ΕΙΔΑ ΝΑ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

ΕΙΔΑ ΝΑ ΦΤΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ

Συγγραφέας: ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 16/12/2015
ISBN: 978-960-8397-76-7
Σελίδες: 760

€23.85 €26.50

  Στο καλαθι βιβλια

«Και πώς μου ζητάτε να γράψω εγώ την αυτοβιογραφία μου; Πρέπει κάποιος να είναι διάσημος γι' αυτό: ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο Στέφαν Τσβάιχ...»

 

«Ο πολυβραβευμένος ουρουγουανός συγγραφέας παραδέχεται ότι για να γράψει την αυτοβιογραφία του χρειάστηκε να τιθασεύσει τις αναστολές και τις ντροπές του, υποχωρώντας μπρος στις επίμονες πιέσεις που δέχτηκε από τους εκδότες του. Στην αυτοβιογραφία του αποφασίζει να εκθέσει με παρρησία τόσο τις υψηλότερες αξίες του όσο και τα ενίοτε ταπεινότερα κίνητρα που καθόρισαν την πολυκύμαντη ζωή του. Τα οράματα, οι ψευδαισθήσεις, η κατάθλιψη και η απαισιοδοξία, η τυφλή πίστη, η δειλία και ο ηρωισμός, η ελπίδα, η καχυποψία, οι νευρώσεις και ο ιδεαλισμός, η περιφρόνηση, η αυτοθυσία, ο τρόμος, ο αισθησιασμός, η περιέργεια, η αυστηρότητα, η φιλοδοξία... κι όλα όσα συνθέτουν τον άνθρωπο και το έργο του φανερώνονται χωρίς περιστροφές, με τη σοβαρότητα του ανθρώπου που ξέρει πώς παίζεται το παιχνίδι της ζωής. Γιατί ο Τσαβαρία είναι, πάνω απ' όλα, ένας μανιώδης παίκτης που παίζει αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Παίζει με τη ζωή, με το θάνατο, με το χώρο και με το χρόνο, με  τον έρωτα και με τον κίνδυνο, με τους νόμους και με την παραβίασή  τους.

 

     Το Είδα να φτάνει ένας γέρος είναι ένα ʽʽroad bookʼʼ, ένα περίτεχνο πλέγμα αληθινών προσώπων και καταστάσεων, κι ένας ομηρικός περίπλους που οδηγεί στο ονειρεμένο λιμάνι —αερολιμένας στην περίπτωση του Τσαβαρία— της Αβάνας, στην Κούβα.»

