ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΚΕΙ

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΚΕΙ

Συγγραφέας: ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ ΛΟΥΙΣ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 20/01/2012
ISBN: 978-960-8397-48
Σελίδες: 168

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

Ιστορίες για τη μνήμη και τη λήθη, για τη γενναιοψυχία και την εκδίκηση, για τη συνεύρεση και την απώλεια, για ληστείες και τρένα και παγόβουνα και τούρτες. Ιστορίες με αεί παίδες γέροντες και παιδιά γερασμένα, με ήρωες, θεοπάλαβους και μυαλωμένους, με ινδιάνους, μεγιστάνες, γκάουτσο, αντάρτες, βασιλάδες, με ήρωες και πολλούς σκύλους, με τον Αγιέντε, τον Ολίβιε και τον Ντομένικο Μοντούνιο. Ιστορίες από τη Χιχόν και το Αμβούργο, το Παρίσι και τη Γη του Πυρός, τη Μόσχα, το Σαντιάγο και τη ζούγκλα τη; Αμαζονίας. Ιστορίες από δω. Κι από κει.

Ομαδικό πορτρέτο χωρίς φόντο:
ένα ρεπορτάζ

Ένα: Μια μέρα του 2009 — Χιχόν (Ισπανία)

Αυτό το ρεπορτάζ εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσα σε κούτες με παλιά έγγραφα, διάφορα χαρτιά χωρίς σημασία, κείμενα που τα είχα κρατήσει ποιος ξέρει γιατί. Είναι γραμμένο τον Μάιο του 1990, σʼ ένα χοντροκομμένο τετράδιο κινεζικής κατασκευής που δεν αποκλείεται να το είχα αγοράσει στο Σπάιχερστατ.*
Όταν συναντιέσαι με παλιά κείμενα, είναι σαν να συναντιέσαι με τον παλιό σου εαυτό, κι αυτές οι επανασυναντήσεις συγκινούν πάντα. Διάβασα το κείμενο και, βάζοντας μπρος τη μηχανή της μνήμης, θυμήθηκα ότι είχε δημοσιευτεί ένα χρόνο αργότερα στη «Lateinamerika Nachrichten» κι ότι αρχικός του σκοπός ήταν να σχολιάσει τις φωτογραφίες. Όμως, αυτές οι εικόνες εξαφανίστηκαν κι έμειναν μόνο οι λέξεις — λέξεις παλιές, γερασμένες, γραμμένες εδώ και είκοσι χρόνια.

Με χαρά διαπιστώνω ότι πολλά πράγματα από τη Χιλή που περιγράφονται σʼ αυτό το ρεπορτάζ, έχουν αλλάξει προς το καλύτερο και προς το χειρότερο: ναι μεν τα θύματα έχουν αποκαταστήσει τʼ όνομά τους, πολλοί εγκληματίες είναι στη φυλακή κι ο τύραννος πέθανε σαν τιποτένιος κλέφτης, αλλά όσοι είχαν δει στην εξουσία μια ευκαιρία να πλουτίσουν, την αξιοποίησαν και με το παραπάνω.
Αυτές οι παλιές λέξεις, όμως, διατηρούν την αμείωτη οργή τους.

Δύο: Μάρτιος 1991 — Αμβούργο (Γερμανία)

Στη ζωή μου έχω αντιμετωπίσει πολλές καταστάσεις που με υποχρέωσαν να βουβαθώ για πολύ χρόνο, με τη γλώσσα ακινητοποιημένη από μια σκλήρυνση για την οποία δεν υπάρχει καλύτερη θεραπεία από την οργή ή τη δράση.

Πριν από ακριβώς δώδεκα μήνες πήγα στη Χιλή, μετά από δεκατέσσερα χρόνια εξορία. Ήθελα να ζήσω τα τελευταία επίσημα εικοσιτετράωρα μιας δικτατορίας πολύ σκληρής για να μπορεί να διαγραφεί με μια απλή πολιτική τελετή, και τις απαρχές επιστροφής σε μια δημοκρατία πιο πολύ καρπό της απόγνωσης παρά του θάρρους που, σʼ ένα παρελθόν ακόμα νωπό, είχε γκρεμίσει τον τύραννο. μια δημοκρατία κατά παραχώρησιν και υπό εποπτείαν, εξουθενωμένη και αλυσοδεμένη σʼ ένα τερατώδες σύμφωνο: να επινοηθεί ο ευφημισμός που θα σώσει την κεφαλή ενός κράτους παρανόμων και θα επιτρέψει τη δημόσια ομολογία των διαπραχθέντων εγκλημάτων, αλλά όχι και την αποκάλυψη των ονομάτων των εγκληματιών.
Μια περίεργη σύμπλευση των πολιτικών δυνάμεων χαρακτήρισε αυτό το σύμφωνο «κόστος του εκσυγχρονισμού», παραπέμποντας σε άλλες περιπτώσεις μετάβασης από δικτατορίες σε δημοκρατικά συστήματα, όπως η ισπανική μετά από το θάνατο του Φράνκο ή τη γερμανική μετά από την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ και την επακόλουθη αποναζιστικοποίηση του κράτους. Και στις δύο επιβλήθηκε η λήθη ως εθνική ανάγκη, αλλά οι εμπνευστές της φόρμουλας αγνοούν πως οι Χιλιανοί, σε όλα τα θέματα —σε θάρρος και σε επινοητικότητα, σε επιτυχίες και λάθη, σε ταλέντο και ηλιθιότητα— είμαστε ανεπανάληπτοι. Αρκεί να παραθέσω, δίκην παραδείγματος, το έμβλημα στον εθνικό μας θυρεό: «Με τη Λογική ή με τη Δύναμη». Η πιο τέλεια αντίφαση: μια καθαρή επίκληση στη βαρβαρότητα.

Όλες οι εξορίες διαρκούν πάρα πολύ, και κάθε εμπειρία είναι ανεπανάληπτη. Στην περίπτωση των χιλιανών εξορίστων, κάποιοι αποστράφηκαν τις παλιές δοξασίες και, όχι πριν διαδηλώσουν την πίστη τους στα θυρωρεία των Ιδρυμάτων Κόνραντ* Αντενάουερ,* Πάμπλο Ιγκλέσιας* ή Φρίντριχ Έμπερτ,* ξανάπιασαν με κέφι τις πολιτικές σταδιοδρομίες τους: η εξουσία τούς περίμενε. κάποιοι άλλοι, δε σταματούσαν να χτυπάνε το κεφάλι τους όσο διαπίστωναν την αποτυχία της δικαιοσύνης και της ισότητας που είχαν επιβληθεί με διατάγματα: αναθεωρώντας τα παλιά τους εγχειρίδια τακτικής και στρατηγικής, δε δίστασαν νʼ αποκαλέσουν προδότες τους λαούς που είχαν αποτινάξει μέτριες και γερασμένες δικτατορίες, και κατέληξαν νʼ αποκαλέσουν παραπλανημένα τα κακόμοιρα υπάκουα παιδιά που είχαν στείλει οι ίδιοι να πολεμήσουν σε ζούγκλες που δεν υπήρχαν, να κρατήσουν όπλα που δεν εμφανίστηκαν, να κατευθύνουν μάζες που δεν τους περίμεναν, αλλά να πεθάνουν στʼ αλήθεια, ενώ εκείνοι φυλάγονταν για όταν θα ʼρχονταν οι καλύτερες μέρες: η εξουσία τούς περίμενε. κι άλλοι, λιγότεροι, που αντιμετώπισαν την εξορία σαν να ʼταν υποτροφία σπουδών και ανακαλύψεων, και το μόνο που βρήκαν, ήταν η αμφισβήτηση — αμφισβήτηση της Ιστορίας, αμφισβήτηση των συνταγών για την αλλαγή της, αμφισβήτηση της νομιμότητας της εξουσίας.
Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που γύρισα στη Χιλή, κι όλα συνεχίζουν να ʼναι ίδια, αν και, κατά το επίσημο λεξιλόγιο, όλα έχουν αλλάξει: σήμερα, η έλλειψη πολιτικού θάρρους και η συνέργεια με τους ένστολους εγκληματίες αποκαλείται άγνοια. η παράλειψη άσκησης στοιχειωδών καθηκόντων λέγεται αμέλεια. η δολοφονία, υπερβολή.

