσω δωμάτιο έβλεπε σ' έναν τοίχο που ήταν ακριβώς απέναντι, και σε ένα παραθυράκι. Ο Τρελκόφσκι υπέθεσε πως ήταν το παραθυράκι των αποχωρητηρίων της διπλανής πολυκατοικίας. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με μια κιτρινωπή ταπετσαρία, γεμάτη μέγαλους λεκέδες υγρασίας. Το ταβάνι ήταν χαρακωμένο πέρα ως πέρα με γραμμές που διακλαδώνονταν σαν τα νεύρα ενός φύλλου. Σοβάδες που είχαν πέσει απ' το ταβάνι, έτριζαν σε κάθε βήμα. Στο τυφλό δωμάτιο, ένα τζάκι από ψευτομάρμαρο πλαισίωνε μια θερμάστρα αερίου. «Η κοπέλα που έμενε εδώ, πήδηξε απ' το παράθυρο» εξήγησε η θυρωρός, που απ' τη μια στιγμή στην άλλη είχε γίνει πιο φιλική. «Ελάτε να δείτε το μέρος όπου έπεσε.» Μέσα από ένα λαβύρινθο επίπλων, οδήγησε τον Τρελκόφσκι στο παράθυρο και του έδειξε θριαμβευτικά τη θρυμματισμένη τζαμαρία τρία πατώματα πιο κάτω. «Δεν πέθανε, αλλά τι τα θέλετε... Είναι στο νοσοκομείο Σαιντ-Αντουάν.» «Κι αν γίνει καλά...;» «Δεν υπάρχει κίνδυνος» είπε η σιχαμερή γυναίκα καγχάζοντας. «Μην ανησυχείτε!» Και του 'κλείσε το μάτι. «Σας το λέω: είναι κελεπούρι!» «Ποιοι είναι οι όροι;» «Λογικότατοι. Μια μικρή εγγύηση μονάχα για το νερό. Η εγκατάσταση είναι ολοκαίνουργια. Παλιά, έπρεπε να βγαίνεις στο πλατύσκαλο για τρεχούμενο νερό. Ας είναι καλά ο ιδιοκτήτης...» «Και τα αποχωρητήρια;» «Ακριβώς απέναντι. Κατεβαίνετε και παίρνετε τη σκάλα Β. Από κει βλέπετε το διαμέρισμα.. Και αντιστρόφως.» Του 'κλείσε το μάτι με χυδαίο νόημα. «Αυτή η θέα κι αν αξίζει!» Ο Τρελκόφσκι δεν είχε συγκλονιστεί. Στην κατάσταση όμως που βρισκόταν, ακόμα κι αυτό το διαμέρισμα ήταν λαχείο. «Και πόση είναι η εγγύηση;» «Πέντε χιλιάδες. Το νοίκι είναι εκατόν πενήντα φράγκα το μήνα.» «Ακριβό είναι. Μέχρι τέσσερις χιλιάδες κάτι γίνεται...» «Αυτό δεν είναι δικό μου ζήτημα. Βρείτε τα με τον ιδιοκτήτη.» Ξανά κλείσιμο ματιού. «Αντε να τον δείτε. Δυο βήματα είναι, στο από κάτω πάτωμα. Λοιπόν, εγώ φεύγω. Είναι κελεπούρι, μην το ξεχνάτε.» Ο Τρελκόφσκι τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα του ιδιοκτήτη. Χτύπησε το κουδούνι. Του άνοιξε μια γριά με καχύποπτη έκφραση. «Δώσαμε, δώσαμε...» πέταξε στα γρήγορα. «Είναι για το διαμέρισμα...» Μια πονηρή λάμψη άστραψε στα μάτια της. «Ποιο διαμέρισμα;» «Αυτό από πάνω. Μήπως μπορώ να δω τον κύριο Ζι;» Η γριά άφησε τον Τρελκόφσκι να περιμένει έξω απ' την πόρτα. Την άκουσε να ψιθυρίζει κάτι, κι ύστερα επέστρεψε και του είπε ότι ο κύριος Ζι θα τον δεχόταν. Τον οδήγησε στην τραπεζαρία, όπου ήταν καθισμένος ο κύριος Ζι σκαλίζοντας μεθοδικά τα δόντια του. Έδειξε με το δάχτυλο ότι ήταν απασχολημένος. Ψαχούλεψε