ΤΟ ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ

ΤΟ ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ

Συγγραφέας: ΓΚΑΪΝΣΑ ΜΑΡΙΑ
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΖΑΝΤΑΚΟΥ
Εκδόθηκε: 28/06/2018
ISBN: 978-960-8397-95-8
Σελίδες: 184

€13.36 €14.84

  Στο καλαθι βιβλια

«Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν ένα κάστρο αρ-ντεκό, με μια στριφογυριστή μαρμάρινη σκάλα που η κουπαστή της έκανε καμπύλη. Είχε κι έναν κήπο που έπιανε μισό τετράγωνο με μια πισίνα είκοσι μέτρων, που σκεπάστηκε για να γίνει γήπεδο σκουός. Στο βάθος του κήπου υπήρχε μια πόρτα κρυμμένη από ένα αναρριχητικό φυτό, προορισμένη για τη στρατιά υπηρετών του σπιτιού. Εμένα μου απαγορευόταν να τη χρησιμοποιώ γιατί, σύμφωνα με τη μαμά μου, αν οι γείτονες με έβλεπαν να μπαινοβγαίνω από κει, θα σκέφτονταν ότι είμαι η κόρη κάποιας υπηρέτριας. Τις λίγες φορές που παράκουσα τον κανόνα, ήταν για να συνοδέψω τον μπαμπά μου στου Αμουτσάστεγι. Βγαίναμε από την «πόρτα υπηρεσίας» γιατί έτσι αποφεύγαμε να κάνουμε τον κύκλο του τετραγώνου. Ο Αμουτσάστεγι ήταν ένας ζωγράφος ζώων που κατοικούσε σ’ ένα ετοιμόρροπο βικτοριανό σπίτι, και τον οποίο ο μπαμπάς μου επισκεπτόταν όχι τόσο για ν’ αγοράσει έργα τέχνης, όσο για να κάνει μια θεραπευτική έξοδο. Καθόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα που δεν έμοιαζε ν’ ανήκει σε καμία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, έπινε τσάι από ένα βαζάκι για μαρμελάδα και χάζευε εικόνες έργων τέχνης πιτσιλισμένες με μούχλα.»

*   *   *

 

ΤΟ ΟΠΤΙΚΟ ΝΕΥΡΟ είναι ένα βιβλίο γραμμένο με «ματιές», τις ματιές μιας γυναίκας που εστιάζει σε πίνακες ζωγραφικής, στους καλλιτέχνες που τους ζωγράφισαν, στον ιστορικό τους χρόνο και στην προσωπική ιστορία κάθε ζωγράφου μέσα στο περιβάλλον του. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα δοκίμιο ιστορίας της τέχνης, ούτε για κάποια εικαστική προσέγγιση έναντι μιας άλλης. Καθένα από­­ τα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου μπορεί να διαβαστεί ως μέρος ενός μυθιστορήματος που αφηγείται μια προσωπική και οικογενειακή ιστορία, ή ως μια διαφορετική ιστορία που εισδύει στη ζωγραφική για να ανιχνεύσει τους μυστηριώδεις δεσμούς ανάμεσα στο έργο τέχνης και τον παρατηρητή του.

*   *   *

«Με τη Μαρία Γκάινσα κάνει την εμφάνισή του ένα νέο είδος γραφής, το οποίο συνταιριάζει θαυμαστά τη λογοτεχνία με την ιστορία της τέχνης, υπό τη μορφή του ευκολοδιάβαστου δοκιμίου. Η ηρωίδα της διαθέτει μια αφηγηματική φωνή ικανή για οποιοδήποτε στιλιστικό επίτευγμα.»

