Ο ΕΞΩΜΟΤΗΣ

Ο ΕΞΩΜΟΤΗΣ

Συγγραφέας: ΦΑΧΑΡΔΟ ΧΟΣΕ-ΜΑΝΟΥΕΛ
Μετάφραση: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΟΥΛΑ
Εκδόθηκε: 01/05/2002
ISBN: 960-7073-77-0
Σελίδες: 368

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

Αβάνα, 1622. Δύο άνδρες ετοιμάζονται να μπαρκάρουν στο πλοίο Σαν Χονάν δε Γκαθτελουγάτσε: ένας μυστηριώδης άγγλος τυχοδιώκτης κι ένας νεαρός Ισπανοεβραίος, ένας εξωμότης που έχει περάσει τη ζωή του στη γενέτειρα του, την Καρταχένα δε Ίντιας, κρύβοντας την εβραϊκή του πίστη. Στο πλοίο επιβαίνει ακόμα μια ωραία και διεφθαρμένη αριστοκράτισσα, ένας καπετάνιος που υποκινείται περισσότερο από τη ματαιοδοξία παρά από τη λογική, ο διάσημος στρατιωτικός και κουρσάρος Αλόνσο δε Κοντρέρας, καθώς και υπηρέτες που εξυφαίνουν σκευωρίες και προξενούν αμέτρητες ανατροπές που φορτίζουν με μυστήριο την ατμόσφαιρα. Οι δύο άνδρες κατευθύνονται προς την Ευρώπη (Αγγλία και Ολλανδία, αντίστοιχα) σε αναζήτηση της ελευθερίας τους, αλλά το πεπρωμένο τους επιφυλάσσει ένα εντελώς διαφορετικό μέλλον. Σπρωγμένο απ' τους ανέμους της απάτης, το καράβι της ζωής τους βρίσκεται αντιμέτωπο μ' έναν ορίζοντα που βρίθει κινδύνων, φόβων, ελπίδων και περιπετειών στα εδάφη και τις θάλασσες της Αμερικής, της Αφρικής και της Ευρώπης.

Ξέρω καλά πως δεν είμαι άγιος. Γνωρίζω τις αμαρτίες μου μία μία κι είναι τόσο πολλές, που καλύτερα να μη ν τις απαριθμήσω εδώ, για να μη μακρύνει αυτή η αφήγηση. Οι πράξεις μου έχουν ελάχιστη αξία, τις περισσότερες φορές δεν ήταν παρά αποτέλεσμα ξένων σχεδίων ή καρπός των αδυναμιών μου. Δεν είμαι μορφωμένος άνθρωπος, παρόλο που δεν έλειψαν τα βιβλία από την ανατροφή μου. Μα η σοφία τους μου ξεγλίστρησε ανάμεσα από αυτά τα δάχτυλα, που ρέπουν στη χαρτοπαιξία ή το μπαρμπούτι, που κι αυτά απαιτούν τέχνη κι ευστροφία. Είμαι έμπειρος και στα μεν και στα δε, σαν τον κάθε απατεώνα του λιμανιού, αν κι είναι αλήθεια πως μπορώ επίσης ν' απαγγείλω με άνεση κάποιους στίχους των μεγάλων μας ταγών του πνεύματος και ξέρω να συμπεριφέρομαι, όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε αριστοκράτες. Δεν είναι παράξενο που οι ατέλειες του χαρακτήρα μου και της ζωής μ' έκαναν αυτό που είμαι: ούτε ψηλός ούτε κοντός, ούτε ανόητος ούτε σοφός, ούτε αργόστροφος ούτε διακριτικός, αλλά λίγο απ' όλα. Ίσως τα μόνα μου προτερήματα να είναι ότι έχω δει πολλά, έχω ακούσει ακόμα περισσότερα, κι ότι έζησα όλη μου τη ζωή ταξιδεύοντας, διατρέχοντας τον κόσμο και γνωρίζοντας ανθρώπους· τόσο πολύ, που βλέπω σήμερα τον εαυτό μου, γέρο και κουρασμένο, σαν ψάρι μπερδεμένο σ' ένα δίχτυ με χίλιες ξένες ιστορίες να οδεύει προς