ΚΟΥΤΣΟ

ΚΟΥΤΣΟ

Συγγραφέας: ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 12/03/2018
ISBN: 978-960-8397-93-4
Σελίδες: 800

€23.85 €26.50

  Στο καλαθι βιβλια

«Αντιμυθιστόρημα», «Xρονικό μιας τρέλας», «Ένα βίαιο τράνταγμα από το γιακά», «Κάτι σαν ατομική βόμβα», «Ένα κάλεσμα προς την αναγκαία αταξία», «Ένα γιγάντιο ευφυολόγημα», «Ένα ψέλλισμα». Αυτά είναι λίγα από τα πάμπολλα που γράφτηκαν για το Κουτσό, το μυθιστόρημα που ο Χούλιο Κορτάσαρ άρχισε να ονειρεύεται το 1958, που εκδόθηκε το 1963 κι από τότε άλλαξε την ιστορία της λογοτεχνίας και συγκλόνισε τη ζωή χιλιάδων νέων ανά τον κόσμο. Γεμάτο λογοτεχνική φιλοδοξία, σπαρταριστό, με καινοτόμα συγγραφικά εργαλεία, κατεδαφιστικό του κατεστημένου και αναζητητικό της ρίζας της ποίησης, το Κουτσό, πάνω από μισό αιώνα τώρα, συνεχίζει να διαβάζεται με περιέργεια, με δέος, κατάπληξη, με ενδιαφέρον ή αφοσίωση.

                                                                              1


Θα συναντούσα άραγε τη Μάγα; Όσες φορές έβγαινα για βόλτα, με το που έφτανα από την οδό ντε Σεν στην αψίδα που οδηγεί στην Κε-ντε-Κοντί, μόλις το σταχτί και λαδί φως που αιωρείται πάνω απ’ το ποτάμι μού επέτρεπε να διακρίνω σχήματα, η λεπτή σιλουέτα της διαγραφόταν στην Πον-ντεζ-Αρ, πότε να πηγαινοέρχεται, πότε ν’ ακουμπάει στο σιδερένιο παραπέτο, σκυμμένη πάνω απ’ το νερό. Και μου ’ρχόταν τελείως φυσικό να διασχίσω το δρόμο, ν’ ανέβω τα σκαλιά της γέφυρας, να μπω στο στενό της κατάστρωμα και να πλησιάσω τη Μά­γα που χαμογελούσε, διόλου έκπληκτη, πεπεισμένη όπως κι εγώ πως μια τυχαία συνάντηση είναι ό,τι λιγότερο τυχαίο στη ζωή μας και πως όσοι κλείνουν ακριβή ραντεβού είναι οι ίδιοι που χρειάζονται ριγέ χαρτί για να γράφουν, ή ζουλάνε από τη βάση το σωληνάριο της οδοντόπαστας.
Εκείνη, όμως, δεν ήταν τώρα στη γέφυρα. Το λεπτό της πρόσωπο με το διάφανο δέρμα θα εμφανι­ζόταν σε κάποια απ’ τις παλιές αυλόθυρες του γκέτο τού Μαρέ, εκτός αν κουβέντιαζε με καμιά από τις γυναίκες που πουλάνε πατάτες τηγανητές, ή έτρωγε κάνα ζε­στό λουκάνικο στη Λεωφόρο ντε Σεμπαστοπόλ. Να μην τα πολυλογώ, εγώ ανέβηκα στη γέφυρα, αλλά η Μάγα δεν ήταν εκεί. Ούτε έπεσα πάνω της και, παρ’ όλο που ξέραμε ο ένας πού έμενε ο άλλος, παρ’ όλο που ξέραμε κάθε τρύπα των δύο δωματίων της ψευτοφοιτητικής μας ζωής στο Παρίσι και κάθε καρτ-ποστάλ που άνοιγε ένα παραθυ­ράκι Μπρακ ή Γκιρλαντάιο ή Μαξ Ερνστ κόντρα στα φτηνά γύψινα και τις παρδαλές