 La Nación

*   *   *

Η τεχνοκριτικός Μαρία Γκάινσα λέει ότι, για εκείνη, «ανέκαθεν οι πίνακες βρίσκονταν μέσα στα βιβλία. Αυτός είναι ο φυσικός χώρος της ζωγραφικής για όσους ζουν σε χώρες που βρίσκονται πολύ μακριά από το ‘‘πολιτισμικό κέντρο’’». Γράφοντας το Οπτικό νεύρο —μυθιστόρημα με έντεκα κεφάλαια; τόμος με έντεκα διηγήματα; και τα δύο μαζί;— το όνομά της καταχωρήθηκε αμέσως στη λίστα των εξαιρετικών συγγραφέων λογοτεχνίας, και το βιβλίο έγινε αντικείμενο ενθουσιωδών εγκωμίων. Ο ολλανδός συγγραφέας Σέις Νόοτεμποομ, υποψήφιος για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, αναρωτιόταν προσφάτως σε ένα ολλανδικό περιοδικό: «Ποια είν’ αυτή η εκπληκτική απατεώνισσα που είναι ικανή να πλέκει τις ζωές ζωγράφων όπως ο υπερφίαλος Φουχίτα ή ο αφελής Ανρί (Ντουανιέ) Ρουσό, με τις ιδιωτικές στιγμές μιας ξεπεσμένης μεγαλοαστικής οικογένειας της Αργεντινής; Ποια είν’ αυτή η πρώην ανταποκρίτρια της New York Times στο Μπουένος Άιρες, που ξέρει να αναμειγνύει υπερβατικούς στοχασμούς για το θάνατο με ανάλαφρες αναφορές στην καθημερινότητα χωρίς να ολισθαίνει στον στείρο σνομπισμό ή στην κοινοτοπία; Ποια είν’ αυτή η αφηγήτρια που μπορεί να συνδέει με εκπληκτική φυσικότητα την Ιστορία της Τέχνης με τους οικογενειακούς αστικούς μύθους;».

Το βιβλίο της Μαρίας Γκάινσα έχει κυριολεκτικά «απογειωθεί». Μεταφρασμένο σε περισσότερες από 15 γλώσσες, έχει δει να ανοίγονται μπροστά του οι πόρτες των καλύτερων εκδοτικών οίκων, όπως ο γαλλικός Gallimard.

El País

*   *   *

Το αποτέλεσμα θυμίζει σπάνιο πετράδι: μια φωνή που ξαφνιάζει τον αναγνώστη σε κάθε παράγραφο, μια αγκαλιά φρέσκες ιδέες, ένα πρωτότυπο και πολύ πετυχημένο μείγμα από (φαινομενικά ετερόκλητα) υλικά, ένα πασίδηλο αφηγηματικό ταλέντο. Με δυο λόγια, ένα βιβλίο διαφορετικό, που καλά θα κάνετε να το διαβάσετε.

El Mundo

ΤΟ ΕΛΆΦΙ ΤΟΥ ΝΤΡΕ

ΤΟΝ ΝΤΡΕ ΤΟΝ ΓΝΏΡΙΣΑ ένα φθινοπωρινό μεσημέρι. το ελάφι του, ακριβώς πέντε χρόνια αργότερα. Εκείνο το πρώ­το μεσημέρι είχα βγει από το σπίτι μ’ ένα λαμπρό ήλιο και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, άρχισε να βρέχει. Έριχνε κα­τακλυσμό, και μέσα σε λίγα λεπτά οι στενοί δρόμοι της γει­τονιάς του Μπελγκράνο μετατράπηκαν σε ύπουλα ποτάμια. οι γυναίκες στριμώχνονταν στις γωνίες υπολογίζοντας το πιο ρηχό σημείο για να περάσουν απέναντι. μια γριά χτυ­πούσε με την ομπρέλα της τη μια μεριά ενός λεωφορείου που δεν ήθελε να της ανοίξει, και στις πόρτες των καταστημάτων οι υπάλληλοι κοιτούσαν πώς το νερό έγλειφε το πεζοδρό­μιο και έσπευδαν να τοποθετήσουν τις σιδερένιες πρόσθε­τες πόρτες που είχαν αγοράσει μετά την τελευταία πλημμύ­ρα. Εγώ έπρεπε να συνοδεύσω μια ομάδα ξένων σε μια ιδιω­τική συλλογή έργων τέχνης. Αυτή ήταν η απασχόλησή μου και δεν ήταν άσχημη δουλειά, αλλά ενώ περίμενα τους πε­λάτες μου κρυμμένη κάτω από το υπόστεγο ενός μπαρ, ένα ταξί πέρασε υπερβολικά κοντά στο πεζοδρόμιο και μου έκα­νε μούσκεμα το κίτρινο φορεματάκι μου. Τρία αυτοκίνητα αργότερα η βροχή κόπασε τόσο ξαφνικά όσο είχε αρχίσει, και ανάμεσα στις τελευταίες σταγόνες που κρέμονταν απ’ τον ουρανό σαν κουρτίνα με χάντρες, έφτασε το ταξί με τους πελάτες μου. Ήταν βορειοαμερικανοί —ένα ζευγάρι μεσηλί­κων, αυτή στα λευκά κι αυτός στα μαύρα— κι έφταναν άψο­γοι και άβρεχτοι, λες και ο οδηγός τούς είχε μόλις παραλάβει από το στεγνοκαθαριστήριο.