Ο κυνισμός ποτίζει τα λεξιλόγια, και η αρχαία τέχνη της πολιτικής έχει μετατραπεί σε διαγωνισμό ευφημισμών. Αυτή είναι η ηθική της νέας παγκόσμιας τάξης, της τάξης του τέλους τού αιώνα. Αυτές οι βεβαιότητες, όμως, μας επιτρέπουν τουλάχιστον να ξέρουμε τι μας περιμένει, όπως επέτρεψαν και σʼ εμένα να σπάσω μια μακρά σιωπή και, με τη συσσωρευμένη οργή να μʼ έχει γιατρέψει από τη σκλήρυνση, να μπορέσω επιτέλους να πραγματευτώ το θέμα με ένα χρόνο καθυστέρηση.

Ένα άλλο κίνητρο για να επιστρέψω στη Χιλή, ήταν μια φωτογραφία με χαμογελαστά παιδικά προσωπάκια. Την πρώτη φορά που είδα αυτά τα παιδιά, κατάλαβα πως δε θα τα ξεχνούσα ποτέ. Αυτό συνέβη στο σπίτι της Άννας Πέτερσεν, της γυναίκας που τα είχε φωτογραφίσει. Είχα μόλις φτάσει στη Γερμανία και η εξορία μου μόλις έκλεινε τα τέσσερα χρόνια, αλλά αυτά τα χρόνια ήταν αρκετά ώστε η Χιλή να μεταμορφωθεί σʼ ένα οδυνηρό σημείο αναφοράς που ολοένα απομακρυνόταν.

Το πρώτο που με είχε εντυπωσιάσει, ήταν η γλυκύτητα αυτών των προσώπων, κι όταν έδωσα μεγαλύτερη προσοχή στις εκφράσεις, ξεκλείδωσα το μεγάλο μυστικό που έκρυβε εκείνο το ομαδικό πορτρέτο: η αγνότητα.

Σʼ αυτά τα παιδιά ενυπήρχε η στοιχειώδης αγνότητα την οποία βρίσκουμε στις χιλιάδες φωτογραφίες που τραβιούνται καθημερινά στις παιδικές χαρές και τα σχολεία τής Ευρώπης. Εκείνα τα παιδιά, όμως, δε ζούσαν στην Ευρώπη. ζούσαν στη Χιλή, σε μια φτωχογειτονιά του Σαντιάγο, τη Βικτόρια, απʼ αυτές που χτυπήθηκαν πιο πολύ από την καταπίεση και τη φτώχεια. Τότε, θυμάμαι, αναρρίγησα από φόβο μπροστά στην αγνότητα εκείνων των παιδιών κι άρχισα νʼ αναρωτιέμαι σε πόσο χρόνο θα την έχαναν.

Τα χρόνια πέρασαν. Ήρθαν οι θριαμβολογίες, αλλά η εξορία παρατάθηκε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1990. Όλα αυτά τα χρόνια κράτησα τη φωτογραφία, νιώθοντας ότι εκείνη η αγνότητα ήταν το μόνο το οποίο μου έμενε από τη Χιλή που ήξερα.

Επηρεασμένη από το πάθος μου για κείνα τα πρόσωπα, η Άννα Πέτερσεν αποφάσισε να ξαναπάει εκεί, με σκοπό να τα αναζητήσει και να τα ξαναφωτογραφίσει στο ίδιο μέρος. Σκεφτήκαμε ότι οι δύο φωτογραφίες και τα χρόνια που είχαν περάσει μεταξύ της μιας και της άλλης, θα μπορούσε να γεννήσει ένα αφήγημα ή ένα ρεπορτάζ, κι έτσι, με το εισιτήριο στην τσέπη, πήγα για τελευταία φορά στο χιλιανό προξενείο στο Αμβούργο, για να επιβεβαιώσω ξανά ότι μου επιτρεπόταν να επιστρέψω.

«Μάλιστα. μπορείτε να επιστρέψετε. Το όνομά σας είναι στον τρίτο κατάλογο των ατόμων με δικαίωμα ταξιδίου» με πληροφόρησε ένας υπάλληλος πίσω από ένα αλεξίσφαιρο τζάμι.

Έφυγα απʼ το προξενείο με την αίσθηση ότι η γενναιο­δωρία της δικτατορίας ήταν ταπεινωτική. Το δικαίωμα να ταξιδέψεις ή να διαμείνεις κάπου, είναι αναφαίρετο για κάθε άνθρωπο. Η άδεια να μετακινηθείς ή να παραμείνεις όπου θέλεις, είναι ένα αδυσώπητο και προμελετημένο χτύπημα στην ελευθερία του ατόμου.

Τρία: Μάρτιος 1990 — Σαντιάγο (Χιλή)

Δεν έχει περάσει ούτε μία εβδομάδα από την ημέρα που έπεσε η δικτατορία. Είναι ακόμα καλοκαίρι. Ένα πυκνό «νέφος» καλύπτει την πόλη και νοσφίζεται τις αποστάσεις, θολώνοντας τα περιγράμματα. Σχολιάζω στον ταξιτζή ότι ο αέρας του Σαντιάγο είναι χειρότερος απʼ ό,τι τον θυμόμουν.

«Να μην έχουμε παράπονα» μου απαντάει, προσηλωμένος στο δρόμο. «Στην Αγγλία έχουν ομίχλη, κι αφού εμείς οι Χιλιάνοι είμαστε οι Εγγλέζοι της Νότιας Αμερικής, ε, να μην έχουμε κι εμείς ένα υποκατάστατο;»
Διατρέχοντας τις νότιες συνοικίες, βλέπεις ένα σωρό Χιλιανούς να κάνουν τις χιλιάδες καθημερινές δουλειές τους, δουλειές χωρίς κανένα ενδιαφέρον, όπως νʼ αγοράζουν ψωμί, να περιμένουν το λεωφορείο, να διαβάζουν τις εφημερίδες που είναι κρεμασμένες στα περίπτερα, ή, απλώς, να κοιτάζουν κάπου αφηρημένα, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς θέλουν να δουν. Η απλή και καθαρή ζωή. Η ζωή των ανωνύμων, εν ονόματι των οποίων, όπως λένε, γίνονται οι επαναστάσεις. Ωστόσο, αυτοί που μένουν στις φτωχογειτονιές, έχουν κάτι κοινό που τους χαρακτηρίζει σαν στάμπα: στα πρόσωπά τους διαβάζεις την απελπισία, την αβουλία και την πλήξη, κατάλοιπο μιας κοινωνικότητας που κάποτε ήταν θαλερή και, γιʼ αυτόν ακριβώς το λόγο, ευνουχίστηκε βάναυσα.