 1

 
Δεκαεννιά χρόνια
στα ανατολικά του Ρίο δε λος Πάχαρος
 
 
Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα δεκαεννιά του χρόνια, ο παππούς μου ο Ρουφίνο Τσαβαρία κατατάχτηκε στον στρατό και πολέμησε υπό τις διαταγές του Απαρίσιο Σαράβια, οπλαρχηγού των Λευκών. Οι κτηνωδίες εκείνου του πολέμου, οι αποκεφαλισμοί και οι ατέλειωτες ωμότητες που είδε, τον συγκλόνισαν τόσο που σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, πολύ συχνά, φερόταν σαν παρανοϊκός. Από τις πιο γνωστές παλαβομάρες του ήταν η προσωπική του μάχη εναντίον των ακρίδων που κατέφταναν από τον νότο της Βραζιλίας, από την Παραγουάη και από το Τσάκο της Αργεντινής, και σκοτείνιαζαν τον ήλιο την εποχή εκείνη στην Ανατολική Δημοκρατία της Ουρουγουάης. Πολύ μικρός είδα κι εγώ τον ουρανό να σκοτεινιάζει και να πέφτουν πάνω στους αγρούς και τις καλλιέργειες σύννεφα εντόμων, που άφηναν όρθια μόνο τα κλαδιά των δέντρων και ρήμαζαν οτιδήποτε πράσινο, αφήνοντας μετά το πέρασμά τους ερήμωση και απόγνωση. Μια φορά, λίγες μέρες πριν από τον θερισμό, έξω φρενών μʼ εκείνα τα μοχθηρά έντομα που δεν σέβονταν τίποτα πια, ο Ρουφίνο έκαψε περίπου πεντακόσια εκτάρια καρπισμένου σταριού. Δεν ήταν διατεθειμένος νʼ αφήσει τα κολασμένα έντομα να φάνε ούτε ένα σπυρί σιτάρι παραπάνω. Και το πέτυχε. Τα χωράφια του, όμως, κατεστραμμένα από τη φωτιά, είχαν πολύ μικρότερη απόδοση έκτοτε.
Όπως έλεγε ο πατέρας μου και οι θείοι μου μερικά χρόνια αργότερα, σε μια κρίση του, ο Ρουφίνο συγκέντρωσε τους γιους του και τις μεγαλύτερες θυγατέρες του, από οχτώ έως δώδεκα ετών, τους εξόπλισε με σκουπόξυλα και δίκαννα με σκουριασμένες κάννες και τους υποχρέωσε να κάνουν εξαντλητικές ασκήσεις στρατιωτικής εκπαίδευσης. Η τρέλα του τον οδήγησε να δέσει σʼ ένα δέντρο τον θείο μου τον Αλεχάντρο, που τότε ήταν μόλις τεσσάρων ετών, και να βάλει γύρω του ξύλα για να αναπαραστήσει τη Θυσία των Αθώων Αγίων, εμπνευσμένος από το βιβλικό επεισόδιο του Αβραάμ, που προθυμοποιήθηκε να τιμήσει τον Θεό θυσιάζοντας τον γιο του, τον Ισαάκ.
Πενηντάρη πια, έκλεισαν τον παππού μου σʼ ένα τρελοκομείο, όπου πρέπει να υπέφερε πολύ. 
Στα οχτώ με εννιά μου χρόνια, ένα απόγευμα που έπαιζα με άλλα παιδιά στο πεζοδρόμιο του σπιτιού μου, στο Μπάριο Σουρ του Μοντεβιδέο, είδα να φτάνει ένας γενειοφόρος γέροντας, ξυπόλυτος, και νʼ ανοίγει δρόμο με ύφος σκοτεινό. Εγώ και τα φιλαράκια μου πήραμε μεγάλη τρομάρα και το βάλαμε στα πόδια, όμως εκείνος ο αλήτης μπήκε αποφασιστικά στο σπίτι μου χωρίς να χτυπήσει. Ήταν ο παππούς μου, ο Ρουφίνο, που το είχε σκάσει από την Κολόνια Ετσεπάρε —το τρελοκομείο και φυλακή του—, καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα από το Μοντεβιδέο, είχε διασχίσει κολυμπώντας τον ποταμό Σάντα Λουσία —ένας θεός ξέρει πώς—, κι είχε έρθει με τα πόδια στην πρωτεύουσα να μας λαχταρήσει.
Χρόνια αργότερα, ο Λουίς Λισάντρο Ρουξ Καμπράλ, πολύ καλός φίλος μου και από τα πιο ευφυή άτομα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, πρώην εθνικός πρωταθλητής σκακιού, κλείστηκε με τη θέλησή του στο φρενοκομείο Κολόνια Ετσεπάρε. Ο Ρουξ είχε γνωρίσει στο Μοντεβιδέο τον δόκτορα Σαμπάλα, έναν ψυχίατρο που σύχναζε στα ίδια στέκια και στις σκακιστικές λέσχες. Αφού δέθηκε η φιλία τους πάνω στις σκακιέρες, σε μια περίοδο που ο Ρουξ έπασχε από σοβαρή κρίση μελαγχολίας, ο γιατρός τού πρόσφερε τις υπηρεσίες του και μεσολάβησε για να τον εισαγάγει σε μια δωρεάν κλινική όπου εργαζόταν ο ίδιος. Ο Ρουξ δέχτηκε κι έφυγε με τον δόκτορα Σαμπάλα για την Κολόνια Ετσεπάρε.