Μπήκαμε σ’ ένα σπίτι που είχε παλιά λειτουργήσει ως «Petit Hôtel», μ’ έναν φαρδύ κήπο γύρω γύρω, και που τώρα βρισκόταν στριμωγμένο ανάμεσα σ’ ένα κτίριο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής κι ένα πολυτελές καλιφορνέζικο σαλέ. Ένας μπάτλερ μάς οδήγησε μέχρι το σαλόνι, γλιστρώντας σαν το χέλι ανάμεσα στα έπιπλα. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα άνοι­ξαν κάτι συρόμενες πόρτες, αόρατες ώς εκείνη τη στιγμή, και εμφανίστηκε η συλλέκτρια. Με κοίταξε. Την κοίταξα. Το δίχως άλλο, ήταν καλύτερη από μένα στο παιχνιδάκι του ποιος θα κρατήσει πιο σταθερό το βλέμμα. Ήταν ντυμένη στα γκρίζα. Γύρω απ’ το στόμα είχε τις πικρές ρυτίδες των γυναικών που έχουν περάσει τα σαράντα, η γαμψή της μύτη ήταν όπλο κοφτερό, και πάνω στο κασμιρένιο πουλόβερ της φορούσε μια χρυσή καρφίτσα με κάποιο ζωάκι που, εξαιτίας της απόστασης που διατήρησε από μένα σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης, δεν κατάφερα να αναγνωρίσω.

Η γυναίκα με εξέτασε προσεκτικά με την ίδια κατάπλη­ξη με την οποία το προηγούμενο βράδυ μου είχε πει από το τηλέφωνο ότι δεν καταλάβαινε την επιμονή μου να έρθω κι εγώ, εφόσον μπορούσε μια χαρά να δείξει τους πίνακες και μόνη της. Εγώ είχα προσπαθήσει να της εξηγήσω ότι στην εταιρεία μου ήμουν διευθύντρια, γραμματέας, βοηθός και ξεναγός μαζί —αν και όχι μ’ αυτά τα λόγια—, κι ότι έτσι λει­τουργούσαν αυτές οι ιδιωτικές ξεναγήσεις χάρη στις οποίες τα έφερνα βόλτα.

«Εντάξει, βλέπω ότι είστε φιλόδοξη, σας περιμένω στις δώδεκα» είπε εκείνη πριν κλείσει. Και την επόμενη μέρα ήμουν εκεί κι έσταζα βρόμικο νερό πάνω στο κερωμένο παρ­κέ της. Η γυναίκα έστειλε να φέρουν παπούτσια για ν’ αλλά­ξω. Λεπτά αργότερα, εκτελούσα χρέη ξεναγού με κάτι τρι­χωτές άσπρες παντόφλες για κάποιους ανθρώπους που εί­χαν χάσει πια πάσα ιδέα για μένα. Τα μόνα που μου απόμεναν ήταν κάποιο εφευρετικό σχόλιο και το κοφτερό μου βλέμ­μα, κι ενώ ήμουν πάνω-κάτω στο σωστό δρόμο, σκόνταψα πάνω σε ένα γκρι-πιτσιλωτό άλογο που κάλπαζε προς το μέρος μου κάτω από έναν μολυβένιο ουρανό. Κοίταξα την οικοδέσποινά μου μια στιγμή —ούτε ένα κλάσμα του δευτε­ρολέπτου—, αλλά τα μάτια μου ήταν καταδικασμένα να μην μπορούν να ξεγελάσουν κανέναν. Εκείνη χαμογέλασε ικανο­ποιημένη:

«Αlfred de Dreux. Δεν τον διδάσκεστε στη σχολή; Στον δέκατο ένατο αιώνα;» είπε ενώ άναβε ένα τσιγάρο με φιλ­ντισένιο φίλτρο μέσα στα μακριά της δάχτυλα, για τα οποία ήταν προφανές πως ένιωθε περήφανη. «Φυσικά. Είναι ένας καταπληκτικός πίνακας» είπα.

Διπλό το ψέμα: δεν είχα ακούσει ποτέ μου για τον Ντρε, και ο πίνακας μου φαινόταν απλά όμορφος, καλοφτιαγμένος και τίποτα παραπάνω.

«Μη μου πείτε» έκανε εκείνη και φύσηξε ένα τέλειο δα­χτυλίδι καπνού προς το μέρος μου, που έφτασε πλέοντας στον αέρα του δωματίου.

