ΦΤΑΙΜΕ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

ΦΤΑΙΜΕ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΛΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Συγγραφέας: ΚΕΝΩ ΡΕΪΜΟΝ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 11/02/1995
ISBN: 960-7073-06-1
Σελίδες: 200

€16.22 €18.02

  Στο καλαθι βιβλια

Μία ομάδα ιρλανδών επαναστατών καταλαμβάνει ένα ταχυδρομικό γραφείο και κάνει το πρώτο τραγικό λάθος. Χαρίζει τη ζωή στη Γκέρτι Γκερντλ, η οποία, τη στιγμή της κατάληψης, βρισκόταν στην τουαλέτα… Ένα από τα πιο χιουμοριστικά μυθιστορήματα του R. Queneau.

«Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα!» βροντοφώνησε ο κλητήρας που είχε χρηματίσει μπάτλερ στο Σάσσεξ για τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια, ώσπου ο λόρδος κύριος του χάθηκε στο ναυάγιο του Τιτανικού, χωρίς ν' αφήσει ούτε κληρονόμους ούτε στερλίνες για τη συντήρηση του «kas-seul», όπως το λένε στην άλλη όχθη του πορθμού Σαιντ-Τζωρτζ. Τώρα, έχοντας επιστρέψει στη χώρα των Κελτών προγόνων του, ο υπηρέτης ασκούσε αυτό το ταπεινό επάγγελμα στο ταχυδρομικό γραφείο γωνία Σάκβιλ Στρητ και Ήντεν Κη. «Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα!» επανέλαβε φωναχτά, γιατί ήταν πιστός στο στέμμα της Αγγλίας. Λίγο πριν, είχε δει με φρίκη να εφορμούν στο ταχυδρομικό γραφείο επτά ένοπλοι, για τους οποίους είχε αμέσως υποψιαστεί ότι επρόκειτο για Ιρλανδούς Δημοκράτες με επαναστατικές διαθέσεις. «Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα!» ψιθύρισε για τρίτη φορά. Ο λόγος για τον οποίο αυτή τη φορά αρκέστηκε στο να ψιθυρίσει, ήταν ότι το 'χε τόσο πολύ παρακάνει με τις εκδηλώσεις νομιμοφροσύνης του, ώστε ο Κόρνυ Κίλχερ αναγκάστηκε να του εμφυτεύσει μια σφαίρα στο δοξαπατρί. Ο νεκρός κλητήρας ξέρασε το μυαλό του από μια όγδοη οπή της κεφαλής του και σωριάστηκε, φαρδύς πλατύς, στο πάτωμα. Ο Τζων Μακ Κόρμακ κατέγραψε την εκτέλεση με την άκρη του ματιού του. Δεν τη θεωρούσε και τόσο αναγκαία, αλλά η στιγμή δεν προσφερόταν για συζήτηση. Τα κορίτσια του Ταχυδρομείου κακάριζαν αδιαλείπτως. Θα 'ταν καμιά δεκαριά, Εγγλέζες με τα όλα τους ή, το πολύ πολύ, από το Ώλστερ, και καθόλου δε συμφωνούσαν μ' αυτά που συνέβαιναν. «Αδειάστε μου αυτό το κοτέτσι!» ούρλιαξε ο Μακ Κόρμακ. Ο Γκάλλαχερ λοιπόν και ο Ντίλλον βάλθηκαν, με λέξεις και με νεύματα, να συμβουλέψουν αυτές τις δεσποινίδες να εξαφανιστούν πάραυτα. ʼλλες όμως ήθελαν να βρουν το παρντεσού τους, άλλες το τσαντάκι τους· γενικώς ειπείν, μια λωλαμάρα επικρατούσε στη συμπεριφορά τους. «Τι μουρόχαβλες!» φώναξε ο Μακ Κόρμακ απ' την κορυφή της σκάλας. «Μα τι περιμένετε για να τις πετάξτε έξω;» Ο Γκάλλαχερ άρπαξε την πρώτη που βρήκε μπροστά του, και της τράβηξε μια ξιδάτη στον πισινό. «Να 'στε καθωσπρέπει όμως!» πρόσθεσε ο Μακ Κόρμακ. «Την έχουμε βαμμένη» γκρίνιαξε ο Ντίλλον, στριμωγμένος από δύο τσούπρες που χιμούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Καλέ, ο κύριος Ντίλλον!» χλιμίντρισε η μια, αναγνωρίζοντας τον. Κι έμεινε κόκαλο. «Εσείς, κύριε Ντίλλον! Ένας κύριος! Με το όπλο ανά χείρας, εναντίον του Βασιλέως! Δεν ντρέπεστε; Αντί να κάθεστε τώρα και να τελειώνετε το όμορφο, δαντελένιο φουστανάκι μου!» Ο Ντίλλον, όλο αμηχανία, έξυνε το κεφάλι του. Τότε όμως ήρθε ο Γκάλλαχερ να τον βγάλει απ' τη δύσκολη θέση και, γαργαλώντας την πελάτισσα στις μασχάλες, της φώναξε στ' αυτί: «Αραίωνε, τσουλάκι!» Εκείνη, ακούγοντας τα λόγια αυτά, έγινε καπνός. Ο Μακ Κόρμακ σκαρφάλωνε στον πρώτο όροφο, ακολουθούμενος από τον Κάφρυ και τον Κάλλιναν. Όταν χάθηκε απ’ τη θέα, ο Γκάλλαχερ άρπαξε μια άλλη κοπέλα κι έκανε ν' αναστενάξουν τα καπούλια της. Η κοπέλα αναπήδησε. «Καθωσπρέπει!» επαναλάμβανε ο Γκάλλαχερ με περιφρόνηση. «ʼκου καθωσπρέπει!» Και, καθώς του προσφερόταν ένα καινούργιο οπίσθιο, του κατάφερε μια με το πατούμενο με τόση δύναμη, ώστε η αποδέκτις έπιασε να βαλσάρει με φιγούρες: ήταν μια νεάνις, η οποία είχε μόλις περάσει από εισαγωγικές εξετάσεις κι είχε απαντήσει σωστά σε καταιγισμό ερωτήσεων από την παγκόσμια γεωγραφία και τις ανακαλύψεις του Γκράχαμ Μπελ. «ʼιντε, ουστ! Ουστ!» στρίγκλιζε ο Ντίλλον, έμπλεος θάρρους μπροστά σ' όλο εκείνο το γυναικομάνι. Η κατάσταση άρχιζε να ξεκαθαρίζει, και το γυναικείο προσωπικό, έχοντας επιταχύνει το ρυθμό, πιλαλούσε προς τις εξόδους, κι από 'κει, στη Σάκβιλ Στρητ και στο Ήντεν Κη. Δυο νεαροί τηλεγραφητές ήλπιζαν πως θα τους πετούσαν κι αυτούς έξω όπως τις δεσποινίδες, αλλά περιορίστηκαν σε δυο χυδαίες μπουνιές στη μούρη. Όταν έφυγαν, ήταν πεπεισμένοι ότι και ο καθωσπρεπισμός έχει τα όρια του. Έξω, είχε μαζευτεί ένα πλήθος και παρακολουθούσε κατάπληκτο την εκκένωση. Ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί. Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να διαλύονται. «Αδειάσαμε, απ' ό,τι βλέπω» παρατήρησε ο Ντίλλον, ρίχνοντας μια ματιά ολόγυρα του. Κανένα θηλυκό δεν του ενοχλούσε πια τη θέα.

ΚΕΝΩ ΡΕΪΜΟΝ