ΤΟ ΜΕΔΟΥΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΤΟ ΜΕΔΟΥΛΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Συγγραφέας: ΜΠΙΡΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Εκδόθηκε: 03/01/1997
ISBN: 960-7073-17-7
Σελίδες: 320

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

"Τα κανόνια μας βρυχώνται κι εκείνα του εχθρού απαντούν εν χορώ. Δεξιά και αριστερά, όσο μακριά φτάνει το βλέμμα, η μακρινή πλαγιά έχει στολιστεί με πύργους από καπνό και τα χοντρά κομμάτια μέταλλο πέφτουν στο στρατό μας που προελαύνει." Δεκαπέντε διηγήματα για τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βορείων και Νοτίων. Ο Μπιρς θεωρείται πρόδρομος του σύγχρονου αμερικανικού διηγήματος.

Ένας άντρας στεκόταν πάνω σε μια σιδηροδρομική γέφυρα, κάπου στη Βόρεια Αλαμπάμα, με το βλέμμα βουτηγμένο στο νερό που κυλούσε με ορμή, έξι μέτρα από κάτω του. Τα χέρια του άντρα ήταν πίσω στην πλάτη του, δεμένα στους καρπούς. Ένα σκοινί του έσφιγγε επιμελώς το λαιμό. Ήταν στερεωμένο σ' ένα χοντρό κάθετο καδρόνι πάνω απ' το κεφάλι του, κι ήταν αρκετά μακρύ ώστε να κατεβαίνει περίπου ως τα γόνατα του. Μερικές σανίδες τοποθετημένες πάνω στις ράγες σχημάτιζαν ένα ικρίωμα, γι' αυτόν και τους εκτελεστές του, δύο απλούς φαντάρους του ομοσπονδιακού στρατού των βορείων κι ένα λοχία, που ως πολίτης μπορεί και να ήταν βοηθός σερίφη. Λίγο πιο κει, στην ίδια αυτή πρόχειρη πλατφόρμα, στεκόταν ένας οπλισμένος αξιωματικός με επίσημη στολή. Ήταν λοχαγός. Δυο φρουροί ήταν βαλμένοι στις άκρες της γέφυρας, με τα όπλα σε θέση «σταθερού φρουρού», δηλαδή κάθετα μπροστά στον αριστερό ώμο, με τον κόκορα ακουμπισμένο στον πήχη του δεξιού χεριού, λυγισμένο μπροστά στο στήθος — μια άβολη και αφύσικη θέση, που υποχρεώνει σε ακαμψία όλο το σώμα. Οι δύο άντρες δεν όφειλαν να ξέρουν τι γινόταν στη μέση της γέφυρας. Το καθήκον τους ήταν απλά να απαγορεύσουν τη διάβαση για τους πεζούς στις δύο άκρες της γέφυρας. Πέρα απ' τον ένα φρουρό, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Η σιδηροδρομική γραμμή χωνόταν στο δάσος, πριν στρίψει και χαθεί απ' τη θέα. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο φυλάκιο πιο πέρα. Η άλλη πλευρά του ποταμού ήταν μια γυμνή, χαμηλή πλαγιά. Στην κορφή της βρισκόταν ένα οχύρωμα από κάθετους κορμούς δέντρων, με τρύπες για τα όπλα, κι ένα μοναδικό μεγάλο άνοιγμα, απ' όπου ξεμύτιζε η μπούκα του κανονιού που κάλυπτε τη γέφυρα. Στη μέση της πλαγιάς, ανάμεσα στη γέφυρα και το οχυρό, στέκονταν οι θεατές, ένας λόχος πεζικού σε ημιανάπαυση, με τον υποκόπανο των όπλων στο έδαφος, την κάννη ελαφρά γερμένη πάνω στον δεξή ώμο, τα χέρια σταυρωμένα από πάνω της. Ένας υπολοχαγός στεκόταν στα δεξιά της σειράς, με την άκρη του σπαθιού στο χώμα και τα χέρια πάνω στη λαβή. Εκτός απ' τους τέσσερις στο κέντρο της γέφυρας, κανείς δεν κουνιόταν. Ο λόχος κοίταζε ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα στη γέφυρα. Οι φρουροί, στραμμένοι προς τις όχθες, έμοιαζαν με αγάλματα βαλμένα εκεί για τη διακόσμηση του έργου. Ο λοχαγός στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα. Επέβλεπε τη δουλειά των κατωτέρων του χωρίς την παραμικρή κίνηση. Ο θάνατος είναι μια προσωπικότητα ή οποία, όταν αναγγέλλεται, γίνεται δεκτή με επίσημες εκδηλώσεις σεβασμού, ακόμα κι από τους πιο οικείους του. Στο στρατιωτικό τυπικό, η σιωπή και ή ακινησία είναι ένδειξη τιμής. Ο μελλοθάνατος ήταν περίπου τριάντα πέντε χρόνων. Ήταν πολίτης, κι αν κρίνουμε απ' τα ρούχα του, γαιοκτήμονας. Τα χαρακτηριστικά του ήταν κανονικά: ίσια μύτη, αυστηρό στόμα, ευρύ μέτωπο και μακριά, μαύρα μαλλιά, που χτενισμένα προς τα πίσω