ταπετσαρίες, ποτέ δεν πηγαίναμε ο ένας στο σπίτι του άλλου. Προτιμούσαμε να συναντιόμαστε στη γέφυρα, στα τραπεζάκια ενός café, σε καμιά κινηματογραφική λέσχη, ή να βρισκόμαστε σφιχταγκαλιασμένοι, μαζί με καμιά γάτα, σε μιαν αυλή του Καρτιέ Λατέν. Βαδίζαμε χωρίς να ψάχνει ο ένας τον άλλον, αλλά ξέροντας ότι βαδίζαμε για να συναντηθούμε. Αχ, Μάγα, πάνω σε κάθε γυναίκα που σου ’μοιαζε σωριαζόταν σαν εκκωφαντική σιωπή μια παύση οξύστομη, κρυστάλλι­νη, που στο τέλος κατέρρεε θλιβερά, σαν βρεγ­μένη ομπρέλα που κλείνει. Ναι, Μάγα, σαν ομπρέλα, κι ίσως θυμάσαι εκείνη την παλιά ομπρέλα που θυσιάσαμε σε μια ρεματιά του Πάρκου Μονσουρί ένα παγωμένο βράδυ του Μαρτίου. Την πετάξαμε, γιατί ήταν ήδη χαλασμένη όταν τη βρήκες στην Πλατεία Κονκόρντ, και την είχες χρησιμοποιήσει πάρα πολύ, ιδίως για να την μπήγεις στα πλευρά των ανθρώπων στο μετρό και στα λεωφορεία, πάντα άγαρμπη κι αφηρημένη, με το μυαλό σου σε πουλιά ζωγραφιστά ή σ’ ένα σύμπλεγμα που σχημάτιζαν δυο μύγες στην οροφή τού οχήματος, κι εκείνο το από­γευμα έπιασε μια μπόρα κι εσύ, όλο καμάρι, πήγες ν’ ανοίξεις την ομπρέλα σου όταν μπαίναμε στο πάρκο, και στο χέρι σου έπεσε ένας ορυμαγδός ψυχρά αστραπόβροντα και μαύρα σύννεφα, ρετάλια από σκισμένο ύφασμα ανάμεσα σε σπίθες από εξαρθρωμένες μπαλένες, και γελούσαμε σαν τρελοί ενώ γινόμασταν μουσκίδι και λέγαμε πως μια ομπρέλα που την έχεις βρει σε μια πλατεία πρέπει να πεθάνει αξιοπρεπώς σ’ ένα πάρκο κι όχι στην ποταπή φαγάνα ενός σκουπιδιάρικου ή σ’ ένα ρείθρο. οπότε, την τύλιξα εγώ όσο καλύτερα μπορούσα, τη με­ταφέραμε ώς το λοφάκι του πάρκου, κοντά στη γεφυρούλα πάνω απ’ τις γραμμές του τρένου, κι από κει την πέταξα μ’ όλη μου τη δύναμη στην κοίτη της ρεματιάς με το μουλιασμένο γρασίδι, ενώ εσύ έβγαζες μια κραυγή που μου ’φερε ακαθόριστα στο νου κατάρα Βαλκυρίας. Και βυθίστηκε στη ρεματιά σαν καράβι που βουλιάζει στο πράσινο νερό, στο πράσι­νο νερό το ανταριασμένο, à la mer qui est plus félonesse en été qu’en hiver, στο επίβουλο κύμα, Μάγα, ερωτευμένοι με τον Ζουενβίλ και με το πάρκο, αγκαλιασμένοι σαν δυο βρεγμένα δέντρα ή σαν ηθοποιοί σ’ ένα ουγγαρέζικο ταινιάκι. Κι έμεινε εκεί, στο γρασίδι, μικρή μικρή και μαύρη, σαν λιωμένο έντο­μο. Και δε σάλευε, καμιά από τις ακτίνες της δεν τεντωνόταν όπως πριν. Τέρμα. Τετέλεσται. Αχ, Μάγα, ήμαστε τόσο λυπημένοι…