Οι Αμερικάνοι χαμογελούσαν, επίπεδοι, ψεύτικοι και ασπρόμαυροι, όπως στη «Σπαζοκεφαλιά» του Χόρχε ντε λα Βέγα.

Όπως είπα, το ελάφι του Ντρε το πρωτοείδα πέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο βροχερό μεσημέρι του Απρίλη που είχα πάει μια βόλτα στο Μουσείο Διακοσμητικής Τέχνης. Ήμουν μόνη μου, έτσι όπως μου αρέσει να βλέπω τα πράγματα για πρώτη φορά, και προετοιμασμένη για τη βροχή με κάτι πα­νέμορφες λαστιχένιες μπότες μέχρι τη μέση της γάμπας.

Μπορεί το ότι διέθετα αξιοπρεπή παπούτσια να είχε κά­ποια σχέση, αλλά εκείνη τη φορά η συνάντηση μου με τον Ντρε με χτύπησε σαν κεραυνός — αυτό που η Α.Σ. Μπάιατ θα αποκαλούσε «the kick galvanic». Μου θύμισε ότι στην τέχνη όλα παίζονται στην απόσταση ανάμεσα σε κάτι που σου φαίνεται όμορφο και σε κάτι που σε αιχμαλωτίζει, κι ότι οι παράγοντες που μεταβάλλουν αυτήν την αντίληψη μπο­ρούν να είναι —και συνήθως είναι— οι πιο ασήμαντοι. Μό­λις τον αντίκρισα άρχισα να νιώθω εκείνη την ταραχή που κάποιοι περιγράφουν σαν φτερούγισμα πεταλούδας, αλλά που σ’ εμένα εκδηλώνεται με τρόπο αρκετά λιγότερο ποιη­τικό. Κάθε φορά που με ελκύει σοβαρά ένας πίνακας, τα ίδια καραγκιοζιλίκια. Μου έχουν πει ότι είναι η ντοπαμίνη που απελευθερώνει ο εγκέφαλός μου και αυξάνει την αρτηρια­κή πίεση. Ο Σταντάλ το περιέγραψε έτσι: «Βγαίνοντας από τη Σάντα Κρότσε είχα ταχυκαρδία. ένιωθα ότι δεν απέμε­νε ζωή μέσα μου, περπατούσα και φοβόμουν ότι θα πέσω». Δύο αιώνες αργότερα, μια νοσοκόμα στα επείγοντα της Σά­ντα Μαρία Νουόβα, ανήσυχη εξαιτίας του αριθμού των του­ριστών που έπεφταν σε ένα είδος ηδυπαθούς κώματος μπρο­στά στα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου, το ονόμασε σύνδρο­μο του Σταντάλ.

Εκείνο το μεσημέρι, για να μη χάσω την αυτοκυριαρχία μου βγήκα στον χειμερινό κήπο παραπατώντας όπως πάνω στο κατάστρωμα ενός πλοίου, γέρνοντας από τη μια μεριά στην άλλη, τα μάτια μου σαν απομαγνητισμένες πυξίδες. Πήρα αέρα και ξαναμπήκα ψυχολογικά έτοιμη για τη συνά­ντηση. Ένιωσα ανακούφιση βλέποντας ότι ο Ντρε ήταν ακό­μα εκεί. Κρεμόταν στην άλλοτε τραπεζαρία της οικογένειας Εράσουρις, ένα σαλόνι σε στιλ γαλλικού μπαρόκ, αντιγρα­φή κάποιου που βρίσκεται στις Βερσαλίες. Ήταν ένας χώρος μεγάλος —αλλά όχι και τεράστιος— που το φθινόπωρο θα μπορούσε να ζεσταίνεται γλυκά από το φως που πέφτει στα μεγάλα παράθυρα που βλέπουν στον κήπο. Εντούτοις είναι σκέτη κατάψυξη, γιατί οι φύλακες κρατούν τα παντζούρια κλειστά, υποθέτοντας ότι μια σομπίτσα χαλαζία σε μέγεθος τούβλου θα μπορούσε να τα καταφέρει. Στην πραγματικότητα, στο σαλόνι βρίσκονται δύο πί­νακες του Ντρε —δύο σκηνές κυνηγιού ζωγραφισμένες στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα— αλλά εμένα τα μάτια μου πέφτουν πάνω στον έναν, και παρόλο που η περιγραφή ενός πίνακα είναι πάντα κάτι δυσάρεστο, δεν έχω άλλη επιλογή: Είναι ένας κάθετος πίνακας, όπου μια αγέλη σκύλων περι­κυκλώνει ένα ελάφι. Η πάλη των ζώων συγκεντρώνεται στο κάτω μέρος του έργου, ενώ στο πάνω —που θα ορκιζόμουν ότι προστέθηκε εκ των υστέρων για να προσαρμόσει το κά­δρο στο ψηλό ταβάνι του σαλονιού— υπάρχει ένα τοπίο με σιέλ ουρανούς, κυματιστά σύννεφα κι ένα απροσδιόριστο δέντρο που θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε. Είναι ένας πίνακας αρκετά συμβατικός, δεν το αρνούμαι, αλλά ακόμα κι έτσι τον βρίσκω ελκυστικό. Και μάλιστα, μου προκαλεί νευρικότητα.