έπεφταν, αφήνοντας ακάλυπτα τα αφτιά, στο γιακά μιας καλοραμμένής ρεντινγκότας. Είχε μουστάκι κι ένα μυτερό γένι, αλλά όχι φαβορίτες. Τα μεγάλα γκρίζα του μάτια είχαν μια φιλική έκφραση, απρόσμενη για κάποιον μ' ένα σκοινί στο λαιμό. Σίγουρα δεν ήταν ένας κοινός φονιάς. Εξισώνοντας τους πάντες, ο στρατιωτικός κανονισμός στέλνει στην κρεμάλα διάφορα είδη ανθρώπων, και οι ευπατρίδες δεν εξαιρούνται. Αφού τα προκαταρκτικά πήραν τέλος, οι δύο στρατιώτες παραμέρισαν κι ο καθένας τους σήκωσε τη σανίδα όπου στεκόταν. Ο λοχίας γύρισε προς το λοχαγό, χαιρέτησε, και μετακινήθηκε πίσω απ' τον αξιωματικό, που με τη σειρά του έκανε ένα πλάγιο βήμα. Όλες αυτές οι μετακινήσεις άφησαν τον κατάδικο και το λοχία όρθιους πάνω στην ίδια σανίδα, που ακουμπούσε πάνω σε τρεις ράγες της γέφυρας. Η άκρη της, απ' την πλευρά του πολίτη, ακουμπούσε σχεδόν στην τέταρτη τραβέρσα. Η σανίδα, μέχρι πριν λίγο κρατιόταν στη θέση της απ' το βάρος του λοχαγού. Τώρα, ισορροπούσε με το βάρος του λοχία. Μόλις ο πρώτος έδινε το σινιάλο, ο δεύτερος θα έκανε ένα βήμα προς τα πλάγια, η σανίδα θα ανατρεπόταν και ο κατάδικος θα έπεφτε ανάμεσα στις δύο ράγες. Ακόμα και γι' αυτόν, το σύστημα έμοιαζε απλό και αποτελεσματικό. Δεν του είχαν σκεπάσει το πρόσωπο, ούτε του είχαν δέσει τα μάτια. Περιεργάστηκε για μια στιγμή το «προσωρινό του βάθρο», έπειτα άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στους στροβίλους του ποταμού που έτρεχε ορμητικά κάτω απ' τα πόδια του. Ένα κομμάτι ξύλο τράβηξε για λίγο την προσοχή του και το ακολούθησε με τα μάτια, καθώς παρασυρόταν απ' το ρεύμα. Πόσο αργά έμοιαζε να φεύγει! Πόσο αργά έμοιαζε να τρέχει το ποτάμι, ξαφνικά! Έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να φέρει στις τελευταίες του σκέψεις τη γυναίκα και τα παιδιά του. Το νερό, που ο πρωινός ήλιος μεταμόρφωνε σε χρυσάφι, η πάχνη που κολλούσε στις όχθες λίγο πιο κάτω στο ποτάμι, το οχυρό, οι στρατιώτες, το ξύλο που επέπλεε, όλα του αποσπούσαν την προσοχή. Και τότε αισθάνθηκε την ύπαρξη μιας άλλης παρενόχλησης. Μέσα απ' τις αναμνήσεις των αγαπημένων του, ηχούσε ένας θόρυβος που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ούτε να αγνοήσει, μια κρούση ξερή, καθαρή, μεταλλική, όπως το χτύπημα του σφυριού πάνω στο αμόνι. Είχε άλλωστε τον ίδιο εντυπωσιακό ρυθμό. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να είναι, αν ερχόταν από πολύ μακριά ή πολύ κοντά, ή και τα δύο, έτσι έμοιαζε. Ο ρυθμός ήταν κανονικός, όμως αργός σαν πένθιμη καμπάνα. Περίμενε κάθε χτύπο με ανυπομονησία και —χωρίς να ξέρει γιατί— με φόβο. Τα διαστήματα σιωπής που μεσολαβούσαν, παρατείνονταν προοδευτικά. Κάλλιστα μπορούσε να τρελαθεί. Και καθώς παρατείνονταν, οι χτύποι γίνονταν πιο δυνατοί και οξείς. Χτυπούσαν στα αφτιά του σαν μαχαιριές. Κόντεψε να ξεσπάσει σε νευρικά γέλια. Αυτό που άκουγε ήταν το τικ-τακ του ρολογιού του. Ξανάνοιξε τα μάτια του και ξανακοίταξε το υγρό στοιχείο κάτω απ' τα πόδια του. «Αν μπορούσα να ελευθερώσω τα χέρια μου», σκέφτηκε, «θα μπορούσα να βγάλω τη θηλιά και να βουτήξω στο ποτάμι. Μένοντας κάτω απ' την επιφάνεια, θ' απέφευγα τις σφαίρες, και μ' ένα καλό κολύμπι θα έφτανα στην όχθη, θα χωνόμουν στο δάσος και θα γύριζα στο σπίτι μου. Το σπίτι μου —δόξα τω θεώ!— είναι ακόμα πέρα απ' τις γραμμές τους. Η γυναίκα μου και τα μικρά είναι ακόμα μακριά απ' τον εισβολέα.» Καθώς ετούτες οι σκέψεις —τις οποίες εδώ χρειάστηκε να περιγράψουμε με λέξεις— ξεπηδούσαν μάλλον παρά γεννιόντουσαν απ' το μυαλό του κατάδικου, ο λοχαγός έκανε σινιάλο στο λοχία. Ο λοχίας έκανε ένα βήμα στο πλάι.

ΜΠΙΡΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