Τους κοιτάζω —κοιτάζω τους ανθρώπους μου— και δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι οι ίδιοι οι οποίοι, όπως εγώ, ζούσαν μια δραστήρια κοινωνική ζωή που όχι μόνο δεν ήξερε τι θα πει κόπωση, αλλά και ήταν μια ζωή δημοκρατική, ουσιαστικά δημοκρατική.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στα συνδικάτα.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στους Συλλόγους Γονέων και Κηδεμόνων.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στις συνελεύσεις της γειτονιάς.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στους Συλλόγους Αλληλεγγύης.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στα Κέντρα Μητέρων.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν στις κοινωνικές λέσχες.
Συμμετείχαν και ψήφιζαν σε περιφερειακές οργανώσεις των πολιτικών κομμάτων.
Κάθε Χιλιανός συμμετείχε σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές οργανώσεις, και τώρα που τα θυμήθηκα, τι ωραία και μακρινή που μου ακούστηκε λέξη «ψηφίζω», η απλή κίνηση να σηκώσεις το χέρι, να ζητήσεις το λόγο, να γράψεις ένα όνομα σʼ ένα χαρτί ταπεινό και μυστικό για να τοποθετήσεις κάποιον επικεφαλής σε μια οργάνωση! Θυμήθηκα επίσης, μʼ ένα κράμα πόνου και ντροπής, πως υπήρξα κι εγώ ένας απʼ αυτούς που, με τις πιο αμφίβολες ερμηνείες τού μαρξισμού στο ένα χέρι και τις ευγενέστερες των προθέσεων στο άλλο, έδωσαν τις πρώτες θανάσιμες βολές σʼ εκείνη την υγιή, δημοκρατική ζωή.

Οι κάθε είδους χιλιανές λαϊκές οργανώσεις, εκτός απʼ τα πολιτικά κόμματα, διέπονταν από ένα συνονθύλευμα κανόνων που σκοπό είχαν να εξασφαλίζουν τη συμμετοχή και να ανανεώνουν τους επικεφαλής όταν αυτοί αποδεικνύονταν αναποτελεσματικοί ή, απλώς, δεν ήθελαν να συνεχίσουν στο πόστο τους. Όλα πήγαιναν ρολόι. Ώσπου, μια μέρα, στον πιο μικρό αθλητικό σύλλογο της τελευταίας γειτονιάς της Κονσεψιόν, του Σαντιάγο ή του Βαλπαραΐσο, μετά την εκλογή του νέου προέδρου του συλλόγου, ο αποχωρών πρόεδρος είπε την εξής φράση στον αποχαιρετιστήριο λόγο του: «Οι άνθρωποι περνούν, οι θεσμοί μένουν». Και τον πίστεψαν. Τον πιστέψαμε. Κάποτε, ο Σαλβαδόρ Αγιέντε χαρακτήρισε τη Χιλή χώρα συμβολαιογραφική — και είχε δίκιο. Πιστεύαμε και εμπιστευόμασταν τη νομιμότητα, γιατί την ασκούσαμε. Μια μέρα, σʼ ένα μπαρ, δύο μεθυσμένοι τσακώνονται. ξαφνικά, λέει ο ένας στον άλλον: «Είσαι ηλίθιος». Και η αναπόφευκτη απάντηση του άλλου: «Αυτό, να μου το πεις μπροστά σε συμβολαιογράφο».
Ωστόσο, οι αριστεροί κατηχητές μας μας είπαν ότι αυτές οι συμπεριφορές είναι αστικές κι ότι, για να επιβάλουμε τις απόψεις των πολιτικών κομμάτων, έπρεπε να υποσκάψουμε την ενότητα των κοινωνικών οργανώσεων. Αυτή ήταν η μέθοδός μας για να κατακτήσουμε την εξουσία: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», «Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι εναντίον μας». Πάντως, όλες εκείνες οι οργανώσεις που είχαν γεννηθεί υπό την επιρροή των πρώτων αναρχικών, ενσωματώθηκαν στο συλλογικό μας όνειρο, στον αγώνα των χιλίων ημερών διακυβέρνησης της χώρας από τον Αγιέντε. Κανένας άλλος ηγέτης δεν είχε ποτέ τη στήριξη από το λαό που είχε ο Σαλβαδόρ Αγιέντε, και ο θάνατός του στο Λα Μονέδα ήταν ο μοναδικός του τρόπος να ανταμείψει αξιοπρεπώς τόση αφοσίωση και γενναιοδωρία.

Έναν απʼ αυτούς που κοίταζαν αφηρημένα κάπου, σαν να ʼψαχναν το μέλλον μες στο «νέφος», τον ρώτησα ποια ήταν η γνώμη του για τη νέα κατάσταση, για την πρόσφατη επιστροφή στη δημοκρατία.
Εκείνος σήκωσε τους ώμους και είπε:
«Κομπάδρε, τα πράγματα δεν μπορεί να πάνε χειρότερα απʼ όσο ήταν».
Η είσοδος στη Βικτόρια δεν είναι εύκολη. Οι κάτοικοί της δε συμπαθούν ούτε τους περίεργους ούτε τους τουρίστες του φολκλόρ της φτώχειας. Με τη μεσολάβηση του Πρεσβυτέριου της Αλληλεγγύης, αυτού του ιδρύματος της χιλιανής Καθολικής Εκκλησίας που, τα χρόνια της δικτατορίας, λειτούργησε ως υπουργείο του πόνου ή μοναδική πηγή ανακούφισης, καταφέραμε να πάρουμε ένα είδος άδειας να μπούμε στο γκέτο και να κάνουμε ακριβώς αυτό που είχαμε δηλώσει: να ψάξουμε τα παιδιά της φωτογραφίας, να προσπαθήσουμε να τους τραβήξουμε άλλη μία στο ίδιο μέρος, και να μιλήσουμε μαζί τους για τα οκτώ χρόνια που είχαν περάσει από την πρώτη φωτογράφιση.

Σύνδεσμός μας είναι η Αλίσια, μια δημοτική σύμβουλος που συνδυάζει τη δουλειά της στο αντιαλκοολικό μέτωπο με τη διαχείριση ενός νηπιαγωγείου με το καμαρωτό όνομα Κindergarten. Μας υποδέχεται τριγυρισμένη από παιδάκια. Τα μικρότερα είναι τριών χρονών, τα μεγαλύτερα έξι, αλλά υπάρχουν και κάποια μεγαλύτερης ηλικίας.