Τι είχα έρθει να κάνω στην Πον-ντεζ-Αρ; Θαρρώ πως εκείνη την Πέμπτη του Δεκεμβρίου λογάριαζα να περάσω στη Δεξιά Όχθη και να πιω ένα κρασάκι στο μικρό café της οδού Λομπάρ, εκεί όπου η μαντάμ Λεονί διάβαζε την παλάμη μου και μου προμάντευε εκπλήξεις και ταξίδια. Δε σε πήγα ποτέ στη μαντάμ Λεο­νί να σου διαβάσει την παλάμη, το δίχως άλλο επειδή φοβόμουν πως θα διάβαζε εκεί κάποιαν αλήθεια για μένα, γιατί ήσουν πάντα ένας τρομερός καθρέφτης, μια φοβερή επαναληπτική μηχανή, κι αυτό που εμείς το λέγαμε έρωτά μας ίσως και να ’ταν το ότι εγώ ήμουν όρθιος, μπροστά σου, μ’ ένα κίτρινο λουλούδι στο χέρι, κι εσύ κρατούσες δύο πράσινα κεριά, κι ο αέρας ρίπιζε τα πρόσωπά μας με μια ψιλή βροχή από απαρνήσεις, αποχαιρετισμούς και εισιτήρια του μετρό. Γι’ αυτό και δε σε πήγα ποτέ στη μαντάμ Λεονί, Μάγα. και ξέρω, γιατί εσύ μου το ’πες, πως δεν ήθελες να σε βλέπω να μπαίνεις στο μικρό βιβλιοπωλείο της οδού Βερνέγι, όπου ένας κυρτωμένος γέρος συμ­πληρώνει χιλιάδες καρτελάκια και ξέρει ό,τι μπορεί να ξέρει κανείς από ιστοριογραφία. Πήγαινες εκεί για να παί­ξεις με μια γάτα, κι ο γέρος σ’ άφηνε να μπεις και δε σου ’κανε ερωτήσεις και χαιρόταν να σε βλέπει κάπου κάπου να του κατεβάζεις κάνα βιβλίο απ’ τα ψηλότερα ράφια. Κι εσύ ζε­σταινόσουν στη στόφα του με το μεγάλο μαύρο μπουρί και δεν ήθελες να ξέρω πως καθόσουν κοντά σ’ εκείνη τη στόφα. Μα όλα αυτά έπρεπε να σ’ τα ’χω πει στην ώρα τους, μόνο που είναι δύσκολο να ξέρεις πότε ακριβώς είν’ η ώρα κάθε πράγματος, κι ακόμα και τότε που ακουμπούσα με τους αγκώνες στο παραπέτο της γέφυρας κι έβλεπα να περνάει ένα καΐκι στο χρώμα του μούστου, πανέμορφο, σαν μια μεγάλη κατσαρίδα που λαμποκοπά από καθαριότητα, με μια γυναίκα με άσπρη ποδιά που άπλωνε την μπουγάδα της σ’ ένα σκοινί της πλώρης, κι εγώ κοίταζα τα πράσινα παραθυράκια της με κουρτινάκια «Χάνζελ και Γκρέτελ», ακόμα και τότε, Μάγα, ακόμα και τότε αναρωτιόμουν αν αυτή η βόλτα είχε νόημα, αφού, για να φτάσω στην οδό Λομπάρ, θα μου ’ταν πολύ πιο βολικό να διασχίσω την Πον-Σεν-Μισέλ και την Ποντ-ο-Σανζ. Όμως, αν ή­σουν εκεί το βράδυ εκείνο, όπως τόσες άλλες φορές, θα ’ξερα πως η βόλτα είχε ένα νόημα, ενώ τώρα ευφήμιζα το κάζο μου αποκαλώντας το βόλτα. Χρειάστηκε, λοιπόν, να σηκώσω το γιακά της πατατούκας μου, να πάρω τις αποβάθρες ώσπου να μπω σ’ εκείνη τη ζώνη με τα μεγάλα καταστήματα που καταλήγει στο Σατλέ, να περά­σω κάτω από τη μοβ σκιά του Τουρ-Σεν-Ζακ και ν’ ανηφορίσω για το σπίτι μου, με το μυαλό μου στη μαντάμ Λεονί και στο ότι δε σ’ είχα συναντήσει.