το θάνατο. Αλλά απ' όλες τις αφηγήσεις και τα παραμύθια, τους άθλους και τα εγκλήματα των οποίων υπήρξα μάρτυρας, καμία ιστορία δεν αξίζει να μαθευτεί τόσο όσο αυτή ενός άντρα τον οποίο γνώρισα κάτω από διαφορετικές περιστάσεις και που έζησε μια περιπέτεια παράλληλη με τη δική μου, κάτι που μέχρι πρόσφατα αγνοούσα. Όμως, τέρμα οι γρίφοι. Δεν έχει σημασία που δεν είμαι ο πιο σπουδαίος ποιητής της εποχής μου, που δεν έχω μεγάλη φήμη ή που η θέση μου δεν μου παρέχει κανένα προνόμιο. Είμαι αυτός που κρατά στα χέρια του όλα τα νήματα αυτής της ιστορίας, και αυτό ίσως να είναι αρκετό ώστε να μου επιτραπεί να τη διηγηθώ ολόκληρη. Πριν από ένα χρόνο, η πόλη του Λονδίνου ήταν ακόμα συγκλονισμένη από το θάνατο του βασιλιά μας και ακόμα κι εμείς, που είχαμε υπερασπιστεί με τα όπλα την ακεραιότητα του Κοινοβουλίου, δεν μπορούσαμε να διώξουμε την παγωνιά που είχε τυλίξει το νου μας: το κεφάλι του Καρόλου Α', και μαζί μ' αυτό και το στέμμα του, είχε κυλήσει στα πόδια του δήμιου" ένιωθα σαν να 'ταν το δικό μου χέρι που είχε δώσει το χτύπημα της δικαιοσύνης. Δεν ξέρω αν πρέπει ν' αποδώσω αυτό το συναίσθημα στην επιθυμία μου να συμμετέχω στα πάντα, ή σε απρόσμενες τύψεις της συνείδησης μου, που νόμιζα πως είχε πέσει για πάντα στο βαθύ λήθαργο που προκαλούν οι χρόνιες καταχρήσεις. Αλλά η ταραχή δεν είχε κυριέψει μόνο τη δική μου ψυχή. Η νεογέννητη δημοκρατία θύμιζε καζάνι που βράζει και κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει ποια σπάνια τροφή θα έβγαινε τελικά απ' αυτό το μαγείρεμα. Κι ενώ οι παλιοί μας αριστοκράτες, και κάποιοι από τους νέους που προσπαθούσαν ν' αναρριχηθούν διεκδικούσαν γη και περιουσίες με μοναδικό συνήθως κριτήριο τα όπλα, μια θάλασσα από ταπεινά χέρια πάλευαν για να τους ανατρέψουν, τρομοκρατώντας και τις δύο παρατάξεις. Ήταν εποχή αλλαγών και η σύνεση υπαγόρευε ν' αποφεύγουμε τις συγκρούσεις μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Και στο τρικυμισμένο ποτάμι της πατρίδας μου —κατά πώς λέει ο λόγος—, εγώ διέκρινα μια καλή ευκαιρία για ν' αποκομίσω μεγάλα κέρδη, που θα άλλαζαν την πάντα άστατη τύχη μου ή που θα γέμιζαν τουλάχιστον τις τσέπες μου, καθώς η στρατιωτική ζωή δεν είχε ικανοποιήσει τα όνειρα μου για δόξα· γιατί έχω διαπιστώσει ότι η χρυσή φωνή ενός πουγκιού που χρησιμοποιείται σωστά κάνει πιο ανεκτά τα ελαττώματα της ψυχής. Μια βραδιά, εκεί που καθόμουν στην ταβέρνα του Διαβόλου και με τη βοήθεια μιας μεγάλης μπίρας έστυβα το μυαλό μου μήπως βρω τρόπο και βελτιώσω τη μοίρα μου, είδα να πλησιάζουν στο τραπέζι μου ο Κριστόβαλ Μεντιέτα, ο Μοχάμετ Αλ-Μινάρ και ο Πιερ Λα-τούρ. Είχα πάψει να τους δίνω σημασία εδώ και πολλά χρόνια, αλλά θυμόμουν ακόμα την έκπληξη μου τη μέρα που ανακάλυψα ότι, στην πραγματικότητα, αυτοί οι τρεις ήταν το ίδιο άτομο: ένας κοντός κι αδύνατος άντρας με σκούρα μάτια, που τώρα στεκόταν μπροστά μου με το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο και τα γκρίζα του μαλλιά και μου έλεγε στ' αγγλικά: «Ήλπιζα να σε συναντήσω σ' αυτά τα μέρη, φίλε μου, αλλά, μα την πίστη μου, το Λονδίνο είναι μεγάλο κι ήταν σαν να γύρευα ψύλλο στ' άχυρα. Παρόλο που δεν περνάς απαρατήρητος κι εύκολα βρήκα κάποιον που σε γνώριζε και μου 'δώσε νέα σου, δεν ήταν τόσο απλό, τελικά, να σε βρω». Η φωνή του ήταν καθαρή και σταθερή, σαν άλλοτε, κι από το βλέμμα του δεν είχε χαθεί η επιφυλακτική κι αβέβαιη λάμψη που είχα προσέξει την πρώτη φορά που είχαμε συναντηθεί, πριν από τριάντα σχεδόν χρόνια. «Ξέρεις ότι ένας άντρας με τη θέση και με το παρελθόν μου πρέπει να είναι αναγκαστικά διακριτικός στο δημόσιο βίο του, αν δε θέλει να χάσει τις απολαύσεις που προσφέρουν οι ιδιωτικές αδιακρισίες» αποκρίθηκα στη γλώσσα του, τα ισπανικά, καθώς σηκωνόμουν για να επισφραγίσουμε το αντάμωμά μας μ' ένα αγκάλιασμα. «Πόσο καιρό είσαι στο Λονδίνο;» ρώτησα, ενώ καθόμαστε στο τραπέζι. «Απολαμβάνω την υγρασία αυτής της πόλης τρεις μέρες τώρα, και τρεις μέρες σ' αναζητώ, τεμπέλη· απ' ό,τι βλέπω εξακολουθείς να εναποθέτεις την τύχη σου στην μπίρα μάλλον, παρά στη δουλειά.» «Ξέρεις, όταν έχει γεννηθεί κανείς απατεώνας...» αποκρίθηκα και ξεσπάσαμε κι οι δυο στο εύκολο γέλιο που συνοδεύει πάντα τα ευχάριστα ανταμώματα κι ανεβαίνει στα χείλη με την παραμικρή αφορμή. Τον κοίταξα πάλι στα μάτια με το θάρρος της παλιάς φιλίας, μα δεν διέκρινα ίχνος από το χαμόγελο που ζωγράφιζαν τα χείλη του. Κατάλαβα τότε ότι δεν ήταν μόνο το ευχάριστο άρωμα του παλιού κρασιού της φιλίας που τον είχε παρακινήσει να με αναζητήσει στα πανδοχεία του Λονδίνου. Όμως, τον γνώριζα καλά και ήξερα ότι δεν ωφελούσε να τον πιέσω μ' ερωτήσεις. Όταν θα έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή, θα μου έλεγε μόνος του τι ήθελε από μένα. Εγώ, από την άλλη μεριά, δεν βιαζόμουν καθόλου. Η άχαρη μοίρα μου δεν θα χειροτέρευε αν περνούσα λίγη ώρα ακούγοντας ένα φίλο, αντί να συλλογίζομαι τις πάντα ανικανοποίητες επιθυμίες μου. Διέθετα όλη τη νύχτα για να μιλήσω, σαν να λέμε ότι είχα όλη τη ζωή μπροστά μου. «Πώς να σας αποκαλώ τώρα, εξοχότατε; Σίγουρα, δεν θα φέρατε μαζί σας κάποιο από τα πολλά ονόματα που διακινούσατε κάποτε στο Λονδίνο» αστειεύτηκα. «Φώναζε με όπως θέλεις, γερο-κατεργάρη, και μη με κολακεύεις τώρα σαν τις πλούσιες