Τα παιδιά μάς περιτριγυρίζουν, μας λένε «θείε» και «θεία», και τραγουδούν για μας το «Gana la gente», το τραγούδι-σλόγκαν του αντιπολιτευτικού συνασπισμού που έφερε τον Πατρίσιο Άιλουιν* στην προεδρία μετά από δεκαέξι χρόνια τυραννία. Παρά τη γλύκα των φωνών τους, οι φράσεις, οι αμφίσημοι στίχοι του τραγουδιού, ακούγονται απόμακροι, μεταλλικοί, ίσως και ψυχροί. Όταν τελειώνουν το τραγούδι τους, τους ζητάω να ξανατραγουδήσουν, αλλά αυτή τη φορά κάτι δικό τους, κάτι απʼ αυτά που τραγουδάνε καθισμένα στα λιλιπούτεια έπιπλά τους στο Kindergarten.
Kαι τότε, ένα κοριτσάκι αρχίζει: «Caballito blanco, llévame de aquí, / llévame a la tierra donde yo nací...»

Τέσσερα

«Πάμε, λοιπόν» μας λέει η Αλίσια, κι αρχίζουμε να περπατάμε στα στενά δρομάκια της Βικτόριας. Σχεδόν όλοι οι δρόμοι έχουν ονόματα παλιών ηγετών της χιλιανής εργατικής τάξης: Ελίας Λαφέρτε,* Γκάλο Γκονσάλες, Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπάρεν* — όλοι τους, άνθρωποι που από τα αλατωρυχεία του βορρά συνεισέφεραν στη διαμόρφωση αυτής της οργανωτικής κουλτούρας που σήμερα είναι μόλις μια ανάμνηση.
Σε μια γωνιά, μια ομάδα γυναίκες παρακολουθούν τη δουλειά που κάνουν οι υπάλληλοι της ηλεκτρικής εταιρείας στις κολόνες του ηλεκτροφωτισμού των δρόμων. Εγκαθιστούν ασφάλειες που πάνω στο μεταλλικό τους κέλυφος φαίνεται πολύ καθαρά το λογότυπο της Siemens. Πλησιάζουμε τις γυναίκες.
«Το μουνί της μάνας σας» ψιθυρίζει μία. Είναι η χειρότερη βρισιά στο χιλιανό λεξιλόγιο. «Το μουνί της μάνας σας» επικροτούν οι άλλες εν χορώ. Κι όταν αναγνωρίζουν την Αλίσια, μας εξηγούν γιατί είναι οργισμένες:
«Ξέρετε τι βάζουν εδώ; Κάτι μαραφέτια για να μην μπορούμε να παίρνουμε ρεύμα απʼ αυτά τα καλώδια. Εδώ, στη Βικτόρια, κανένας δεν πληρώνει ρεύμα. Πού να τα βρούμε τα λεφτά; Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι αυτοί που έχουν δουλειά, κι αυτά που βγάζουν, δε φτάνουν ούτε για να φάνε. Και τώρα, μʼ αυτά τα μαραφέτια, όποτε πάμε να πάρουμε ηλεκτρικό, το ρεύμα μάς τινάζει, και ήδη μες σε μια βδομάδα έχουν πάρει φωτιά τρία σπίτια».
«Το μουνί της μάνας σας» φωνάζουμε η Άννα κι εγώ, όμως οι δικές μας βρισιές δεν απευθύνονται στους εργάτες της ηλεκτρικής εταιρείας, αλλά στους διευθυντές τής Siemens που εξάγουν αυτές τις θανάσιμες παγίδες.
Η Αλίσια βγάζει τη φωτογραφία των παιδιών, και οι γυναίκες δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον.
«Α, μα ναι! Αυτός είναι ο Μαρκίτος, ο καημενούλης ο Μαρκίτος! Και οι άλλοι ποιοι είναι; Κοίτα, γειτόνισσα: νομίζω πως αυτός, ο πιο μικρός, αυτός πάνω στο χαρτόκουτο, είναι ο Ένρι!»
Η γειτόνισσα γουρλώνει τα μάτια και συμφωνεί.
«Ναι. ο Ένρι είναι. Και δίπλα του, η Σεσίλια. Τι όμορφα που φαίνονται! Αυτή η φωτογραφία είναι πριν από πολλά χρόνια, ε;»
Οκτώ, της απαντάμε και προσθέτουμε ότι θέλουμε να δούμε τα παιδιά. Οπότε, μετά από μια σύντομη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους, μας συμβουλεύουν να βρούμε τον «Λόκο Γαρίδο». Είναι ο πατέρας κάποιων από τα παιδιά τής φωτογραφίας.
Αποχαιρετάμε τις γυναίκες. Οι υπάλληλοι της ηλεκτρικής εταιρείας συνεχίζουν να εγκαθιστούν τα ζοφερά εξαρτήματα που θα συνεχίσουν να καίνε τα σπίτια όσων τολμούν να κρεμαστούν απʼ τα καλώδια για να ʼχουν φως τα βράδια, νʼ ακούνε ραδιόφωνο, να βλέπουν τα διαφημιστικά της Siemens στην τηλεόραση. Η Αλίσια σχολιάζει:
«Μας καταδικάζουν να ζούμε χωρίς φως. Πριν, κάθε οικογένεια τα βόλευε κουτσά-στραβά με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού. μαζί με τη δικτατορία, όμως, ήρθαν η ανεργία και τα χρέη. Πρώτα μάς το ʼκοψαν, μετά μας πήραν και τους μετρητές, και τώρα, αν θέλεις να ʼχεις φως νόμιμα, πρέπει να εξοφλήσεις το παλιό χρέος και νʼ αγοράσεις καινούργιο μετρητή. Και να σου πω γιατί δεν τα βάζουν με τους εργάτες; Γιατί ξέρουν πως κι αυτοί εντολές υπακούουν, πως είναι φτωχοί όπως εμείς. Και τη δουλειά αυτή, ας είναι σκατοδουλειά, πρέπει να την κάνουν καλά. Όμως δεν έχει σημασία. Πολύ γρήγορα κάποιος νεαρός θα βρει τον τρόπο να ξεγελάσει αυτά τα μηχανήματα».
Μπαίνουμε σʼ ένα χωματόδρομο. Τα σπίτια είναι χαμηλά και ανόμοια. πρέπει να χτίστηκαν την εποχή του πρώτου πολεοδομικού σχεδίου, το χειμώνα του 1957. Αρχιτεκτονική με τούβλα, ξύλο, λαμαρινόφυλλα, ασβέστη από τον απαγορευμένο στην Ευρώπη, χαρτόνια, σπασμένα κεραμίδια, χαλάσματα από άλλες οικοδομές. Σχεδόν όλα έχουν μπροστά από έναν κηπάκο όπου φυτρώνουν γεράνια —οι ορχιδέες των φτωχών— και βότανα. Ορισμένα έχουν μια κληματαριά με μαύρα σταφύλια, μια πορτοκαλιά, μια ταπεινή ακακία με άψογο φύλλωμα που το φροντίζουν και το συντηρούν τα μυρμήγκια, και που οι ίσκιοι τους απαλύνουν την ανελέητη ζέστη του καλοκαιριού στο Σαντιάγο. Στο δρόμο υπάρχουν δέντρα που τα ʼχουν φυτέψει οι ίδιοι οι κάτοικοι. Σε μερικούς κορμούς αναγνωρίζω τα αδιαμφισβήτητα ίχνη που αφήνουν οι σφαίρες όταν διαπερνούν τη φλούδα. Και πανταχού παρούσα η παροιμιώδης καθαριότητα των Χιλιανών: «Το σπίτι είναι καθρέφτης της ψυχής».
Η Αλίσια σταματά μπροστά σʼ ένα σπίτι από ξύλο και τούβλα.
«Εδώ σκότωσαν ένα νεογέννητο. Στην τελευταία διαδήλωση. Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες εισέβαλαν στη Βικτόρια γύρω στις εννέα το βράδυ. Ήταν έξαλλοι, γιατί τα παιδιά του Μετώπου Μανουέλ Ροδρίγκες* τούς είχαν στήσει καρτέρι στα οδοφράγματα του Παναμερικανικού. Πυροβολούσαν ό,τι έβλεπαν να κινείται —ανθρώπους, σκυλιά, γάτες— κι έριχναν στα σπίτια δακρυγόνα. Εδώ μέσα ήταν δύο γερόντια με τη νεογέννητη εγγονή τους. Οι χωροφύλακες έριξαν τέσσερα-πέντε δακρυγόνα μέσα από ένα παράθυρο, κι ένα απʼ αυτά έσκασε δίπλα στο μωρό. Πέθανε στην κούνια. Ήταν δύο εβδομάδων.»
Συνεχίζουμε το περπάτημα. Σʼ έναν τοίχο διαβάζουμε: «Νιότη σημαίνει τόλμη. Μην αφήνεις να σε εκμεταλλεύονται. Κίνημα Νεολαίας Λαουτάρο».* Πιο κάτω, ένα ξεθωριασμένο graffiti, φόρος τιμής στον Τζον Λένον: «Φαντάσου μια ζωή ειρηνική». Λίγο αργότερα, βλέπουμε ένα φρέσκο της Ταξιαρχίας Ραμόνα Πάρα,* εμπνευσμένο από στίχους του Νερούδα, δίπλα σε υποσχέσεις αιωνίου σωτηρίας από μια θρησκευτική αίρεση. Μου κάνει εντύπωση που δε βλέπω πολιτική προπαγάνδα, τίποτα αφίσες από τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές. Η Αλίσια μού λύνει την απορία:
«Υπήρχαν — και πολλές, μάλιστα. Έρχονταν να κολλήσουν αυτοί του Μπούτσι;* Παρακαλώ, περάστε. Έρχονταν του Άιλουιν; Παρακαλώ, περάστε. Αυτοί του “Φρα Φρα” Εράσουρις;* Το ίδιο: Παρακαλώ, περάστε. Έπνιξαν τη Βικτόρια στο χαρτί, αλλά, μόλις έφευγαν, τα παιδιά ξεκολλούσαν τις αφίσες, γιατί το χρησιμοποιημένο χαρτί πουλιέται με το κιλό».
Ξαφνικά, ο δρόμος βγάζει σʼ ένα ξέφωτο, περιφραγμένο μʼ ένα συρματόπλεγμα. Το τσιμεντένιο έδαφος, που έχει ρωγμές σε πολλά σημεία, εντείνει τη ζέστη, κι η Αλίσια κουνάει το κεφάλι.
«Εδώ είχαμε ένα πάρκο. Μια πλατεία. Τη φτιάξαμε μόνοι μας οι κάτοικοι δουλεύοντας πολλές μέρες εθελοντικά, επί κυβέρνησης του σύντροφου Αγιέντε. Κι έγινε όμορφη η πλατεΐτσα μας. Καθένας φύτεψε από ένα δέντρο, ένα φυτό, είχαμε και δέντρα αντιπροσωπευτικά όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Ήταν σαν μινιατούρα βοτανικού κήπου, κι ήταν ωραία να ʼρχεσαι και να κάθεσαι τα βράδια. Μια μέρα, όμως, μετά το πραξικόπημα, εμφανίστηκαν οι καραβανάδες με μια μπουλντόζα και την έσβησαν από το χάρτη. Είπαν πως ήταν μέρος ανατρεπτικών συγκεντρώσεων. Μετά έριξαν τσιμέντο και την περιέφραξαν μʼ αυτό το συρματόπλεγμα. Εδώ μέσα, στις ταραχές, έκλεισαν όλους τους άνδρες πάνω από δέκα χρονών. Νομίζω πως αυτά τα μέρη στην Ευρώπη τα λένε στρατόπεδα συγκεντρώσεως...»
Παίρνουμε έναν άλλο δρόμο, καθαρό και δροσερό. Από ένα ανοιχτό παράθυρο δραπετεύει ο ήχος μιας τηλεόρασης. Χωρίς να το θέλουμε, σταματάμε. Αναγνωρίζω τη μελωδία: είναι από ένα διαφημιστικό που το ʼχω δει πολλές φορές σε έγχρωμες τηλεοράσεις. Τώρα, η μαυρόασπρη εικόνα συγχέει τους χρόνους και του προσδίδει πάθος: μια γλυκιά μουσική τυλίγει την πορεία ενός καμιονιού φορτωμένου άλογα. Η κάμερα, από ψηλά, πιάνει τις νευρικές κινήσεις των ζώων. Ύστερα πλησιάζει και κεντράρει σʼ ένα μπριόζο άλογο κούρσας που αρχίζει να κλοτσάει τα τοιχώματα του τροχήλατου μαντριού. Κλοτσάει και ξανακλοτσάει, το ξύλο υποχωρεί, πέφτει, τʼ άλογα καλπάζουν ελεύθερα, τελείως ελεύθερα, στις σιέρες της Αλμερίας, εκεί όπου έχει γυριστεί το διαφημιστικό. «Έτσι μʼ αρέσει η Χιλή» λέει η περιπαθής φωνή της εκφωνήτριας, ενώ τα άλογα καλπάζουν και καλπάζουν, σηκώνοντας σκόνη ισπανική με τις οπλές τους.
«Φτάνουμε» λέει η Αλίσια.
Σε λίγα μέτρα απόσταση, μια κουρασμένη μορφή είναι καθισμένη σʼ έναν ξύλινο πάγκο, στη σκιά μιας ακακίας. Είναι μεγάλης ηλικίας. Εκ πρώτης όψεως, θα τον έλεγες πάνω από εβδομήντα. Φοράει ένα χιλιομπαλωμένο παντελόνι, παπούτσια φαγωμένα αλλά γυαλισμένα στην τρίχα, κι ένα κασκέτο με το γείσο κατεβασμένο ώς τα μάτια.
Είναι ο «Λόκο Γαρίδο». Η Αλίσια μας τον συστήνει ως «δον Αντόνιο» και του εξηγεί γιατί έχουμε έρθει. Ο άνδρας κατανεύει, και μετά η Αλίσια λέει ότι μας αφήνει σε καλά χέρια κι ότι πρέπει να φύγει γιατί έχει πολλές δουλειές να κάνει, αλλά πριν φύγει, αναθέτει στον δον Αντόνιο, όταν θα ʼχουμε τελειώσει την κουβέντα μας, να μας ξαναφέρει πίσω στο Kindergarten. Ο άνδρας κατανεύει ξανά, και με το ξεδοντιάρικο χαμόγελό του μας καλεί να καθίσουμε δίπλα του.
