Η ΕΒΔΟΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Η ΕΒΔΟΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Συγγραφέας: ΜΠΙΝΕ ΛΟΡΑΝ
Μετάφραση: ΞΕΝΑΡΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Εκδόθηκε: 28/06/2018
ISBN: 978-960-8397-96-5
Σελίδες: 520

€19.08 €21.20

  Στο καλαθι βιβλια

«Ο Ζισκάρ, επιτέλους, κάθεται και, απευθυνόμενος στον Μπαγιάρ, λέει: «Κύριε επιθεωρητά, τη μέρα που έγινε το δυστύχημα, ο κ. Μπαρτ είχε στην κατοχή του ένα έγγραφο, το οποίο εκλάπη. Θέλω να βρείτε το εν λόγω έγγραφο. Είναι θέμα εθνικής ασφάλειας».

    Ο Μπαγιάρ τον ρωτάει: «Τι ακριβώς είναι αυτό το έγγραφο, κύριε Πρόεδρε;».

    Ο Ζισκάρ σκύβει μπροστά και, με τα δυο του χέρια πάνω στο γραφείο, λέει με σοβαρό ύφος: «Πρόκειται για άκρως σημαντικό έγγραφο, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας. Αν χρησιμοποιηθεί άκριτα, μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες ζημιές και να υπονομεύσει τα θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας. Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας πω τίποτα παραπάνω. Πρέπει να δράσετε πολύ διακριτικά. Θα έχετε όμως πλήρη ελευθερία κινήσεων».

 

*   *   *

 

Ο Ζακ Μπαγιάρ, ένας αστυνομικός επιθεωρητής που έχει πολεμήσει στην Αλγερία και απεχθάνεται τους μακρυμάλληδες των πανεπιστημίων, επιφορ-τίζεται με τη διαλεύκανση μιας υπόθεσης που αφορά τον ύποπτο θάνατο ενός κάποιου Ρολάν Μπαρτ, καθηγητή σημειολογίας στο ανώτατο πανεπιστημιακό ίδρυμα Collège de France. Ο Μπαγιάρ βουτά στη θάλασσα των κύκλων της διανόησης του '80, αλλά πολύ γρήγορα καταλαβαίνει ότι δεν κατέχει τον κώδικα επικοινωνίας. Έτσι, πειθαναγκάζει έναν νεαρό καθηγητή πανεπιστημίου με ειδίκευση στη σημειολογία να του χρησιμεύσει ως διερμηνέας της ακατάληπτης γλώσσας την οποία χρησι-μοποιεί αυτή η ιδιαίτερη πανίδα που συνθέτει την «French Theory».

      Αυτή είναι η αρχή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος όπου μπερδεύονται ο θάνατος του Ρολάν Μπαρτ, μια ομπρέλα από τη Βουλγαρία, η επίθεση στο σταθμό της Μπολόνιας, το ντιμπέιτ μεταξύ Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν και Φρανσουά Μιτερά της 5ης Μαΐου 1981, δύο μυστηριώδεις Γιαπωνέζοι, ένα συνέδριο με οπαδούς και αντιπάλους της «French Theory», ένα κλειστό κύκλωμα ρητορείας με το νεφελώδες όνομα Logos Club και μια βεντάλια αστυνομικών και μαφιόζων κάθε πηγής και προέλευσης.

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

 