Ο Αλφρέντ ντε Ντρε ήταν εφτά χρονών όταν, διασχίζοντας τη Σιένα μαζί με τον νονό του, συνάντησε τυχαία τον μεγάλο Ζερικώ, τον μάρτυρα του γαλλικού ρομαντισμού. Ο Ζερικώ βρισκόταν στην πόλη για να μελετήσει τις γραμμές του Σι­μόνε Μαρτίνι. Προσπαθούσε να ξαναδώσει στην τέχνη του πορτρέτου τη χαμένη της δύναμη, και όταν το βλέμμα του σκάλωσε πάνω στον σοβαρό και μετρημένο Αλφρέντ, σκέ­φτηκε ότι θα ήταν εξαιρετικό μοντέλο. Έκανε ένα πορτρέτο του πάνω σε κάτι βράχια, ένα απόγευμα που ο αέρας φυσού­σε από τους λόφους της Σιένα κι έκανε τα μάγουλα του παι­διού να κοκκινίζουν. Στην πραγματικότητα τον ζωγράφισε στο εργαστήρι του κι όλα τα υπόλοιπα τα φαντάστηκε. Εί­ναι ένας πίνακας ευρηματικός, καθόλου αντιπροσωπευτικός μιας εποχής που ήξερε να βλέπει τους νέους μόνο σαν ενήλι­κες σε μικρογραφία: ο νεαρός Αλφρέντ ξαφνιάζει με την ζω­ηράδα των ματιών και τον πηγαίο του δυναμισμό.

Μοιάζει με μια από αυτές τις συναντήσεις που σφραγί­ζουν πεπρωμένα ή κλείνουν συμφωνίες, γιατί δυο μήνες αρ­γότερα, όταν ο Αλφρέντ επισκέφτηκε τον Ζερικώ στο ερ­γαστήριό του στο Παρίσι, ανακάλυψε ότι ο δάσκαλος δεν ζωγράφιζε μόνο επικές σκηνές με βάρκες που ναυαγούν και ανατριχιαστικά πορτρέτα τρελών. ο Ζερικώ ζωγράφιζε επί­σης ζώα στη φυσική τους κατάσταση: άλογα, λιοντάρια και τίγρεις μελετημένα με την ίδια διαύγεια με την οποία μελε­τούσε και τους ανθρώπους. Εκείνες οι εικόνες επέδρασαν έντονα στο εύπλαστο μυαλό του νεαρού Αλφρέντ, και χρό­νια αργότερα, όταν ο δούκας της Ορλεάνης έψαχνε ζωγράφο για τους στάβλους του, επέλεξε τον Ντρε ανάμεσα σε εκατο­ντάδες υποψηφίους, πράγμα που του χάρισε τη φήμη του καλύτερου ζωγράφου αλόγων στη Γαλλία. Μετά την Επανά­σταση του 1848 η δεξιοτεχνία του έφτασε στ’ αυτιά του Να­πολέοντα Γ΄, και όταν αυτός αναγκάστηκε να μεταναστεύσει με την οικογένειά του στην Αγγλία, προσκάλεσε πολλές φο­ρές τον ζωγράφο, για να φτιάξει τα έφιππα πορτρέτα τους. Ο Ντρε πέθανε στα πενήντα του, στο Παρίσι, από ένα υπατικό απόστημα που έσερνε από την παραμονή του στην Αγγλία, αλλά στα σαλόνια κυκλοφόρησε η φήμη ότι το απόστημα ήταν στην πραγματικότητα ένα τραύμα από σπαθί, που του είχε καταφέρει σε μονομαχία ο Fleury, προσωπικός ακόλου­θος του αυτοκράτορα, για λόγους που η εξόριστη αυλή ανέ­λαβε με ζήλο να συγκαλύψει.