«Πρόκειται γιʼ αυτά τα παιδιά» του λέω και του δείχνω τη φωτογραφία.
Ο άνδρας την παίρνει στα χέρια του. Μισοκλείνει τα μάτια για να δει καλύτερα. Καρφώνομαι στα μικροσκοπικά, νευρώδη, σβέλτα χέρια του. Μετά, περιεργάζομαι ένα πρόσωπο ρωγμώδες.
«Τα ξέρω» λέει σαν να μιλάει στον εαυτό του, «πώς να μην τα ξέρω...»
Εκείνη τη στιγμή, εγώ παλεύω με τη μνήμη μου. Έχω επιστρέψει στη Χιλή μετά από δεκατέσσερα χρόνια εξορία, και οι αναμνήσεις μου είναι συγκεχυμένες, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν μου είναι ξένος.
«Να με συμπαθάς, δον Αντόνιο, που σε κοιτάζω έτσι, αλλά σαν γνωστό μού φαίνεται το πρόσωπό σου. Προσπαθώ να θυμηθώ από πού.»
Τότε ο άνδρας σφίγγει τις γροθιές, τις φέρνει στο ύψος του πιγουνιού του και λέει:
«Ήμουν πρωταθλητής».
Η μνήμη καθαρίζει, οι αναμνήσεις αναδύονται. Μα φυσικά! «Λόκο Γαρίδο», μέγας χιλιάνος μποξέρ, πρωταθλητής Νότιας Αμερικής ημιμέσων βαρών, είδωλο της δεκαετίας του ʼ70. Κι όπως θυμάμαι ότι ο αγώνας του για τον νοτιο­αμερικανικό τίτλο έγινε πριν από είκοσι πέντε χρόνια, υπολογίζω πως αυτός ο γέρος δεν πρέπει να πέρασε τα πενήντα πριν από πολύ καιρό.
«Ήμουν πρωταθλητής» ξαναλέει, ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Καπνίζει με απόλαυση. Νιώθω ότι έχω χιλιάδες ερωτήσεις να του κάνω, αλλά καμιά δεν μου ανεβαίνει στα χείλη, κι αποφασίζω πως το καλύτερο είναι να τον αφήσω να μιλήσει όπως θέλει.
«Τα μωρά. Τέσσερα απʼ αυτά είναι αδέλφια. Ανιψάκια μου όλα. Σʼ αυτή τη φωτογραφία είναι όλα τους, και δες τα πώς γελάνε. Τους άρεσε να γελάνε, όπως σʼ όλα τα παιδιά. Δεν έπαιρναν τίποτα στα σοβαρά. Κάθε φορά που πήγαινα να τα δω, μου ζητούσαν να τους περιγράψω τον αγώνα μου με τον Πάναμα Τζο. Τον νίκησα τον Παναμέζο με νοκ-άουτ. Παλιά, όμως. Απʼ όλα τους, αυτό που γελούσε πιο πολύ ήταν ο Μάρκος, αυτός εδώ, αυτός που κρατάει τον Χόρχε αγκαλιά. Αχ, το καημένο το παιδί… Είχε στόφα αθλητή από μωρό, κι αν είχε φορέσει τα γάντια, θα ʼχε γίνει πρωταθλητής. Έχουμε καλές γροθιές εδώ στη Χιλή. θυμήσου τον Αρτούρο Γοδόι, τον Στίβενς, τον Βάργας, τους Μολίνα. Ο Μάρκος ήταν γερό παιδί, με δυνατά χέρια. Αχ, το καημενούλι...»
«Τι του συνέβη, δον Αντόνιο;»
«Δεν το ξέρεις; Πέθανε. Τον έπιασαν να κλέβει, και τον σκότωσαν. Καημένε Μάρκος... Και τι άλλο να κάνει; Στο σπίτι του ζούσαν, κι ακόμα ζουν, καμιά ντουζίνα νοματαίοι. Τους τυραννούσε ένας αλκοολικός παππούς. ο πατέρας τους την είχε κάνει, αφήνοντας πίσω του μια γυναίκα και πέντε παιδιά. Δεν υπήρχε καλύτερο, κι ακόμα δεν υπάρχει καλύτερο, απʼ το να πας φυλακή για κλοπή, κι ο Μάρκος έπρεπε να κάνει κάτι για τη φαμίλια. Ένα καταραμένο απόγευμα του ʼ86 βγήκε να κλέψει μʼ έναν φίλο του. Πήγαν ώς την Κεντρική Αγορά κι έκλεψαν μια τσάντα με τρόφιμα. Ο φίλος του μου είπε πως το πράγμα τούς είχε φανεί εύκολο. ένας άντρας φορτωμένος πακέτα είχε αφήσει την τσάντα καταγής για να ψωνίσει κάτι άλλο, κι ο Μάρκος την άρπαξε στο πι και φι. Για κακή του τύχη, ο άντρας αποδείχθηκε ότι ήταν χωροφύλακας. Ατυχία, ε; Ο χωροφύλακας έβγαλε ένα περίστροφο και πυροβόλησε. Ο Μάρκος δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι και πέθανε ακαριαία. Καημένο μωρό... Ήταν δεκαπέντε χρονών.»
Ο «Λόκο Γαρίδο» σωπαίνει. Καταγράφω ό,τι μας αφηγήθηκε για τον Μάρκος, και θυμάμαι πως, μια φορά, στη Γερμανία, διάβασα για ένα Χιλιανόπουλο που είχε σκοτωθεί εκεί που πήγαινε να κλέψει — μια είδηση που στριμώχτηκε ανάμεσα στην καθημερινή απογραφή φρικωδιών και σκανδάλων, και που δεν συγκίνησε και πολλούς, επειδή κάτι τέτοια συμβάντα αποτελούν μέρος της συνήθειας της ζωής κι επειδή αυτό το δεκαπεντάχρονο αγόρι δεν έπαιζε κανέναν σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ιστορία που πουλιέται στις αγορές ειδήσεων. Καημένε Μάρκος... Γεννήθηκε και μεγάλωσε με τον σταυρό του μαρτυρίου στον ώμο του.
Ένα παιδί μάς πλησιάζει με βήματα ντροπαλά και επιφυλακτικά. Θα ʼναι καμιά δεκαριά χρονών. Φοράει γκρίζο παντελόνι, αθλητικά παπούτσια, άσπρο πουκάμισο και μια σοβαρή γαλάζια γραβάτα. Το αεράκι παίζει με τʼ ανάκατα μαλλιά του. Το παιδί σταματάει στα λίγα μέτρα.
Ο «Λόκο Γαρίδο» τού γνέφει να πλησιάσει.
«Αυτός είναι ο Ένρι. Αυτός στο χαρτόκουτο. Έλα κοντά, αγόρι μου. Κοίτα τι χοντρός που είσαι στη φωτογραφία!»
Ο Ένρι φαίνεται δίπλα στα αδέλφια του και σʼ έναν φίλο. Του εξηγούμε πως έτσι ήταν πριν από οκτώ χρόνια, και χαμογελάει χαρούμενος. Ξανακοιτάζει όλα τα πρόσωπα, ένα ένα, και τα χαρακτηριστικά του σφίγγονται όταν προσέχει τον Μάρκος. Τον ρωτάμε για πού το ʼβαλε.