Ξέρω πως μια μέρα έφτασα στο Παρίσι, ξέρω πως για ένα διάστημα ζούσα με δανεικά, κάνοντας ό,τι κάνουν οι άλλοι και βλέποντας ό,τι βλέπουν οι άλλοι. Ξέρω πως έβγαινες από ένα café της οδού Σερς-Μιντί και πιάσαμε κουβέντα. Εκείνο το απόγευμα όλα μού πήγαν στραβά, γιατί δεν ήταν στις αργεντίνικες συνήθειές μου ν’ αλλάζω συνέχεια πεζοδρόμιο για να χαζεύω τα πιο ασήμαντα αντικείμενα στις μισόφωτες βιτρίνες κάποιων δρόμων που δεν τους θυμάμαι πια. Οπότε, σ’ ακολουθούσα ανόρεχτα, γιατί σ’ έβρισκα οξύθυμη και ανάγωγη, ώσπου κουράστηκες να μην είσαι κουρασμένη, και μπήκαμε σ’ ένα café της Λεωφόρου Σεν-Μισέλ, και ξαφνικά, ανά­μεσα σε δύο κρουασάν, μου διηγήθηκες ένα μεγάλο κομ­μάτι της ζωής σου! Πώς μπορούσα να υποψιαστώ ότι όλα αυτά που έμοια­ζαν τόσο ψέματα ήταν αλήθεια, ένας Φιγκάρι με βιολετιά ηλιοβασιλέματα, με πρόσωπα ωχρά, με πείνα και καβγάδες στις γωνίες. Αργότερα σε πίστεψα, αργότερα είχα λόγους, είχα τη μαντάμ Λεονί, και η μαντάμ Λεονί, διαβάζοντας το χέρι μου που ’χε αποκοιμηθεί πάνω στο στήθος σου, μου επανέλαβε σχεδόν κατά λέξη τα ίδια σου τα λόγια: «Κάπου υποφέρει. Πάντα υπέφερε. Είναι πολύ αλέγρα, λατρεύει το κίτρινο, πουλί της είναι ο κότσυφας, ώρα της η νύχτα, γέφυρά της η Πον-ντεζ-Αρ». (Ένα καΐκι στο χρώμα του μούστου, και γιατί, Μάγα, γιατί δεν το πήραμε να φύγουμε όσο ήταν ακόμα καιρός.)
Και να σκεφτείς πως καλά καλά δεν είχαμε γνωριστεί ακόμα, και ήδη η ζωή άρχιζε να μηχανεύεται τρόπους να μας χωρίσει. Κι επειδή εσύ δεν ήξερες να υποκρίνεσαι, κατάλαβα πως για να σε βλέπω όπως εγώ ήθελα, το πρώτο που έπρεπε να κάνω ήταν να κλείσω τα μάτια, και τότε, πρώτα κάτι πράγματα σαν κίτρινα άστρα (κινούμενα σ’ έναν βελούδινο πολτό), και μετά, κόκκινα άλ­ματα της ώρας και της διάθεσης, βαθμιαία διείσδυση σ’ έναν κόσμο-Μάγα που ήταν ραστώνη και σύγχυση, αλλά και φτέρες με την υπογραφή της αράχνης Κλέε, και τσίρκο Μιρό, και κάτοπτρα σταχτιά Βιέιρα ντα Σίλβα, έναν κόσμο όπου κινούσουν σαν ίππος του σκακιού που κινούνταν σαν πύργος που κινούνταν σαν αξιωματικός. Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, πηγαίναμε στις κινηματογραφικές λέσχες για να δούμε βουβές ταινίες, γιατί εγώ με την κουλτούρα μου, έτσι δεν είναι, κι εσύ, κακομοιρούλα, δεν καταλάβαινες απολύτως τίποτα από εκείνη την κιτρινωπή σπασμωδικότητα που χρονολο­γούνταν πριν απ’ τη γέννησή σου, από εκείνη τη θαμπή εμουλσιόν που έτρεχαν πάνω της νεκροί· ξαφνικά, όμως, περνούσε από κει ο Χάρολντ Λόιντ, και τότε εσύ στράγγιζες τον ύπνο σου, και στο τέλος έπειθες τον εαυτό σου πως