Τι να σκέφτονταν γι’ αυτούς τους πίνακες οι επισκέπτες του σπιτιού των Εράσουρις; Θα σταματούσε ποτέ κανείς να κοι­τάξει τους Ντρε; Ή θα περνούσαν το ίδιο απαρατήρητοι με μια μπεζ ταπετσαρία; Τους φαντάζομαι καθισμένους στο τραπέζι. Έχουν μόλις αποσύρει το πρώτο πιάτο, όταν η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο maître με το κρέας σερβιρισμένο πάνω σ’ ένα στρώμα από μυρωδικά και πατάτες στον ατμό, με μια πινελιά από φρέσκο βούτυρο και φρεσκοκομμένο μαϊντα­νό. τον ακολουθεί ένας υπηρέτης με μια ασημένια σαλτσιέρα διακοσμημένη με ανάγλυφες σάλπιγγες. Κάποιος σχολιάζει τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις με τη Χιλή: δεν θα γίνει πόλεμος. Ο κύριος Εράσουρις γνωρίζει λεπτομέρειες. άλλω­στε, είναι ο πρέσβης της χώρας του. Η σύζυγός του, η Χοσε­φίνα —που ως καινούργια εξακολουθεί να νομίζει ότι πρέπει να δείχνει ενδιαφέρον για τη συζήτηση των αντρών— χαμο­γελά, αλλά με την άκρη του ματιού της παρατηρεί το ζαρω­μένο πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας που έχει στα δεξιά της, και σκέφτεται ανήσυχη ότι σε λίγο καιρό θα της μοιά­ζει. Λες και θέλει να αναστρέψει το πέρασμα του χρόνου, υψώνει κάθε τόσο τα χέρια και τα κουνά ελαφρά, για να κα­τεβάσει το αίμα και να τονίσει τη λευκότητα του δέρματός της. Αργότερα, όταν σηκωθούν από το τραπέζι, θα αναζη­τήσει καταφύγιο σε μια παρτίδα ουίστ. Η μόνη που κοιτάζει τον πίνακα είναι η ηλικιωμένη γυναίκα, η κυρία ντε Αλβεάρ, που κάποτε υπήρξε η σοπράνο Ρεγγίνα Πατσίνι: τα μάτια της κατευθύνονται από το ακόμα ζωντανό ελάφι του πίνα­κα στο άλλο, νεκρό και σερβιρισμένο σε λεπτές φέτες πάνω στο πιάτο. Στη αναγεννησιακή αίθουσα δίπλα στην τραπε­ζαρία, ανάμεσα στα ανάγλυφα ξύλινα φυλλώματα, ένα ρολόι δείχνει την ώρα. Η κυρία ντε Αλβεάρ νιώθει ένα ρίγος, αλλά το αποδίδει σε κάποιο ρεύμα αέρα. Τον τελευταίο καιρό δεν μπορούσε να καταλάβει καλά τι ένιωθε.

Οι εικόνες κυνηγιού δεν ήταν τίποτα το εκκεντρικό στον καιρό του Ντρε. Μάλλον έφερναν στη μνήμη ένα άθλημα της άρχουσας τάξης που είχε εμφανιστεί τον Μεσαίωνα σαν ταξικό χαρακτηριστικό γνώρισμα, τότε που το κυνήγι μετα­τράπηκε σε χόμπι —και συχνά μοναδική ενασχόληση— της αριστοκρατίας. Ήταν ο τρόπος των ευγενών να εξασκούνται για τον πόλεμο και, επί τη ευκαιρία, να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Για να μπορούν να κυνηγούν τα μεγαλύτερα ζώα μόνο μαζί με τους ομοίους τους, οι άρχοντες απαγόρευ­σαν την πρόσβαση στα δάση. Τα μεγάλα θηράματα τα κρα­τούσαν για τον εαυτό τους. οι αγρότες έπρεπε να αρκούνται στα πουλιά και τους λαγούς που κυκλοφορούσαν στα τριγύ­ρω μονοπάτια. Από την ανάμειξη της ιταλικής τέχνης της Σιένα με τη φλαμανδική του βορρά προέκυψε η διεθνής γοτθική τέχνη στις αυλές στα τέλη του δεκάτου τετάρτου αιώνα. Ένα από τα πιο απολαυστικά παραδείγματά της βρίσκεται στο με­σαιωνικό χειρόγραφο γνωστό ως: Οι πολύ πλούσιες ώρες του δούκα του Μπερί. Εκεί, στο ημερολόγιο του Δεκέμβρη, μια χούφτα σκυλιά περικυκλώνουν ένα αγριογούρουνο στη μέση του δάσους. μοιάζει με Ντρε σε μικρογραφία. Είναι πι­θανό ο ζωγράφος να συνάντησε τυχαία εκείνες τις εικόνες στις επισκέψεις που έκανε μαζί με τον Ναπολέοντα Γ΄ στο κάστρο του Σαντιγί, όπου φυλάσσονταν τα βιβλία. Στην ευ­ρηματικότητα που διδάχτηκε από τον Ζερικώ, πρόσθεσε το νωχελικό στιλιζάρισμα που εμπνεύστηκε από τα χειρόγρα­φα, και με αυτά τα δύο στοιχεία, που τα συνδύασε με τον δικό του τρόπο, ο Ντρε δημιούργησε εικόνες στις οποίες δεν υπάρχει διάστημα: μόνο υλική παρουσία.