Ύστερα από λίγο καιρό τον επισκέφτηκα. Ο Ρουξ ένιωθε καλύτερα σʼ εκείνο το περιβάλλον και το απέδιδε στη βεβαιότητά του ότι ο ίδιος ήταν απολύτως φυσιολογικός και τρελοί όλοι οι άλλοι, με πρώτους και καλύτερους τους ψυχιάτρους. Πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, είχαν τσακώσει τον ίδιο τον γιατρό Σαμπάλα να κατουράει τα ξημερώματα μέσα στο συρτάρι με τα μαχαιροπίρουνα. Ο διευθυντής δεν πήγαινε πίσω. Ήταν ο εμπνευστής και φανατικός υπέρμαχος της «εργασιο­θεραπείας», μεθόδου που περιλάμβανε το ζέψιμο μερικών ασθενών σε ζωήλατα οχήματα, και άλλες δουλειές για μουλάρια. Συχνά συμμετείχε σε συνέδρια όπου έδινε επιστημονικές διαλέξεις σχετικά με τα ευνοϊκά αποτελέσματα της μεθόδου του, που όμως δεν έπειθε τους τρελούς του. Όταν τον επισκέφτηκα εγώ, είχαν κάνει ήδη την τρίτη απόπειρα να τον δολοφονήσουν.
Ανάμεσα στις άλλες διασκεδάσεις που πρόσφερε το ψυχιατρείο τις μέρες των επισκέψεων, ξεχώριζαν τα ταξίδια στη Σελήνη ενός τύπου που τον έλεγαν Κεβεδίτο. Ήταν ένας επιδειξίας που τσιτσιδωνόταν και, ολόγυμνος, με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερά αεροπλάνου και το ξυρισμένο γουλί κεφάλι του ψηλά, ξεκινούσε το ταξίδι με προορισμό τον φυσικό δορυφόρο του πλανήτη μας. Αφού έτρεχε σαν αφηνιασμένος γύρω στην αυλή, απογειωνόταν πίσω από μια κοντινή συστάδα δέντρων. Όταν επέστρεφε, οι άλλο τρελοί τον υπέβαλλαν σε βροχή ερωτήσεων, οι οποίες απαραιτήτως περιλάμβαναν το πασίγνωστο ζήτημα του πώς ήταν οι γυναίκες στη Σελήνη. Κι αυτός, πάντοτε, έδινε την ίδια μονολεκτική απάντηση, χωρίς ποτέ νʼ αλλάζει γνώμη και μάλλον σύμφωνος πάντα με τις δικές του προτιμήσεις: «καραπουτάνες».
Αυτός ο Κεβεδίτο, ενθαρρυμένος από άλλους, όρμησε μια μέρα να στραγγαλίσει τον διευθυντή καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του γραφείου του. Χρειάστηκαν τέσσερις για να τον τραβήξουν. Τον δύστυχο τρελό τον έστειλαν στην πτέρυγα των ταραξιών και τον παρέδωσαν στα χέρια του Κοντούρσι — ενός ανελέητου νοσηλευτή. Ο Κοντούρσι είχε κάποτε θυμώσει μʼ έναν κατατονικό ασθενή κι είχε βαλθεί να τον σηκώσει από το πάτωμα με τις κλοτσιές, ώσπου, τελικά, τον σκότωσε. Όπως είπε μετά, τον εκνεύριζε που ο τύπος δεν κουνιόταν ποτέ, κι ήθελε απλώς να τον βάλει να τρέξει για να τον αδυνατίσει λιγάκι. Η μόνη τιμωρία του Κοντούρσι ήταν να του κάνουν μια απλή παρατήρηση για τον θάνατο του ασθενούς. Για τον Κεβεδίτο, ο Ρουξ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει τι είχε απογίνει.
Ωστόσο, παρόλη την καθημερινή φρίκη, η Κολόνια Ετσεπάρε είχε για τον Ρουξ τη γοητεία της. Στις όχθες του Σάντα Λουσία, σε μια έκταση εβδομήντα εκταρίων, πρόσφερε ένα απολαυστικό παραποτάμιο τοπίο γεμάτο κλαίουσες ιτιές. Οι τρελοί χωρίζονταν σε «νοήμονες», σε «διανοητικούς» και σε «ταραξίες»: μʼ άλλα λόγια, σε μισότρελους, σε ήσυχους και σε επιθετικούς τρελούς — οι οποίοι ήταν και οι μόνοι κλεισμένοι σε πτέρυγες που θύμιζαν φυλακή. Ποτέ δεν έμαθα ούτε και ρώτησα σε ποια κατηγορία είχαν κατατάξει τον παππού μου.
Εκείνο το απόγευμα, ύστερα από την απροσδόκητη εμφάνισή του στο σπίτι μας, ενώ ο πατέρας μου τον βοηθούσε να κάνει μπάνιο και να ξυριστεί, η μητέρα μου, πνιγμένη στα δάκρυα, σιγοκουβέντιαζε με τη γιαγιά μου.
Η δική μου περιέργεια έπρεπε να ικανοποιηθεί μόνο με τη λακωνική εξήγηση ότι ο παππούλης υπέφερε από τα νεύρα του. Με τον καιρό, έμαθα ότι την πάθησή του, όποια κι αν ήταν, την είχαν κληρονομήσει κάποια από τα παιδιά του, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου. Με αληθινή φρίκη τον συνόδεψα αρκετές φορές εγώ, ενήλικος πια, σε μια κλινική όπου του έκαναν ηλεκτροσόκ — μέθοδος εγκληματική όπως αποδείχτηκε αργότερα, αλλά ιδιαίτερα της μόδας στην ψυχιατρική επιστήμη της εποχής.
Η γενικευμένη στην οικογένειά μου καταθλιπτική μελαγχολία προερχόταν από τον προπροπάππο μου. Ήδη από εκείνη την εποχή, στο οικογενειακό μας ιδιόλεκτο την αποκαλούσαν «νυχτοπεταλούδα». Ο προπάππος μου ο Ντανιέλ, επινοητής του όρου με τις ποιητικές προεκτάσεις, περιέγραφε την πάθησή του σαν ένα πουλί που το ένιωθε να σπαράζει και να φτερουγίζει αιχμάλωτο μέσα στο στήθος του...
 