κυράδες που κορτάριζες παλιά. Πάντως, προς τιμήν της πατρίδας σου, μπορείς να με αποκαλείς Στίβεν Τάουερ.» «Εντάξει! Στην υγειά σου, κυρ Στίβεν!» ευχήθηκα υψώνοντας το ποτήρι μου, αλλά σταμάτησα πριν πιω, καθώς τον άκουσα να ζητά ένα λικέρ από τον πανδοχέα. Υποκύπτοντας στην περιέργεια, του είπα: «Πολύ εγκρατής έχεις γίνει! Από πότε ρουφάς σιρόπια σαν τη μέλισσα;» «Από τότε που η ζωή πήρε την πλάτη μου για μαυροπίνακα κι άρχισε να γράφει πάνω της, με κατραπακιές, το χρονικό των αδυναμιών και των παραπτωμάτων της ανθρώπινης ψυχής. Έγινα επιεικής από την τόση αυστηρότητα, υπομονετικός έχοντας υποφέρει από την ανυπομονησία των άλλων, μετρημένος μετά από τόση σπατάλη και γαλήνιος, αφού έχασα πια κάθε ελπίδα, θα τα αποκαλούσες όλα αυτά σοφία; Εγώ τα λέω γηρατειά, και σε διαβεβαιώνω ότι δεν είναι απλώς θέμα ηλικίας, γιατί έχουμε ελάχιστα χρόνια διαφορά, μα η δική σου καρδιά είναι ακόμα επιπόλαιη· ταιριάζει περισσότερο με τα χρόνια της νιότης παρά με την ηλικία της σοφίας.» Παραδέχτηκα ότι η σύνεση και η εγκράτεια δεν περιλαμβάνονταν στις μετρημένες αρετές μου και, αναπολώντας τα νιάτα μας, η κουβέντα γύρισε στη μακρινή μέρα που οι ζωές μας είχαν διασταυρωθεί για πρώτη φορά. Εκείνη την εποχή, αυτός ονομαζόταν Κριστόβαλ Μεντιέτα. Ήταν το έτος χίλια εξακόσια είκοσι δύο κι εγώ σκότωνα την ώρα μου στην Αβάνα με τη βοήθεια των κοριτσιών του πανδοχείου όπου είχα καταλύσει, περιμένοντας να πιάσει λιμάνι στην πόλη η Αρμάδα της Καρταχένα δε Τντιας. Η επιθυμία μου ήταν να μπαρκάρω σε μια από τις γαλέρες της και να συνεχίσω το ταξίδι μέχρι τη Λισσαβόνα, απ' όπου σκεφτόμουν να φτάσω σε κάποιο αγγλικό λιμάνι, με την ελπίδα να κάνω περιουσία στη γη του πατέρα μου. Στις επτά Σεπτεμβρίου, φάνηκαν στον ορίζοντα τα πολυάριθμα πανιά της Αρμάδας και πριν νυχτώσει, επτά μεγαλόπρεπες γαλέρες μπήκαν στο λιμάνι, συνοδευόμενες από καμιά εικοσαριά φορτηγά πλοία που ταξίδευαν υπό την προστασία τους. Στην πόλη δημιουργήθηκε μεγάλη αναστάτωση, καθώς η Αρμάδα επέστρεφε στην Ισπανία με ασυνήθιστη καθυστέρηση· γι' αυτό, όποιος είχε κάτι ν' αγοράσει ή να πουλήσει κατέβηκε στο μόλο, όπου είχε ήδη μαζευτεί η αλητεία της πόλης: αετονύχηδες κάθε ηλικίας, έτοιμοι να χώσουν το χέρι στα πουγκιά των απερίσκεπτων. Οι υπηρέτες κυνηγούσαν τους ντόπιους αγύρτες, που βόσκαν σαν λαγοί μέσα στο ατέλειωτο ανθρώπινο λιβάδι. Κάποιοι πάσχιζαν να περάσουν τα καρότσια τους, τσακίζοντας μερικά κόκαλα πότε πότε· οι αχθοφόροι του λιμανιού κουβαλούσαν βάρη που λύγιζαν και την πιο γερή ραχοκοκαλιά σαν κλαρί, οι πόρνες φώναζαν από τα κατώφλια, διαλαλώντας το αμαρτωλό εμπόρευμα