τους τραπεζίτες του κι έβγαλε ένα κομματάκι κρέας, πιασμένο στην άκρη ενός σπιρτόξυλου. Το εξέτασε με προσοχή, κι ύστερα το ξανάβαλε στο στόμα του και το κατάπιε. Και τότε μόνο στράφηκε στον Τρελκόφσκι. «Το είδατε το διαμέρισμα;» «Ναι. θα 'θελα όμως να συζητήσω μαζί σας τους όρους.» «Πέντε χιλιάδες μπροστά, και εκατόν πενήντα το μήνα.» «Τα ίδια μου είπε και η θυρωρός, θα 'θελα να ξέρω αν αυτή είναι η τελευταία τιμή, γιατί δεν μπορώ να πληρώσω πάνω από τέσσερις χιλιάδες.» Ο ιδιοκτήτης έδειξε να ενοχλείται. Για δυο ολόκληρα λεπτά έμεινε να κοιτάζει αφηρημένα τη γριά που σήκωνε τα πιάτα απ' το τραπέζι. Είχε ένα ύφος σαν να μηρύκαζε με τη μνήμη του ό,τι είχε μόλις φάει. Κάπου κάπου, κουνούσε το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Ξαναγύρισε στο θέμα. «Σας είπε η θυρωρός για το νερό;» «Ναι.» «Την σήμερον ημέραν είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις διαμέρισμα. Ένας φοιτητής μου δίνει τα μισά για μια καμαρούλα στον έκτο. Και χωρίς νερό.» Ο Τρελκόφσκι ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του- ούτε αυτός αισθανόταν πολύ καλά. «Ακούστε: δεν προσπαθώ να δυσφημήσω το διαμέρισμα σας, αλλά, με καταλαβαίνετε, δεν έχει κουζίνα. Κι η τουαλέτα, όπως και να το κάνουμε, είναι ένα πρόβλημα... Για σκεφθείτε ν' αρρωστήσω, πράγμα που δεν συνηθίζω, σας το λέω ευθύς εξαρχής, για σκεφθείτε όμως να πρέπει να πάω να ανακουφιστώ νυχτιάτικα...; Ε; Εσείς το βρίσκετε πρακτικό; Από την άλλη, μπορεί να σας δώσω μόνο τέσσερις χιλιάδες, αλλά θα σας τις δώσω cash.» Ο ιδιοκτήτης τον διέκοψε. «Μα δεν είναι για τα χρήματα. Δε σας το κρύβω, κύριε...» «Τρελκόφσκι.» «...Τρελκόφσκι, δεν έχω ζόρια οικονομικά. Δεν περιμένω τα λεφτά σας για να μπορέσω να φάω. Όχι: νοικιάζω, γιατί έχω ένα διαμέρισμα ελεύθερο· αυτό είν' όλο. Ούτε έχω βάλει τελάληδες να το διαλαλήσουν.» «Ασφαλώς.» «Μόνο, να... είναι θέμα αρχής. Μπορεί να μην είμαι αισχροκερδής, δεν είμαι όμως και φιλανθρωπικό ίδρυμα. Η τιμή είναι πέντε χιλιάδες. Ξέρω άλλους ιδιοκτήτες που θα ζητούσαν επτάμισι — δικαίωμα τους. Εγώ θέλω πέντε και δεν έχω κανένα λόγο να πάρω πιο λίγα.» Ο Τρελκόφσκι είχε παρακολουθήσει το μονόλογο επιδοκιμάζοντας με το κεφάλι, χαμογελώντας πλατιά. «Ασφαλώς, κύριε Ζι, καταλαβαίνω πολύ καλά την άποψη σας· τη βρίσκω, μάλιστα, πολύ λογική. Αλλά... επιτρέψτε μου να σας προσφέρω ένα τσιγάρο.» Ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε την προσφορά. «...