«Στο σχολείο» απαντάει.
Η απάντησή του μας ξαφνιάζει, γιατί δεν βλέπουμε να κρατάει σάκα ή κάτι άλλο. Ο «Λόκο Γαρίδο» καταλαβαίνει την απορία μας και ξεκαθαρίζει τα πράγματα.
«Πάει στο σχολείο για να φάει. Αυτό είναι και το μοναδικό ζεστό πιάτο που τρώει όλη μέρα. Δεν πάει πια στα μαθήματα, γιατί δεν έχει ούτε βιβλία ούτε τετράδια. Ένρι, όταν φας, τράβα φέρε τʼ αδέλφια σου για να δουν τη φωτογραφία. Και τον Χόρχε. Πρέπει να ʼχει γυρίσει σπίτι.»
Ο Ένρι απομακρύνεται, κι απʼ τη γωνία του δρόμου μάς φωνάζει ότι σήμερα είναι Παρασκευή, και κάθε Παρασκευή έχει τηγανητό ψάρι στο σχολείο.    
Ενώ περιμένουμε την επιστροφή του Ένρι με τʼ άλλα παιδιά, ανοίγουμε κουβέντα για τα πάντα: για την οργάνωση της γειτονιάς, για τους κομματάρχες στη Βικτόρια, για τη σημερινή κατάσταση της χιλιανής πυγμαχίας, για το ότι δεν υπάρχουν πια καλές γροθιές στον κόσμο, για ένα γαλακτοπωλείο-μπαρ που μόλις άνοιξαν κάτι παιδιά από μια νεανική λέσχη κι όπου μόνο γάλα δεν πουλάνε γιατί είναι πολύ ακριβό. μόνο τσάι και γκαζόζες.
«Και τα παιδιά έχουν ωραία σχέδια, ωραίες ιδέες. Θέλουν νʼ ανοίξουν ένα σινεμά και να φτιάξουν ένα θίασο. Ακόμα και γυμναστήριο έχουν κατά νου, και μʼ έχουν αγκαζάρει να τους μάθω πώς βάζουν τα γάντια.»
Ξαφνικά, περνάει ένα αυτοκίνητο και σηκώνει σκόνη. Είναι ένα μοντέρνο πολυμορφικό Volkswagen. Στο μέσα μέρος του παρμπρίζ, μια καρτολίνα που γράφει «Τύπος», κάνει τον «Λόκο Γαρίδο» να χαμογελάσει.
«Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι! Έμαθαν ότι γύρισε ο Πιερ Ντιμπουά,* ο παπάς που αφόρισε τον Πινοτσέτ, και πλάκωσαν για ρεπορτάζ. Πολύ ψόφιοι πρέπει να ʼναι αυτοί οι Ευρωπαίοι, γιατί δεν περπατάνε ποτέ. Γυροφέρνουν στη Βικτόρια με τʼ αυτοκίνητά τους, φωτογραφίζουν, κινηματογραφούν, μιλούν με τους παπάδες και φεύγουν. Κάποτε είδα μια ταινία για τον τουρισμό στην Αφρική. Κάτι τέτοιο έρχονται εδώ να κάνουν οι ευρωπαίοι δημοσιογράφοι: ένα σαφάρι στη Βικτόρια.»
«Δον Αντόνιο, πες μας για τον τελικό.»
Ακούγοντας το αίτημά μου, τα μάτια του ταλαίπωρου ανθρωπάκου παίρνουν φωτιά, και στη μνήμη μου έρχονται ατάκτως οι πρώτες φράσεις τού Ο γέρος και η θάλασσα,* όπου ο Χέμινγκουεϊ περιγράφει τα ακαταμάχητα μάτια τού εκπληκτικού ήρωά του. Και τα μάτια του «Λόκο Γαρίδο», ακαταμάχητα μου φαίνονται.
Στον αγώνα για τον νοτιοαμερικανικό τίτλο ημιμέσων βαρών, ο «Λόκο Γαρίδο» είχε όλα σχεδόν εναντίον του. Ο Πάναμα Τζο, ο αντίπαλός του και κάτοχος του τίτλου, ήταν ένας μποξέρ εκπαιδευμένος από τους Αμερικανούς που υπηρετούσαν στη Βάση της Διώρυγας. Ο Παναμέζος ανέβηκε στο ρινγκ καλύτερα προπονημένος, καλύτερα ντυμένος, καλύτερα φαγωμένος, και με τους περισσότερους θεατές στο πλευρό του. Οι δύο πυγμάχοι χαιρετίστηκαν στα καστιλιάνικα, κατένευσαν ακούγοντας τις προτροπές τού διαιτητή, χτύπησαν τις γαντοφορεμένες γροθιές τους κι αποσύρθηκαν, καθένας στη γωνιά του. Χτύπησε το καμπανάκι, κι ο Πάναμα Τζο άρχισε να συναρπάζει το κοινό με τη συντριπτική στρατηγική του. Στους δύο πρώτους γύρους, στρίμωξε τον «Λόκο Γαρίδο» στα σκοινιά, επιφέροντάς του σοβαρά χτυπήματα στα μπράτσα και τα νεφρά. Δεν του επέτρεπε να πλησιάσει το κέντρο του τετραγώνου, δεν τον άφηνε να τεντώσει το χέρι του για να χτυπήσει, δεν άφησε στον χιλιανό πυγμάχο την παραμικρή ευκαιρία να δώσει το τρομερό του δεξί κροσέ.
«Όμως, με το που ξεκίνησε ο τρίτος γύρος, έκανε το σφάλμα της ζωής του: την ώρα που έφτιαχνε το προστατευτικό για τα δόντια, μου μίλησε στα γκρίνγκο. Μπορεί και να μʼ έβρισε — δεν ξέρω. Αυτό, όμως, μου ήταν αρκετό για να βγω απʼ τα σκοινιά και να τον αρχίσω στις γροθιές με το αριστερό, μέχρι να τον φέρω στην κατάλληλη απόσταση για το δεξί μου. Έπεσε χάμω σαν σακί: νοκ-άουτ στο πρώτο λεπτό του τρίτου γύρου. Ούτε ένας γκρίνγκο δε με χειροκρότησε, με γιουχάισαν, κι ο διαιτητής σήκωσε απρόθυμα το χέρι μου. Όμως, κατέβηκα απʼ το ρινγκ με τη ζώνη τού πρωταθλητή.»
«Και μετά, δον Αντόνιο;»
«Μετά, έπρεπε να υπερασπιστώ τον τίτλο... τρεις φορές — κόντρα στον Περουβιανό Βαλδεμπενίτο, τον Αργεντινό Πόρας, τον Μεξικανό Γκαρσία. Τους νίκησα και τους τρεις.»
«Τότε μπορεί να είσαι ακόμα πρωταθλητής.»
«Όχι. Ήμουν πρωταθλητής. Να σου πω κάτι; Κάθε φορά που έκαναν επιδρομή στη Βικτόρια κι έπιαναν όλους τους άνδρες και μας έκλειναν σʼ αυτό που πριν ήταν πλατεία, ποτέ δεν έλειψε ο καραβανάς ή ο χωροφύλακας που με αναγνώριζε και του άνοιγε η όρεξη να χτυπήσει έναν πρωταθλητή.»
Ο «Λόκο Γαρίδο» σωπαίνει, κοιτάζει τα χέρια του και, ίσως επειδή τα βλέπει γυμνά, χωρίς την κομψή γλαφυρότητα των γαντιών, τα κατηγορεί για όλες τις ταπεινώσεις που δέχτηκε.