Παρίσι

1

Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ ή, τουλάχιστον, έτσι θέ­λετε να πιστεύετε. Ο Ρολάν Μπαρτ περπατάει στην ανηφο­ριά της οδού Μπιέβρ. Ο μεγαλύτερος κριτικός του 20ού αιώ­να έχει κάθε λόγο να είναι εξαιρετικά αγχωμένος. Η μητέρα του, με την οποία ο δεσμός του ήταν άκρως προυστικός, έχει πεθάνει. Και η σειρά μαθημάτων του στο Collège de France με τίτλο «Η προετοιμασία του μυθιστορήματος» έχει κατα­λήξει σε αποτυχία, πράγμα που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί: μιλούσε όλη τη χρονιά στους φοιτητές του για τα γιαπωνέ­ζικα χαϊκού, για τη φωτογραφία, για σημαίνοντα και σημαι­νόμενα, για τα πασκάλια ντιβερτιμέντι,1 για τα γκαρσόνια στα καφέ, για νυχτικά ή για τις θέσεις στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου — μίλησε για όλα, μα για το μυθιστόρημα δεν μίλησε. Κι αυτό κρατάει τρία χρόνια τώρα. Γνωρίζει βεβαίως πως τα μαθήματα είναι ένα πρόσχημα για να αναβάλει τη στιγμή που θ’ αρχίσει το κυρίως ειπείν λογοτεχνικό του έργο, δηλαδή ένα έργο που θα δικαιώσει τον υπερευαίσθητο συγγραφέα που κρύβει μέσα του και που, όπως όλοι συμφω­νούν, άρχισε να κυοφορείται στα Αποσπάσματα ενός ερωτι­κού λόγου, το οποίο ήδη έχει γίνει η Βίβλος των εικοσιπεντά­ρηδων. Μετά τον Σεντ-Μπεβ και τον Προυστ ήρθε πια ο και­ρός και γι’ αυτόν να ωριμάσει και να πάρει τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων. Η μαμά δεν ζει πια, και ο κύκλος που άνοιξε με τον Βαθμό μηδέν της γρα­φής έχει κλείσει. Η ώρα έφτασε.

Πολιτική καριέρα,ε; Χμμμ… γιατί όχι, θα δούμε… Από τότε που έκανε εκείνο το ταξίδι στην Κίνα, δεν μπορείς να τον πεις και φανατικό μαοϊκό. Όμως, στο κάτω κάτω, δεν εί­ναι αυτό που περιμένουν από κείνον.

Σατοβριάνδος, Λα Ροσφουκό, Μπρεχτ, Ρακίνας, Ρομπ-Γκριγιέ, Μισελέ, η Μαμά. Ο έρωτας για ένα αγόρι.

Αναρωτιέμαι αν η περιοχή ήταν ήδη γεμάτη καταστήμα­τα της Vieux Campeur.1

Σ’ ένα τέταρτο θα ’ναι νεκρός.

Είμαι βέβαιος ότι το φαΐ στην οδό Μπλαν-Μαντό ήταν καλό. Σε σπίτια σαν αυτό τρώνε καλά, φαντάζομαι. Στις Μυ­θολογίες ο Ρολάν Μπαρτ αποκωδικοποιεί τους σύγχρονους μύθους που καλλιέργησε η αστική τάξη για να ευλογήσει τα γένια της, κι είναι το βιβλίο αυτό που τον έκανε διάση­μο. Άρα, κατά μία έννοια, η αστική τάξη ήταν το τυχερό του άστρο. Μόνο που στο βιβλίο μιλάει για τους μικροαστούς. Οι μεγαλοαστοί που θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία του λαού είναι μια ειδική περίπτωση που χρήζει περαιτέρω αναλύσεως — μήπως να γράψει ένα σχετικό άρθρο; Απόψε ίσως;… Γιατί όχι τώρα αμέσως; Όχι, όχι, πρέπει πρώτα να κοι­τάξει τις σημειώσεις του για ν’ αποφασίσει ποιες θα κρατήσει.

Ο Ρολάν Μπαρτ αρχίζει να περπατάει πιο γρήγορα χω­ρίς να παρατηρεί γύρω του, αυτός, ένας γεννημένος παρα­τηρητής, που η δουλειά του είναι να παρατηρεί και να ανα­λύει, που έχει περάσει όλη τη ζωή του κυνηγώντας τα ση­μεία. Δεν βλέπει ούτε τα δέντρα ούτε τα πεζοδρόμια ούτε τις βιτρίνες ούτε τα αυτοκίνητα στο μπουλβάρ Σεν-Ζερμέν, που το ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν είναι πια στην Ιαπω­νία. Δεν νιώθει το τσουχτερό κρύο. Ίσα που ακούει το βουη­τό του δρόμου. Είναι λίγο σαν την αλληγορία του Σπηλαίου από την ανάποδη: ο κόσμος των ιδεών στον οποίο είναι κλει­σμένος συσκοτίζει την αντίληψή του για τον αισθητό κόσμο. Γύρω του βλέπει μόνο σκιές.