Νιώστε πώς πάλλεται στον πίνακα ένας αταβιστικός συμβολισμός: οι μάχες ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο φως και στο σκοτάδι. Το ελάφι απεικονίζεται λίγα λε­πτά πριν πεθάνει. Ένας σκύλος τού δαγκώνει την ωμοπλά­τη. ένας άλλος, ένα πόδι. Το ζώο είναι έτοιμο να καταρρεύ­σει, η γλώσσα κρέμεται έξω, ο λαιμός συσπάται υπερβολι­κά, τα μάτια μάς κοιτούν με την ίδια ανημπόρια με την οποία κοιτούσε ο λαγός τον πρίγκιπα, στον Γατόπαρδο του Λαμπε­ντούζα: «Ο Ντον Φαμπρίτσιο βρέθηκε μπρος σε δυο μαύ­ρα μάτια που τον παρατηρούσαν βουτηγμένα μέσα σ’ ένα γλαυκό πέπλο, που τον κοιτούσαν χωρίς κακία αλλά με μια έκφραση οδυνηρής κατάπληξης, μια μομφή κατά της ίδιας τής τάξης των πραγμάτων». Τι καλά που καταλάβαινε ο Λα­μπεντούζα τον τρόπο που έχουν τα πράγματα να κάνουν κύ­κλους πριν χαθούν, αφήνοντας πίσω τους ένα ίχνος σαλιγκα­ριού, ένα ασημένιο χνάρι διάφανο και υγρό, για να βουλιά­ξουν μετά στη μνήμη.

Πριν τρία χρόνια, μια φίλη από τον καιρό του σχολείου βγή­κε για περίπατο στα περίχωρα μιας κυνηγετικής έκτασης στη Γαλλία. Είχε πάει στο Παρίσι για να επισκεφθεί την αδελ­φή της, που τα τελευταία χρόνια είχε κάνει λαμπρή καριέρα στην Lancôme και είχε γνωρίσει έναν βέλγο εκατομμυριού­χο με τον οποίο είχε κάνει δύο παιδιά. Η φίλη μου ήταν ανύ­παντρη, άλλαζε συνέχεια δουλειά και δεν είχε λεφτά να τα­ξιδέψει, η αδελφή της όμως επέμεινε να πάει. θα της πλήρω­νε εκείνη το εισιτήριο.