Ο πατέρας μου, Εδμούντο Τσαβαρία, πήγε μόνο πέντε μήνες σχολείο. Μεγάλο μέρος των παιδικών του χρόνων, ο παππούς μου το έζησε μακριά από την οικογένειά του, στην Κίντα δελ Περδίδο, όπως λεγόταν το αγρόκτημά του. Ο μικρός Εδμούντο, όπως όλα σχεδόν τα αδέλφια του, σιχάθηκε τη μοναξιά του κάμπου, και εκτός από την περίοδο που πέρασε στο Σαν Χοσέ για να πάει σχολείο, τα υπόλοιπα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα έζησε στα λιβάδια του Περδίδο. Στο Σαν Χοσέ τον φιλοξένησαν στο σπίτι του παππού του, του Ντανιέλ, που ήταν εύπορος και ζούσε άνετα χάρη στη μεγάλη περιουσία του. Η βίλα του, μια από τις πιο ωραίες του χωριού, είναι σήμερα πολιτιστικό κέντρο. Παρʼ όλα τα χρόνια, στην είσοδο διατηρείται η πόρτα από σφυρήλατο σίδερο και κρύσταλλο, και στο εσωτερικό μια ντουζίνα δωμάτια ακόμα επικοινωνούν με την πίσω αυλή. Εκεί έμενε το υπηρετικό προσωπικό και υπήρχαν στάβλοι. Οι υπηρέτες, οι άμαξες και τα κάρα, έβγαιναν από εκεί σʼ έναν δρόμο παράλληλο με αυτόν της κεντρικής εισόδου.
Πάντα πίστευα ότι τα χρόνια που έζησε ο πατέρας μου σʼ εκείνο το πολυτελέστατο αρχοντικό, με τις φαντασμένες θείες του να τον ντύνουν στα βελούδα, να του χτενίζουν τα μαλλιά φράντζα και να του επιβάλλουν τρόπους της υψηλής κοινωνίας, τον σύγχυσαν για το υπόλοιπο της ζωής του. 
Στα κοινωνικοπολιτικά θέματα είχε μαύρα μεσάνυχτα, σχεδόν μέχρι τον θάνατό του. Μπορεί να έφταιγε η μανιώδης μοναχικότητα που του είχε επιβάλει ο πατέρας του, ή ίσως η άγνοιά του λόγω αναλφαβητισμού, πάντως πέρασε τη ζωή του εκτός πραγματικότητας. Το νεανικό του πάθος ήταν τα αυτοκίνητα, και ύστερα από κάμποσες αποτυχίες από τα είκοσι ώς τα είκοσι πέντε του, όταν επιχείρησε να κερδίσει τα προς το ζην ανοίγοντας στα τυφλά συνεργεία αυτοκινήτων και φανοποιεία, παραδέχτηκε ότι δεν είχε ικανότητες για το εμπόριο. Τότε έγινε οδηγός λεωφορείου, σχεδόν για τον υπόλοιπο εργάσιμο βίο του. Αλλά σε πολιτικά ζητήματα, είχε απόψεις τσιφλικά. Όταν έμαθε για την ένταξή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ουρουγουάης, παραλίγο να μείνει στον τόπο. Με το ισχνό λεξιλόγιό του, τραυλίζοντας από οργή, με κατηγόρησε ότι πρόδιδα τους προγόνους και την πατρίδα. Στην αρχή προσπάθησα να κουβεντιάσω ψύχραιμα μαζί του, αποδείχτηκε όμως μάταιος κόπος.
Οι Λευκοί και οι Κόκκινοι, τα δύο μεγάλα κόμματα της Ουρουγουάης δεν διέφεραν ποτέ μεταξύ τους παρά μόνο ως προς τα ιδιαίτερα κομματικά τους συμφέροντα. Το ίδιο συνέβαινε σε όλη την Αμερική μεταξύ Συντηρητικών και Φιλελευθέρων, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων — ή όπως αλλιώς ονομάζονταν οι ομάδες της ολιγαρχίας που μοιράζονταν παραδοσιακά την εξουσία. Όμως, στην Ουρουγουάη οι Κόκκινοι είχαν καταφέρει να κυβερνούν