όλα ήταν πολύ καλά, ακόμα και ο Παμπστ και ο Φριτς Λανγκ. Με νευρίαζες λίγο με την τελειομανία σου, με τα φαγωμένα σου παπούτσια, με την άρνησή σου ν’ αποδέχεσαι το αποδέξιμο. Τρώγαμε χάμπουργκερ στο Οντεόν και πηγαίναμε με ποδήλατο στο Μονπαρνάς, σ’ όποιο ξενοδοχείο και να ’ταν, σ’ όποιο μαξιλάρι. Άλλες φορές, όμως, συνεχίζαμε ώς την Πορτ-ντ’ Ορλεάν, και μαθαίναμε όλο και καλύτερα αυτή τη ζώνη με τoυς χερσότοπους που εκτείνεται πέρα απ’ τη Λεωφόρο Ζουρντάν, όπου, καμιά φορά, τα μεσάνυχτα, συναντιόνταν τα μέλη της Λέσχης του Φιδιού για να μι­λήσουν μ’ έναν τυφλό μάντη – ερεθιστικό παράδοξο. Αφήναμε τα ποδήλατα στο δρόμο και μπαίναμε σιγά σιγά, σταματώντας κάπου κάπου για να κοιτάξουμε τον ουρανό, γιατί αυτή είναι μία από τις λίγες ζώνες στο Παρίσι όπου ο ουρανός είναι πιο ωραίος απ’ τη γη. Καθισμένοι σε μια ντάνα σκουπίδια κάναμε ένα τσιγάρο, και η Μάγα μου χάιδευε τα μαλλιά ή σιγοτραγουδούσε μελωδίες που κανείς ακόμα δεν τις είχε συνθέσει, κάτι αλλοπρόσαλλους σκοπούς που τους διέκοπταν αναστεναγ­μοί και αναμνήσεις. Εγώ άρπαζα την ευκαιρία για να αναπολήσω άχρηστα πράγματα – μια μέθοδος που την είχα πρωτοεφαρμόσει, χρόνια πριν, σ’ ένα νοσοκομείο, και που κάθε φορά μού φαινόταν όλο και πιο γόνιμη και αναγκαία. Καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια, συνδέοντας βοηθητικές εικόνες, φέρνοντας στο μυαλό μου μυρωδιές και πρόσωπα, κατά­φερνα ν’ ανασύρω από το χάος ένα ζευγάρι καφετιά παπούτσια που φορούσα το 1940 στην Ολαβαρία: εί­χαν τακούνια από καουτσούκ και πολύ λεπτές σόλες, κι όταν έβρεχε, το νερό με περόνιαζε ώς τα κόκαλα. Μ’ αυ­τό το ζευγάρι παπούτσια στo χέρι της μνήμης, τα υπόλοιπα έρχονταν μόνα τους: το πρόσωπο της δόνιας Μανουέλας, για παράδειγμα, ή ο ποιητής Ερνέστο Μορόνι. Τ’ απόδιωχνα, όμως, γιατί υποτίθεται ότι σκοπός τού παιχνιδιού ήταν ν’ αναπλάθει το ασήμαντο, το επουσιώδες, το χαμένο. Τρέμοντας απ’ το φόβο μη και δεν μπορέσω να θυμηθώ, νιώθοντας να με τρώει το σαράκι της αναβλητικότητας, νιώθοντας ηλίθιος που κανάκευα το χρόνο, κατέληγα να βλέπω, αντί για τα παπούτσια, ένα κουτάκι τσάι Sol που μου ’χε δώσει η μητέρα μου στο Μπουένος Άιρες. και το μικρό σουρωτήρι για το τσάι, το σουρωτήρι-φάκα όπου μαύρα ποντικάκια καίγονταν ζωντανά στο φλιτζάνι με το νερό που έβγαζε τσιριχτές μπουρμπουλήθρες. Πεπεισμένος ότι η μνήμη συγκρατεί τα πάντα και όχι μόνο τις Αλμπερτίν και τους μεγάλους καζαμίες της καρδιάς και των νεφρών, επέμενα ν’ αναπλάσω τα περιεχόμενα του γραφείου μου στη Φλορέστα, το πρόσωπο μιας αναξιομνημόνευτης