δεν είμαστε και απολίτιστοι. Mε τη συζήτηση, μπορεί να τα βρούμε στο τέλος. Εσείς θέλετε πέντε χιλιάδες. Πάει καλά. Αν όμως αυτές τις πέντε χιλιάδες σας τις δώσει κάποιος σε τρεις μήνες...; Αφήστε πού τρεις μήνες μπορεί να 'ναι κάλλιστα και τρία χρόνια! Εσείς τι λέτε; Καλύτερο είν' αυτό απ' τις τέσσερις χιλιάδες εφ' άπαξ;» «Δε λέω αυτό. Ξέρω καλύτερα από σας πως τίποτα δεν αξίζει πιο πολύ απ' όλο το ποσό cash. Απλώς, προτιμώ πέντε χιλιάδες cash από τέσσερις χιλιάδες cash.» Ο Τρελκόφσκι άναψε το τσιγάρο του. «Ασφαλώς. Δεν αντιλέγω καθόλου. Λάβετε όμως υπόψη σας ότι η παλιά νοικάρισσα δεν έχει πεθάνει ακόμα. Κι αν επιστρέψει; Κι αν θελήσει να το υπενοικιάσει; θα ξέρετε ασφαλώς ότι δεν έχετε δικαίωμα ν' αντιταχθείτε στην υπενοικίαση. Εν τοιαύτη περιπτώσει, ούτε τέσσερις χιλιάδες θα πάρετε, ούτε φράγκο τσακιστό. Ενώ εγώ, σας δίνω τις τέσσερις χιλιάδες, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κανένα πρόβλημα — ούτε για σας ούτε για μένα. Τι άλλο καλύτερο μπορείτε να μου προτείνετε;» «Μου μιλάτε για κάτι που έχει ελάχιστες πιθανότητες να συμβεί.» «Ίσως, δε βλάπτει όμως να το συνυπολογίσουμε. Ενώ, με τις τέσσερις χιλιάδες cash, ούτε προβλήματα, ούτε μπελάδες...» «Εντάξει, εντάξει, ας αφήσουμε τώρα αυτό το θέμα, κύριε... Τρελκόφσκι. Σας το 'πα και πριν: δεν είναι το πιο σημαντικό για μένα. Είστε παντρεμένος; Με συγχωρείτε που σας ρωτάω, αλλά είναι εξαιτίας των παιδιών. Η πολυκατοικία είναι πολύ ήσυχη, είμαστε γέροι άνθρωποι η γυναίκα μου κι εγώ...» «Ε όχι και γέροι, κύριε Ζι!» «Γέροι, γέροι, ξέρω τι λέω. Είμαστε γέροι άνθρωποι και δε μας αρέσει η φασαρία. Σας το λέω λοιπόν ευθύς εξαρχής: αν είστε παντρεμένος, αν έχετε παιδιά, δε σας το δίνω ούτε για ένα εκατομμύριο.» «Μείνετε ήσυχος, κύριε Ζι, δεν έχετε να φοβάστε τίποτα απ' αυτή την πλευρά. Είμαι πολύ ήσυχος και εργένης.» «Κι απ' την άλλη, εδώ δεν είναι σπίτι για ραντεβουδάκια. Αν θέλετε αυτό το διαμέρισμα για να φέρνετε κοκότες ή δεν ξέρω εγώ τι, προτιμώ να πάρω δύο χιλιάδες και να το δώσω σε κάποιον που το 'χει πραγματικά ανάγκη.» . «Συμφωνώ απολύτως. ʼλλωστε, δεν είναι η περίπτωση μου. Εγώ είμαι ήσυχος άνθρωπος, δε μ' αρέσουν οι φασαρίες, δε θα 'χετε καμία φασαρία μαζί μου.» «Μη με παρεξηγείτε για όλα αυτά που σας ρωτάω τώρα·καλύτερα να τα ξεκαθαρίσουμε από την αρχή, και να ζήσουμε μετά εν πλήρει σύμπνοια.» «Έχετε απόλυτο δίκιο, σας καταλαβαίνω.» «Αντιλαμβάνεστε επίσης ότι αποκλείονται τα ζώα: γάτες, σκυλιά, οποιοδήποτε ζώο.» «Δεν έχω καμία τέτοια πρόθεση.» «Ακούστε, κύριε Τρελκόφσκι: δεν μπορώ να σας απαντήσω τώρα. Ούτε νομίζω ότι μπορούμε καν να το συζητάμε, ενόσω η παλιά νοικάρισσα είναι εν ζωή. Μου είστε όμως συμπαθής·μου δίνετε την εντύπωση ενός καθωσπρέπει νεαρού. Αυτό που μπορώ να σας