Οι λόγοι που μόλις ανέφερα για να εξηγήσω γιατί ο Ρο­λάν Μπαρτ ήταν σκεφτικός είναι αυτοί που μας παραδίδει η Ιστορία, μα εγώ θα σας περιγράψω τα πραγματικά γεγονότα. Εκείνη τη μέρα έχει το μυαλό του αλλού, όχι μόνο γιατί είχε πεθάνει η μάνα του ή γιατί δεν ήταν ικανός να γράψει ένα μυ­θιστόρημα, ούτε καν επειδή μεγάλωνε —κατά τη γνώμη του, κατά τρόπο μη αναστρέψιμο— η αδιαφορία των αγοριών. Δεν λέω πως δεν τα σκεφτόταν αυτά, δεν αμφιβάλλω διόλου ότι ήταν όλο εμμονές και νευρώσεις. Σήμερα όμως το θέμα είναι αλλού. Στο άδειο βλέμμα τού βυθισμένου στις σκέψεις του άντρα, ο προσεκτικός διαβάτης θα ανακάλυπτε κάτι που ο Μπαρτ πίστευε πως δεν θα το βίωνε ποτέ ξανά: την έξα­ψη. Δεν είναι μόνο η μητέρα του, τα αγόρια ή το ανύπαρκτο μυθιστόρημά του. Είναι και η libidosciendi, η δίψα της γνώ­σης, και μαζί με αυτήν, επανενεργοποιημένος, ο αλαζονικός στόχος να προκαλέσει επανάσταση στην ανθρώπινη γνώση και, ενδεχομένως, ν’ αλλάξει τον κόσμο. Ίσως ο Μπαρτ, τη στιγμή που διασχίζει την οδό ντε-ζ-Εκόλ, να νιώθει σαν τον Αϊνστάιν τη στιγμή που συλλάμβανε τη θεωρία του… Το βέ­βαιο πάντως είναι πως ο Μπαρτ εκείνη τη στιγμή δεν είναι καθόλου προσεκτικός. Μένουν λίγα μέτρα μέχρι να φτάσει στο γραφείο του, κι ένα φορτηγάκι που περνάει τον χτυπάει. Ακούγεται ο χαρακτηριστικός, φριχτός, ξερός ήχος της βίαι­ης επαφής της σάρκας με τη λαμαρίνα, και το κορμί του κυ­λάει στην άσφαλτο σαν άψυχη κούκλα. Οι περαστικοί κρα­τάνε την ανάσα τους. Το απόγευμα της 25ης Φεβρουαρίου 1980 δεν μπορούν να γνωρίζουν τη σημασία αυτού που συ­νέβη μπρος στα μάτια τους — και δικαίως, αφού ακόμη και σήμερα ο κόσμος την αγνοεί.

 