τους με γέλια και χυδαίες χειρονομίες· άλλος βλαστημούσε· άλλος ξελαρυγγιαζόταν για ν' ακουστεί, κι άλλος, καθώς περνούσε, άπλωνε το χέρι σε ένα τσαμπί μπανάνες, σε μια ζουμερή ντομάτα ή ένα ώριμο σύκο, για να ικανοποιήσει με μία μόνο προσπάθεια την πείνα και τη δίψα του. Τα κανόνια του φρουρίου Τρες Σάντος Ρέγιες δελ Μόρο δόνησαν τον αέρα με τον τελευταίο χαιρετισμό της υποδοχής και οι διαπεραστικές κραυγές των τρομαγμένων γλάρων, που πετούσαν λαίμαργα πάνω από το μόλο, με ξεκούφαναν ακόμα περισσότερο. Βλαστημώντας σαν μούτσος, άνοιξα δρόμο προς τη στοά όπου είχε καταφέρει να εγκατασταθεί ο γραφέας της Αρμάδας. Πάσχιζε μάταια να συμπληρώσει τα λογιστικά βιβλία ανάμεσα σε διαμαρτυρίες και απαιτήσεις τόσο παθιασμένες, ώστε οι αξιωματικοί που τον συνόδευαν προσπαθούσαν απεγνωσμένα, μες στο στριμωξίδι, να αποτρέψουν το γκρέμισμα του τραπεζιού και του ίδιου του γραφέα στο χώμα, όπου τους περίμενε ένα δύσοσμο στρώμα από καβαλίνα, μπλεγμένα φύκια και ποδοπατημένο άχυρο. ʼφησα τους εμπόρους και τους αγύρτες να παλεύουν για να πιάσουν θέση, γιατί δεν ήμουν τελείως άπειρος· ήξερα ότι δε θα κέρδιζα τίποτα μέσα σ' αυτή την αναστάτωση πέρα από κλοτσιές και αγκωνιές, που η οδυνηρή ευγλωττία τους καθρεφτιζόταν στα πρόσωπα των ανθρώπων. Κατευθύνθηκα προς την κολόνα όπου ακουμπούσε, βαριεστημένος και ξεχασμένος απ' όλους, ο υπηρέτης του γραφέα. Δυο ασημένια ρεάλια ήταν αρκετά για να διώξω την ανία του και να ζωντανέψω τη γλώσσα του· έτσι έμαθα ότι ο κύριος γραφέας είχε παραγγείλει ένα γεύμα αντάξιο των κόπων του στην ταβέρνα του Ρομάν, που τον αποκαλούσαν «Κόκκινο» λόγω του φλογάτου χρώματος των μαλλιών του· εκεί σύχναζαν οι άνθρωποι της θάλασσας, κι αποφάσισα να πάω κι εγώ με την ελπίδα ν' αποκτήσω το εισιτήριο που θα μου επέτρεπε να μπαρκάρω, χωρίς όμως να με έχει ευνοήσει μέχρι τότε το κακό το ριζικό μου. Η πόρτα της ταβέρνας άνοιγε σε ένα στενό δρόμο πίσω από την πλατεία των Όπλων, πολύ κοντά στη στοά όπου ο γραφέας πάλευε με τον κόσμο. Σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να επισκεφτώ τόσο νωρίς το μαγαζί του κυρ-Ρομάν, γιατί σίγουρα θα αναγκαζόμουν να καταπραΰνω τη δίψα της ανυπομονησίας μου με μερικά ποτήρια, και δεν ήταν συνετό, εκείνη ειδικά τη βραδιά, να αμβλυνθεί η βούληση και η εξυπνάδα μου με τη νωθρότητα που φέρνει το πολύ πιοτό. Αποφάσισα, λοιπόν, να περπατήσω στο μόλο για να εκμεταλλευτώ την αναμονή γυρεύοντας το κατάλληλο σκαρί, και ν' ανοίξω κουβέντα με κάποιο ναυτικό. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μου χρησιμέψει αργότερα, για να πλάσω την ιστορία μου.

ΦΑΧΑΡΔΟ ΧΟΣΕ-ΜΑΝΟΥΕΛ