συνεχώς για περισσότερα από ενενήντα χρόνια, ενώ οι Λευκοί —που ήταν κατά κάποιον τρόπο οι συντηρητικοί—, δεν είχαν κερδίσει ούτε μια φορά τις εκλογές σʼ όλη εκείνη την περίοδο. Από την εποχή του παππού μου, ήταν διαρκώς στην αντιπολίτευση. Συνεπώς, για έναν αιώνα, δεν είχαν την ευκαιρία ούτε να κάνουν γκάφες ούτε να δείξουν τα νύχια τους. Ο πατέρας μου, μέσα στην αφέλειά του, πίστευε στην αγνότητα και το ήθος των μεγαλογαιοκτημόνων, των εκατομμυριούχων εισοδηματιών του Λευκού Κόμματος, τους οποίους έβλεπε ως ενσαρκωτές των παλιών πατριωτικών ιδανικών που ύψωναν στα λάβαρά τους οι ήρωες της μικρής μας πατρίδας. Εκείνος ο επαγγελματίας οδηγός, που οδηγούσε λεωφορεία και φορτηγά για είκοσι πέντε χρόνια, μιλούσε στάζοντας μέλι για τους διάφορους Γκαγινάρ και Αντσορένα — διάσημους μεγαλοκτηματίες και πολιτικούς των Λευκών. Τους θεωρούσε άμεμπτους. Πίστευε ότι κατείχαν νόμιμα τις περιουσίες τους, όχι μόνο επειδή τις είχαν κληρονομήσει, αλλά κι επειδή είχαν πετύχει να τις δια­τηρήσουν και να τις αβγατίσουν χωρίς να διαπράξουν τις ανηθικότητες που έκαναν οι άλλοι, οι Κόκκινοι, όπως έλεγε. Όταν εγώ του είπα ότι κάθε ιδιοκτήτης αχανών εκτάσεων γης ήταν εκμεταλλευτής και κλέφτης, προσβλήθηκε λες και είχα φτύσει τα πορτρέτα των προγόνων του.
Όταν, τη δεκαετία του ʼ50, ο Λουίς Αλμπέρτο δε Ερέρα έφερε επιτέλους τους Λευκούς στην εξουσία, ο πατέρας μου ενθουσιάστηκε με τις αυταπάτες του. Νόμιζε πως είχε έρθει η ώρα της δικαιοσύνης και της αξιοπρέπειας, ότι επιτέλους η χώρα θα είχε μια άμεμπτη διοίκηση από έντιμους κυβερνήτες και η Ουρουγουάη θα γινόταν μια αληθινή Ελβετία της Αμερικής. Η κόλαση της διαφθοράς και της απάτης που είχαν φτιάξει οι Κόκκινοι θα ανήκε πια στο παρελθόν. Φουκαρά πατέρα! Μόλις δύο μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Λευκούς, όλη η χώρα βοούσε για το μεγάλο φαγοπότι και τη «μοιρασιά της πίτας», εννοώντας τη σκανδαλώδη αρπακτικότητα που έδειχναν τα πρωτοπαλίκαρα του Ερέρα. Κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον, βρίζονταν αλύπητα και κονταροχτυπιούνταν για διάφορα πόστα, για χρήματα, υπουργεία και άλλες δημόσιες θέσεις απʼ όπου μπορούσαν να κλέβουν. Ούτε στις χειρότερες εποχές της διαφθοράς των Κόκκινων δεν είχε δει η χώρα τόση ξεδιαντροπιά. Για οποιονδήποτε ανοιχτόμυαλο άνθρωπο της εποχής, οι Λευκοί είχαν αποδειχτεί εξίσου ανήθικοι και κλέφτες με τους αντιπάλους τους. Ο πατέρας μου, όμως, έκλεινε μάτια και αφτιά και βροντοφώναζε πως όλα αυτά ήταν συκοφαντίες της αντιπολίτευσης εναντίον του Ερέρα.