2

Η σημειολογία είναι μυστήριο πράγμα. Κι ο πρώτος που το ψυχανεμίστηκε είναι ο Φερντινάν ντε Σωσσύρ, ο ιδρυτής της γλωσσολογίας. Στα Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας μάς προτείνει «να τη συλλάβουμε ως την επιστήμη που με­λετά τη ζωή των σημείων στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής.» Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Και θέλοντας να δεί­ξει το δρόμο σε όποιον θα επιθυμούσε να αναλάβει το επα­χθές αυτό καθήκον, συμπληρώνει: «Ως κλάδος της κοινωνι­κής ψυχολογίας, είναι τμήμα της γενικής ψυχολογίας. εμείς θα την ονομάσουμε σημειολογία (από την ελληνική λέξη ση­μείον, «σημάδι»). Διδάσκει την πραγματική φύση των σημεί­ων, τους νόμους που τα διέπουν. Κι αφού δεν υφίσταται ακό­μη, δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα εξελιχθεί. ωστό­σο πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επιστήμη, το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο. Η γλωσσολογία είναι απλώς ένα κομ­μάτι αυτής της παν-επιστήμης, οι νόμοι που θα ανακαλύψει η σημειολογία θα ισχύουν και στη γλωσσολογία, κι έτσι η τελευταία θα ασχοληθεί με μια σαφώς καθορισμένη περιο­χή από το σύνολο του ανθρώπινου φαινομένου». Θα ’θελα να ξανάκουγα τον Φαμπρίς Λουκινί1 να μας διαβάζει το συ­γκεκριμένο απόσπασμα τονίζοντας τις λέξεις όπως μόνο αυ­τός ξέρει να κάνει, για να συλλάβουν όλοι, αν όχι το νόη­μα του κειμένου, τουλάχιστον την ομορφιά του. Αυτή η ευ­φυής σύλληψη, που οι σύγχρονοί του (το μάθημα δόθηκε το 1906) αδυνατούσαν να κατανοήσουν, έναν αιώνα αργότε­ρα δεν έχει χάσει τίποτε από τη δύναμη ή τη σκοτεινότητά της. Έκτοτε, πολλοί σημειολόγοι προσπάθησαν να δώσουν πιο σαφείς και λεπτομερείς ορισμούς, μα έπεσαν σε αντιφά­σεις (πολλές φορές μάλιστα χωρίς να το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι), θόλωσαν τα νερά και, τελικά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να εμπλουτίσουν (κι αυτό υπό συζήτηση) τον κατάλο­γο των σημειακών συστημάτων που δεν ανήκουν στην επι­κράτεια της γλώσσας: ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας, ο δι­εθνής κώδικας ναυσιπλοΐας, οι αριθμοί των λεωφορειακών γραμμών, οι αριθμοί των δωματίων των ξενοδοχείων ήρθαν να προστεθούν στους βαθμούς των στρατιωτικών ή στο αλ­φάβητο των κωφαλάλων — κι εδώ τελειώνουμε.

Λίγο μίζερο σε σχέση με τις αρχικές φιλοδοξίες.

Υπό αυτή την οπτική γωνία, η σημειολογία όχι μόνο δεν επεκτείνει το πεδίο έρευνας της γλωσσολογίας, αλλά μοιά­ζει να αυτοπεριορίζεται στη μελέτη ακατέργαστων πρωτο-γλωσσών, πολύ απλούστερων και, κατά συνέπεια, πολύ πιο περιορισμένων δυνατοτήτων απ’ όποιαδήποτε εξελιγμένη γλώσσα.

Κι όμως όχι.

Δεν είναι τυχαίο που ο Ουμπέρτο Έκο, ο σοφός γέρων της Μπολόνια, ένας από τους τελευταίους εν ζωή σημειολόγους,1 κάνει τόσο συχνές αναφορές στις μεγάλες ανακαλύ­ψεις στην ιστορία της ανθρωπότητας: στον τροχό, στο κου­τάλι, στο βιβλίο — εργαλεία αξεπέραστης αποτελεσματικό­τητας, κατά τον ίδιο. Πράγματι όλα οδηγούν στο συμπέρα­σμα ότι η σημειολογία είναι στην πραγματικότητα μία από τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις της ιστορίας της ανθρωπότη­τας κι ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία που επινόη­σε ποτέ ο άνθρωπος, όμως συμβαίνει με αυτήν ό,τι και με τη φωτιά ή με την ανακάλυψη του ατόμου: στην αρχή δεν ξέρα­νε σε τι χρησιμεύει ούτε πώς να τη χρησιμοποιήσουν.