κοπέ­λας που την έλεγαν Γκεκρέπτεν, πόσους κονδυλοφόρους είχε μέσα η κασετίνα μου όταν πήγαινα πέμπτη δημοτικού, και στο τέλος μ’ έπιανε τρεμούλα κι απελπισία (γιατί δεν τα ’χα καταφέρει ποτέ να θυμηθώ τους κονδυλοφόρους, ξέρω πως ήταν μες στην κασετίνα, σε μια ειδική θήκη, αλλά δε θυμάμαι πόσοι ήταν, ούτε μπορώ να καθορίσω πότε ακριβώς πρέπει να ’ταν δύο ή έξι), ώσπου η Μάγα, φιλώντας με και εκπνέοντας στο πρόσωπό μου τον καπνό του τσιγάρου της και το ζεστό της χνότο, με συνέφερνε και βάζαμε τα γέλια και πιάναμε ξανά τις βόλτες μέσα στα σκουπίδια, ψάχνοντας αυτούς της Λέσχης. Και τότε συνειδητοποιούσα πως η αναζήτηση ήταν το έμβλημά μου, το έμβλημα αυτών που βγαίνουν τις νύ­χτες χωρίς συγκεκριμένο σκοπό, φονιάδες των πυξίδων. Με τη Μάγα μιλούσαμε για παταφυσική ώσπου να κουραστούμε, γιατί κι εκείνης της συνέβαινε (κι η γνωριμία μας ήταν αυτό, όπως και τόσα άλλα σκοτεινά σαν το φώσφορο του σπίρτου) να πέφτει μονίμως πάνω σε εξαιρέσεις, να βρίσκεται κλεισμένη σε σπιτάκια της κακιάς ώρας, κι όλα αυτά χωρίς να περιφρονούμε κανέναν, χωρίς να πιστεύουμε πως είμαστε τίποτα Μαλντορόρ ευκαιρίας ή προνομιακά περιπλανώ­μενοι Μέλμοθ. Δε νομίζω πως η πυγολαμπίδα αι­σθάνεται καμιά ιδιαίτερη έπαρση απ’ το αδιαμφισβήτη­το γεγονός πως είναι ένα απ’ τα πιο φαντασμαγορικά θαύματα αυτού του τσίρκου, αλλά αρκεί να της αποδώσεις μια συνείδηση για να καταλάβεις πως, όποτε ανάβει το φως στην κοιλίτσα της, θα νιώθει ένα γαργάλημα προνομιακότητας. Έτσι και τη Μάγα τη γοήτευαν οι αδιανόητες καταστάσεις στις οποίες πήγαινε κι έμπλεκε, μόνο και μόνο επειδή καταλύονταν όλοι οι νόμοι τής ζωής της. Ήταν απ’ αυτές που γκρεμίζουν τις γέφυρες απλώς και μόνον με το να τις διασχίζουν, ή θυμούνται κλαίοντας γοερά ότι είχαν δει σε μια βιτρίνα το λα­χείο που μόλις κέρδισε πέντε εκατομμύρια. Όσο για μένα, είχα συνηθίσει πια να μου συμβαίνουν πράγματα μετριοπαθώς εντυπωσιακά, και δεν το θεωρούσα πια τόσο τρομερό να μπω σ’ ένα θεοσκότεινο δωμάτιο για να πάρω ένα άλμπουμ και να νιώσω να έρπει πάνω στο χέρι μου το ζωντανό σώμα μιας γιγάντιας σαρανταποδαρούσας που ’χε διαλέξει για να κοιμηθεί τη ράχη του άλμπουμ. Αυτό, ή το να βρίσκω γκρίζα ή πράσινα χνούδια μέσα σ’ ένα πακέτο τσιγάρα, ή ν’ ακούω το σφύριγμα μιας ατμομηχανής την ίδια ακριβώς στιγμή και στην ίδια τονικότητα που της επιτρέπει να ενσωματωθεί ex officio σ’ ένα μέρος μιας Συμφωνίας του Λούντβιχ Φαν, ή όπως μια φορά που μπήκα σ’ ένα pissotière της οδού Μεντισίς κι ένας άνδρας που κατουρούσε προσηλωμένος στο έργο του, μόλις με