Μια φορά με αποκάλεσε πράκτορα της Μόσχας, και μου έκανε κήρυγμα με βασικό επιχείρημα ότι η Ουρουγουάη δεν χρειαζόταν ξένες ιδέες. Προσπάθησα να του πω ότι όλες οι ιδέες και όλες οι επιστήμες που υπήρχαν στη χώρα μας είχαν έρθει από έξω, κι ακόμα κι αυτή η περίφημη «δημοκρατία» ήταν επινόηση των Ελλήνων, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και βάλε. Τα λεωφορεία που αυτός οδηγούσε, το ψυγείο στο σπίτι μας και η πενικιλίνη, δεν ήταν ιδέα των ιθαγενών Τσαρούα, ούτε εφεύρεση των πρώτων πολιτών της Ουρουγου­άης — των ισπανών και ιταλών εποίκων. Μʼ άλλα λόγια, εφόσον τα αυτοκίνητα, το τηλέφωνο και η ιατρική λειτουργούσαν με ιδέες που είχαν έρθει από άλλα μέρη, γιατί να μη δεχτούμε και ιδέες περί κοινωνικής οργάνωσης; Σʼ αυτά τα επιχειρήματα που τα θεωρούσε ανόητη φλυαρία, αντιδρούσε με οργή και με κατηγορούσε για δημαγωγία.
Ο διάλογος μεταξύ μας ήταν ανέφικτος. Κληρονόμος της οικογενειακής συμβιβαστικής αφέλειας και καταπονημένος από τα αμέτρητα χτυπήματα της ζωής, ο δύστυχος πατέρας μου δεν κατάφερε νʼ ανοίξει τα μάτια του παρά μόνο όταν πια ήταν ένας απογοητευμένος γέρος.
Στην προσωπική του ζωή ήταν καλός φίλος για όλους, καλός γείτονας, έντιμος, εξυπηρετικός, πάντα πρόθυμος να δώσει μια ανιδιοτελή χείρα βοηθείας. Κατά τη γνώμη μου, θα είχε γίνει πολύ καλός μουσικός ή τραγουδιστής. Έπιανε το ρυθμό, δεν ήταν παράφωνος και είχε χαρισματική φωνή που την κληροδότησε στη Μαλένα, τη μοναδική αδελφή μου.
Η Μαλένα είναι εφτά χρόνια μικρότερή μου. Η δια­φορά ηλικίας δεν μας επέτρεψε να γνωριστούμε καλύτερα. Από τα παιδικά της χρόνια και την πρώτη εφηβεία της θυμάμαι ελάχιστα. Εκείνη την εποχή, μαζί μας ζούσε η Μπλάνκα, μια υπηρετριούλα από την ενδοχώρα που ανάμεσα στα καθήκοντά της ήταν να κάνει την νταντά στη Μαλένα. Ήταν η τυπική κρεολή μιγάδα με το σκούρο δέρμα, τα κατάμαυρα ίσια μαλλιά και τα μάτια τσιγγάνας. Μεταξύ άλλων, δίδασκε στην αδελφή μου κι ένα πλούσιο λεξιλόγιο από βρομόλογα.
Τη Μαλένα τη γνώρισα μεγάλη, μητέρα τριών παιδιών, παντρεμένη μʼ έναν Αλγερινό ισπανικής καταγωγής που μιλάει τη γλώσσα μας κι αυτή των γονιών του με έντονη γαλλική προφορά. Τους λατρεύω και τους δύο. Είναι εξαιρετικοί άνθρωποι, γεμάτοι καλοσύνη και γενναιοδωρία. Σήμερα ζουν στην Πάλμα της Μαγιόρκας. Η Μαλένα αποπνέει μια φυσική γλύκα και σε κοιτάζει με μια σπάνια έκφραση που συνδυάζει ένα καλόκαρδο χαμόγελο με μάτια μισόκλειστα, υπομονετικά και διεισδυτικά. Και τραγουδάει τάνγκο με όλη της την ψυχή, χωρίς να χαρίζεται σε λαϊκίστικους εντυπωσιασμούς. Όπως ο πατέρας μου, έτσι και η Μαλένα επέλεξε λάθος επάγγελμα και αφιερώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της, στη φροντίδα της μητέρας μας και σε σπουδές διδασκαλίας της γαλλικής γλώσσας, και δεν τραγούδησε δημοσίως παρά μόνο μετά τα σαράντα. Τι έγκλημα!
Ως εδώ, προς το παρόν, οι σύντομες αναφορές στους Τσαβαρία.
 

ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