 

3

Στην πραγματικότητα δεν πέθανε μετά από ένα τέταρτο. Ο Ρολάν Μπαρτ κείτεται στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ακίνη­τος, μα από το κορμί του βγαίνει ακόμη ένας βραχνός συριγ­μός και, ενώ το πνεύμα του βουλιάζει στην ανυπαρξία, πιθα­νότατα συνοδευμένο από στροβιλιζόμενα χαϊκού, ρακίνειους αλεξανδρινούς και πασκάλιους αφορισμούς, ακούει —κι ίσως είναι το τελευταίο πράγμα που ακούει, λέει από μέσα του (μα πολύ πολύ βαθιά μέσα του)— έναν άντρα που τα ’χει χαμέ­να: «Αυτός έπεσε στις ρρρόδες μου! Αυτός έπεσε στις ρρρό­δες μου!». Τι ’ν’ αυτή η προφορά, ποιος προφέρει το ρω έτσι; Γύρω του έχουν μαζευτεί περαστικοί, οι οποίοι, έχοντας συνέλθει από την αρχική έκπληξη, σκυμμένοι πάνω από το μελ­λοντικό πτώμα, συζητάνε, αναλύουν, αποτιμούν:

«Πρέπει να φωνάξουμε το Πρώτων Βοηθειών!».

 «Μην μπαίνεις στον κόπο, όπου να ’ναι τα τινάζει.»

«Αυτός έπεσε στις ρρρόδες μου, σας έχω μάρρρτυρ­ρρες!»

«Η μούρη του είναι στραπατσαρισμένη.»

«Α τον καημένο…»

«Πρέπει να βρούμε έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Έχει κα­νείς κέρματα;»

«Δεν πρρρόλαβα καν να πατήσω φρρρένο!»

«Μην τον πειράξει κανείς, να ’ρθει πρώτα το Πρώτων Βοηθειών.»

«Κάντε άκρη! Είμαι γιατρός.»

«Μην τον γυρίζετε!»

«Είμαι γιατρός. Είναι ακόμα ζωντανός.»

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τους συγγενείς.»

«Α τον καημένο…»

«Είναι γνωστός μου!»

«Αυτοκτόνησε;»

«Πρέπει να μάθουμε τι ομάδα αίματος είναι.»

«Είναι πελάτης του μαγαζιού. Κάθε πρωί έρχεται και πί­νει ένα ποτηράκι.»

«Δεν θα ξανάρθει…»

«Τα ’χε τσούξει;»

«Μυρίζει αλκοόλ.»

«Κάθε πρωί, εδώ και χρόνια, έρχεται και πίνει ένα ποτή­ρι κρασί στο μαγαζί μου.»

«Αυτό όμως δεν μας λέει τι ομάδα αίματος είναι…»

«Πέρρρασε τον δρρρόμο χωρρρίς να κοιτάξει!»

«Ο οδηγός είναι πάντα υποχρεωμένος να ελέγχει από πριν, αυτό λέει ο νόμος σ’ αυτή τη χώρα.»

«Φιλαράκι, αν έχεις καλή ασφάλεια, μη σε νοιάζει.»

«Θα χάσει όμως το μπόνους.»

«Μην τον πειράζετε!»

«Είμαι γιατρός!»

«Κι εγώ.»

«Τότε λοιπόν ανάλαβέ τον. Εγώ πάω να καλέσω το Πρώ­των Βοηθειών.»

«Πρρρέπει να παρρραδώσω το εμπόρρρευμα…»

Οι περισσότερες γλώσσες του κόσμου χρησιμοποιούν το ακροφατνιακό ρω, το λεγόμενο ρουλαριστό, σε αντίθεση με τα γαλλικά, που, πριν από τριακόσια περίπου χρόνια, υιοθέ­τησαν το οπισθο-υπερωικό. Ούτε τα γερμανικά ούτε τα αγ­γλικά ρουλάρουν το ρω. Δεν προέρχεται επίσης ούτε από τα ιταλικά ή τα ισπανικά. Από τα πορτογαλικά ίσως; Τελικά εί­ναι λίγο λαρυγγοφαρυγγικό, ωστόσο η ανθρώπινη άρθρωση δεν είναι τόσο έρρινη ούτε τόσο τραγουδιστή, το αντίθετο, είναι τόσο μονότονη και άχρωμη, που δύσκολα μπορείς να διακρίνεις σ’ αυτήν τις αποχρώσεις του πανικού.

Μάλλον ρώσικο είναι.

ΜΠΙΝΕ ΛΟΡΑΝ