αντιλήφθηκε, έκανε πίσω δύο βήματα, γύρισε προς το μέρος μου και μου ’δειξε, απιθωμένο στην παλάμη του σαν πολύτιμο κειμήλιο, ένα όργανο απίστευτων διαστά­σεων και χρωμάτων, ενώ εγώ την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσα πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ολόιδιος μ’ έναν άλλο (αν και δεν ήταν ο άλλος), ο οποίος, πριν από ένα εικοσιτετράωρο, στη Salle de Géographie, είχε δώσει μια διάλεξη περί τοτέμ και ταμπού, κι είχε δείξει στο ακροατή­ριο, πολύ προσεκτικά κρατώντας τα στην παλάμη του, ραβδάκια από ελεφαντόδοντο, φτερά από μήνουρο, τελετουργικά νομίσματα, μαγικά απολιθώματα, αστερίες, αποξηραμένα ψάρια, φωτογραφίες βασι­λικών παλλακίδων, αναθήματα κυνηγών και τεράστιους βαλσαμωμένους σκαραβαίους που έκαναν τις αναπό­φευκτες κυρίες στο ακροατήριο ν’ αναριγούν ηδονικά απ’ τον τρόμο.
Τελικά, δεν είν’ εύκολο να μιλήσεις για τη Μάγα που, αυτή την ώρα, είναι σίγουρο ότι περπατάει στην Μπελβίλ ή στο Παν­τέν, με το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος, ψάχνοντας για ένα κομματάκι ύφασμα, κόκκινο. Θα συνε­χίσει έτσι όλο το βράδυ ώσπου να το βρει, θ’ αναποδογυρίσει όλους τους σκουπιδοτενεκέδες, με το μάτι να γυαλίζει, πεπεισμένη πως κάτι φοβερό θα της συμβεί αν δεν βρει αυτά τα λύτρα της σωτηρίας, το σημάδι της συγχώρεσης ή της αναστολής. Ξέρω τι είν’ αυτό, γιατί κι εγώ τα σέβομαι αυτά τα σημάδια, γιατί καμιά φορά μού ’χει μπει και μένα να ψάχνω ένα κουρέλι κόκκινο. Από τότε που ήμουν παιδί, μόλις πέσει κάτι χάμω πρέπει να το σηκώσω, ό,τι κι αν είναι, γιατί, αν δεν το κάνω, κάτι κακό θα συμβεί, όχι σε μένα αλλά σε κάποιο αγαπητό μου πρόσωπο που τ’ όνομά του αρχίζει με το ίδιο γράμμα με το πεσμένο αντικείμενο. Το χειρότερο είναι πως τίποτα δεν μπορεί να με συγκρατήσει όταν μου πέφτει κάτι, ούτε βοηθάει να το σηκώσει άλλος, γιατί η γρουσουζιά εξακολουθεί να ισχύει. Αυτό, πολλές φορές, μου ’χει κοστίσει να με παίρνουν για τρελό, και η αλήθεια είναι πως είμαι τρελός όταν το κάνω, όταν τσακίζομαι να πιάσω ένα μολύβι ή ένα χαρτί που μου ’πεσε απ’ το χέρι, όπως εκείνο το βράδυ με τον κύβο ζάχαρη σ’ ένα εστιατόριο της οδού Σκριμπ, ένα κυριλέ εστιατόριο μ’ ένα σωρό επιχειρηματίες, πουτάνες με ρενάρ αρζαντέ και καλοβαλμένα ζευγάρια. Ήμαστε με τον Ρόναλντ και τον Ετιέν, και μένα μου ’πεσε ένας κύβος που πήγε και χώθηκε κάτω από ένα τραπέζι αρκετά πιο πέρα απ’ το δικό μας. Αυτό ήταν το πρώτο που μου ’κανε εντύπωση, το πόσο δηλαδή μακριά είχε πάει ο κύβος, γιατί, κατά κανόνα, οι κύβοι της ζάχαρης, όταν πέφτουν, μένουν