πω, είναι: ελάτε την ερχόμενη εβδομάδα, και τότε θα είμαι σε θέση να σας ενημερώσω.» Ο Τρελκόφσκι αποσύρθηκε, αφού ευχαρίστησε δια μακρών. Καθώς περνούσε μπροστά απ' το θυρωρείο, η θυρωρός τον κοίταξε περίεργα, χωρίς να δείξει ότι τον είχε αναγνωρίσει, ενώ συνέχιζε να σκουπίζει μηχανικά ένα πιάτο με την ποδιά της. Μόλις βρέθηκε στο πεζοδρόμιο, ο Τρελκόφσκι σταμάτησε για να δει απ' έξω την πολυκατοικία. Οι πάνω της όροφοι φωτίζονταν απ' τον ήλιο του Σεπτεμβρίου, κι αυτό την έκανε να δείχνει χαρούμενη και σχεδόν καινούργια. Ο Τρελκόφσκι έψαξε να βρει τo παράθυρο του διαμερίσματος «του», αλλά μετά θυμήθηκε ότι έβλεπε στην αυλή. Όλος ο πέμπτος όροφος ήταν ξαναβαμμένος ροζ, και τα παντζούρια, κίτρινο καναρινί. Ο συνδυασμός μπορεί να μην ήταν τέλειος, έδινε όμως μια χρωματική νότα που χτυπούσε ευχάριστα στο μάτι. Στα παράθυρα του τρίτου υπήρχε ένα ολόκληρο παρτέρι με «καλοθρεμμένα» φυτά και, στον τέταρτο, υπήρχε ένα προστατευτικό πλέγμα στα μπαλκόνια, ίσως λόγω παιδιών, αν και δεν ήταν πολύ σίγουρο, αφού ο ιδιοκτήτης δεν τα ήθελε. Η στέγη ήταν σπαρμένη με καμινάδες όλων των μεγεθών και όλων των σχημάτων. Ένας γάτος, που αποκλειόταν ν' ανήκει σε κάποιον ένοικο, έκοβε βόλτες. Ο Τρελκόφσκι φαντάστηκε για μια στιγμή τον εαυτό του στη θέση του γάτου, φαντάστηκε πως αυτόν ζέσταινε γλυκά ο ήλιος. Μια κουρτίνα αναδεύτηκε στον δεύτερο, στου ιδιοκτήτη. Ο Τρελκόφσκι απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο δρόμος ήταν σχεδόν έρημος- προφανώς, λόγω ώρας. Ο Τρελκόφσκι πήγε κι αγόρασε ψωμί-και λίγες φέτες σαλάμι με σκόρδο. Κάθισε σ' ένα παγκάκι κι έπιασε να σκέφτεται, καθώς έτρωγε. Στο κάτω κάτω, μπορεί το επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει νωρίτερα για να πείσει τον ιδιοκτήτη, νο 'ταν σωστό' μπορεί η παλιά νοικάρισσα να υπενοικίαζε το διαμέρισμα. Κι αν γινόταν καλά (που της το ευχόταν μέσα απ' την καρδιά του); Κι αν, στην αντίθετη περίπτωση, είχε αφήσει διαθήκη; Τι δικαιώματα είχε τότε ο ιδιοκτήτης; Δε θα 'ταν τότε ο Τρελκόφσκι αναγκασμένος να πληρώσει δύο εγγυήσεις, μία στον ιδιοκτήτη και μία στην παλιά νοικάρισσα; Στενοχωρέθηκε που δεν μπορούσε να συμβουλευτεί τον Σκοπ, ένα φίλο του που δούλευε σε συμβολαιογραφείο και, δυστυχώς, βρισκόταν στην επαρχία για μια κληρονομιά. «Καλύτερα να πάω να δω την παλιά νοικάρισσα στο νοσοκομείο.» Με το που τέλειωσε το φαγητό του, γύρισε να ρωτήσει τη θυρωρό. Εκείνη, χωρίς μεγάλη προθυμία, του αποκάλυψε πως επρόκειτο για κάποια δεσποινίδα Σουλ. «Την κακομοίρα!» έκανε ο Τρελκόφσκι, καθώς σημείωνε το όνομα στη ράχη ενός φακέλου.

ΤΟΠΟΡ ΡΟΛΑΝ