Μόλις έφτασε, μια Παρασκευή πρωί, η αδελφή της της ανακοίνωσε ότι τις είχαν προσκαλέσει να περάσουν το Σαβ­βατοκύριακο σ’ ένα κάστρο στην εξοχή. Έφυγαν με αυτο­κίνητο εκείνο το ίδιο απόγευμα, αν κι όλα έδειχναν ότι ερ­χόταν βροχή. Πράγματι, η μπόρα ξέσπασε μόλις έφτασαν στο κάστρο. Δέσμια ενός πουπουλένιου παπλώματος, η φίλη μου κοιμήθηκε μέχρι αργά την επόμενη μέρα. Φαντάζομαι ότι ενώ έπλενε το πρόσωπό της την αιφνιδίασε ο μεταλλι­κός ήχος του γκονγκ που ανακοίνωνε το γεύμα. Βιάστηκε να κατέβει. Όταν εμφανίστηκε, καμιά εικοσαριά καλεσμένοι έκαναν ήδη βόλτες στον κήπο. περπατούσαν σαν ζόμπι προς ένα μακρόστενο τραπέζι που ήταν έξω, κάτω από μια τέντα. Τους ακολούθησε. Η αδελφή της έφτασε λίγο αργότερα και κάθισε στην άλλη άκρη. είχε αλλάξει το μπουφάν του σκι της προηγούμενης νύχτας μ’ ένα πράσινο αδιάβροχο. Κάπου κά­που ο αέρας ανασήκωνε ένα κομμάτι της τέντας και φανέ­ρωνε τον κήπο, τη λίμνη σκεπασμένη από ένα στρώμα φύλλων τόσο πυκνό που δεν άφηνε να φανεί το νερό από κάτω, τα τεράστια δέντρα που έσταζαν ακόμα τ’ απομεινάρια της νυχτερινής βροχής, δέντρα τόσο γέρικα, που σε κάποιες πε­ριπτώσεις είχε φανεί αναγκαίο να στυλώσουν τα κλαδιά τους με σκουριασμένα δοκάρια, που τώρα καμπούριαζαν σαν γί­γαντες με πατερίτσες. Η φίλη μου συζήτησε για λίγη ώρα μ’ ένα ζευγάρι αρχιτεκτόνων, αλλά ο φθινοπωρινός αέρας ήταν κρύος, και μόλις βρήκε την ευκαιρία έσυρε την καρέκλα της στον ήλιο για να ζεσταθεί. Προτού το υπόλοιπο τραπέζι τε­λειώσει τον καφέ, εκείνη είπε ότι ήθελε να τεντώσει τα πό­δια της, που από τα εννιά της χρόνια είχαν μακρύνει σαν του ελαφιού. Ένας νεαρός Γάλλος προσφέρθηκε να τη συνοδέ­ψει. Της πρότεινε να περπατήσουν ώς το τέλος του μακρύ δρόμου και να ξαναγυρίσουν.

Προχώρησαν αργά. στο δρόμο είχε λάσπες κι ο αέρας φυσούσε ανάμεσα στις καζουαρίνες. «Είναι η εποχή των λα­γών. εκεί γύρω θα δεις» είπε ο νεαρός. Έφτασαν στο τέλος του δρόμου κι άρχισαν την επιστροφή. Μακριά, από ένα κο­ντινό δάσος, ακούστηκε μια σάλπιγγα. Κάποιος καλούσε τα σκυλιά να γυρίσουν. Εκείνη τη στιγμή, η μπότα της φίλης μου βούλιαξε στη λάσπη. Πάσχισε για λίγο ώσπου να την ξε­κολλήσει. Μισό μέτρο πιο μπροστά, ο συνοδός της της πρό­σφερε το χέρι αλλά εκείνη αρνήθηκε: «Μπορώ μόνη μου» μουρμούρισε ανυπόμονα. ένα δευτερόλεπτο αργότερα μια αδέσποτη σφαίρα την έβρισκε στην πλάτη, στο ύψος του πνεύμονα.

Σωριάστηκε πάνω στη λάσπη. ο Γάλλος είπε ότι στο πρόσωπό της υπήρχε μόνο έκπληξη: «Αυτό ήταν όλο;» φαι­νόταν να λέει. «Δεν έχει άλλο;».

Την είχα πετύχει στο δρόμο ένα μήνα πριν, δεν είχαμε ιδω­θεί για μια δεκαετία και προσπαθήσαμε για λίγο να πούμε τα νέα μας. Ήταν μια ελκυστική γυναίκα τριάντα πέντε χρονών, είχε καινούργιο φίλο και μια νέα θέση σε έναν οίκο πλειστη­ριασμών, όπου δούλευε πάρα πολύ και πληρωνόταν λίγο, αλλά δεν την ένοιαζε, γιατί δεν ήθελε ακόμα να κάνει παι­διά. Κάθε τόσο τη σκέφτομαι, τη στιγμή που κόλλησε η μπό­τα της στη λάσπη κι έμεινε να στέκεται ακριβώς στην τρο­χιά της σφαίρας. Και δεν ξέρω τι να κάνω μ’ αυτόν τον τόσο ανόητο θάνατο, τόσο αναίτιο, που σε παραλύει, κι ούτε ξέρω γιατί το διηγούμαι τώρα, αλλά υποθέτω ότι πάντα έτσι είναι: γράφει κάποιος κάτι για να πει κάτι άλλο.

ΓΚΑΪΝΣΑ ΜΑΡΙΑ