εκεί όπου έπεσαν, για προφανείς παραλληλεπιπεδικούς λόγους. Αυτός, όμως, συμπεριφέρθηκε σαν να ’ταν μπαλίτσα ναφθαλίνης, πράγμα που ενέτεινε τους φόβους και μ’ έκανε να πιστέψω πως στ’ αλήθεια μου τον είχαν αρπάξει μέσα απ’ τα χέρια. Ο Ρόναλντ, που με ξέρει, είδε πού είχε φτάσει ο κύβος, κι έβαλε τα γέλια. Αυτό με φόβισε ακόμα πιο πολύ, αλλά και με εξόργισε. Ένας σερβιτόρος πλησίασε νομίζοντας πως μου ’χε πέσει κάτι πολύτιμο, κανένα Parker ή καμιά μασέλα, κι επειδή το μόνο που κατάφερε ήταν να με ταράξει ακόμα πιο πολύ, εγώ, χωρίς να ζητήσω άδεια από κανέναν, έπεσα στο πάτωμα κι άρχισα να ψάχνω τον κύβο ανάμεσα στα παπούτσια των θαμώνων που με κοίταζαν με περιέργεια πιστεύοντας (και με το δίκιο τους) πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Στο τραπέζι κάθονταν μια χοντρή κοκκινομάλλα, μια λιγότε­ρο χοντρή αλλά εξίσου πουτάνα και δύο επιχειρηματίες ή κάτι τέτοιο. Το πρώτο που διαπίστωσα ήταν πως η ζάχαρη δε φαινόταν πουθενά, αν και την είχα δει ν’ αναπηδάει ώς τα παπούτσια (που κινούνταν ανήσυχα σαν κότες). Το χειρότερο ήταν πως το πάτωμα ήταν στρωμένο με χαλί και, μόλο που ήταν τριμμένο από τη χρήση, ο κύβος είχε κρυφτεί ανάμεσα στο πέλος και δεν τον έβλεπα. Ο σερβιτόρος έπεσε κάτω απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού, και τώρα μπουσουλούσαμε κι οι δυο ανάμεσα στα παπούτσια-κότες που ’χαν αρχίσει να κακαρίζουν από πάνω μας σαν ξετρελαμένα. Ο σερβιτόρος εξακολουθούσε να πιστεύει πως έψαχνε για το Parker ή για κανένα χρυσό φλουρί, κι όταν βρεθήκαμε για τα κα­λά κάτω απ’ το τραπέζι, μες στο σκοτάδι και τη συνωμοτικότητα, κι εκείνος με ρώτησε κι εγώ του είπα, το πρόσωπό του έγινε σαν να του το ’χαν ψεκάσει με λακ, αλλά εγώ δεν είχα διάθεση να γελάσω, ο φόβος μού ’χε δέσει έναν διπλό κόμπο στο στομάχι, και στο τέλος μ’ έπιασε πραγ­ματική απελπισία (ο σερβιτόρος, σε έξαλλη κατάσταση, είχε αποχωρήσει) κι άρχισα ν’ ανασηκώνω τα παπούτσια των γυ­ναικών για να δω μήπως ο κύβος είχε χωθεί κάτω απ’ την καμάρα τους, κι ενώ οι κότες κακάριζαν και οι κόκορες-επιχειρηματίες μού ράμφιζαν την πλάτη, άκουγα τα χαχανη­τά του Ρόναλντ και του Ετιέν καθώς πήγαινα απ’ το ’να τραπέζι στο άλλο, ώσπου βρήκα τη ζάχαρη κρυμμένη πί­σω από ένα πόδι Second Empire. Kι όλος ο κόσμος ήταν έξω φρενών, ακόμα κι εγώ, με τη ζάχαρη κλεισ­μένη στην παλάμη μου, νιώθοντάς την ν’ ανακατεύεται με τον ιδρώτα μου, να δια­λύεται αηδιαστικά σ’ ένα είδος γλοιώδους εκδίκησης, τέτοια επεισόδια κάθε μέρα.

ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