Πέντε

Έχει περάσει μισή ώρα, κι απʼ τη γωνία του δρόμου βλέπουμε να ξεπροβάλλει ο μικρούλης Ένρι, συνοδευμένος από μια κοπέλα και δύο αγόρια. Όσο πλησιάζουν, εμείς συγκρίνουμε τα πρόσωπά τους με εκείνα στη φωτογραφία. Ναι. αυτά είναι. Τα μάτια είναι ίδια. Τα μαύρα τους μαλλιά δεν έχουν αλλάξει χρώμα, αλλά εκείνα τα αγνά χαμόγελα που ακινητοποιήθηκαν πριν από οκτώ χρόνια, δεν είναι πια ίδια.
Ο Ένρι, κάνοντας επίδειξη ότι μας γνωρίζει, αναλαμβάνει τις συστάσεις και τους εξηγεί τι θέλουμε. Η κοπέλα και τʼ αγόρια σηκώνουν τους ώμους, μου ζητάνε τσιγάρο και, καπνίζοντας, μας λένε πως δε γουστάρουν τους δημοσιογράφους.
«Δεν κρατούν το λόγο τους. Στις διαδηλώσεις, μας βάζουν να στήνουμε οδοφράγματα ή να πετάμε πέτρες, για να τραβάνε φωτογραφίες. Πάντα λένε ότι θα μας στείλουν τις φωτογραφίες, αλλά ποτέ δεν κρατούν το λόγο τους.»
Σε μια συζήτηση από τις πιο άναρχες που έχω ζήσει, μας πληροφορούν ότι όλα αυτά τα παιδιά, ακόμα και ο μικρούλης Ένρι, έστησαν οδοφράγματα, έκαψαν λάστιχα, έφτιαξαν μολότοφ, ήρθαν πολλές φορές αντιμέτωπα με σφαίρες, και μιλάνε για όλα αυτά σαν να ʼταν κάποιο αθώο παιχνίδι. Χτυπάνε στην πλάτη τον Πάμπλο και τον χαρακτηρίζουν τον καλύτερο «αφοπλιστή» των δακρυγόνων.
«Δε φοβάσαι, Πάμπλο;»
«Δεν ξέρω. Πιο πολύ πρέπει να φοβούνται οι Παλαιστίνιοι της ιντιφάντας. Και τι ωφελεί ο φόβος; Δε θέλω πια να ζω...»
Με το που το ακούει αυτό, ο «Λόκο Γαρίδο» κουνάει το κεφάλι. Πάει να πει κάτι, αλλά το έντονο βλέμμα τού Πάμπλο που είναι δεκάξι χρονών και δε θέλει πια να ζει, καρφώνεται στα μάτια του πρόωρα γερασμένου πρωταθλητή και τον αναγκάζει να σωπάσει.
«Κι εσύ, Σεσίλια, συμφωνείς μʼ αυτά που λέει ο Πάμπλο;»
Η Σεσίλια είναι δεκαεπτά. Νόστιμο κοριτσάκι. Ταλαντεύει το καλοσχηματισμένο κορμί της πάνω σε κάτι παπούτσια με φαγωμένα τακούνια, σαν να ψάχνει στην αιώρηση τα λόγια της.
«Δεν ξέρω. Παλιά, ονειρευόμουν τη ζωή. Ονειρευόμουν ένα σωρό ωραία πράγματα που θα μπορούσα να κάνω όταν θα μεγάλωνα. Τώρα πια δεν ονειρεύομαι. Τώρα φοβάμαι να ονειρευτώ, κι όταν ονειρεύομαι λυσσάω απʼ το κακό μου, γιατί τα όνειρα είναι σκέτα ψέματα.»
Καθώς μιλάει, η Σεσίλια κρύβει ένα μέρος του προσώπου της με τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Θέλω να μάθω τι κρύβει, κι όταν της ανάβω άλλο ένα τσιγάρο, βλέπω μια ουλή που τέμνει το πάνω χείλος της ώς τη σχισμή.
Αργότερα, ενόσω πηγαίνουμε προς το σημείο όπου πριν από οκτώ χρόνια η Άννα είχε φωτογραφίσει τα παιδιά, ο «Λόκο Γκαρίδο» μού λέει ότι αυτή η ουλή είναι από ένα χτύπημα που της κατάφερε ο αδελφός της, Μαουρίσιο, λίγο μεγαλύτερος απʼ αυτήν, επιφορτισμένος να επιτηρεί την τιμή της οικογένειας. Ένα απόγευμα, ο Μαουρίσιο βρήκε τη Σεσίλια να πορνεύεται στην Πασέο Αουμάδα, και την πήγε στο σπίτι τους πυξ λαξ.
Απʼ τα τέσσερα παιδιά, μόνο ο Χόρχε σπουδάζει: πηγαίνει σε μια τεχνική σχολή για να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων.
«Κι όταν τελειώσω τις σπουδές» μας λέει με αυτοπεποίθηση, «θα φύγω απʼ τη Χιλή. Θα πάω Αυστραλία.»
«Πολύ μακριά είναι η Αυστραλία» σχολιάζω.
«Τόσο το καλύτερο» μου λέει, με ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Ο μικρούλης Ένρι μάς λέει ότι κι αυτός θα φύγει απʼ τη Χιλή, αλλά δε θα γίνει μηχανικός. αυτός θα γίνει ποδοσφαιριστής σαν τον Μαραντόνα.
«Οι ποδοσφαιριστές βγάζουν πολλά λεφτά κι έχουν καινούργια αυτοκίνητα» μας λέει κι αρχίζει να μας μιλάει για τον Σούστερ,* για τον Μπουντραγκένιο* και, κυρίως, για το μεγάλο του ίνδαλμα, τον Μαραντόνα.
Κάποτε φτάνουμε στο μέρος όπου η Άννα τούς είχε βγάλει την πρώτη φωτογραφία. Είναι ένας απʼ τους εξωτερικούς τοίχους της Καθολικής Εκκλησίας της Βικτόριας. Η είσοδος είναι στολισμένη με χάρτινα λουλούδια και φράσεις καλωσορίσματος στον Πιερ Ντιμπουά. Κοντά σʼ ένα παράθυρο καίει ένα κερί: απʼ αυτό το παράθυρο είχε περάσει η σφαίρα που σκότωσε τον γάλλο ιερωμένο Αντρέ Ζαρλάν.*
Ένας στρατιώτης είχε πυροβολήσει. Η σφαίρα μπήκε από την πλάτη του ιερωμένου, βγήκε από το στήθος του και σφηνώθηκε στις σελίδες της Αγίας Γραφής που κρατούσε στα χέρια του.
Τα παιδιά παρατάσσονται έτσι όπως ήταν και στη φωτογραφία. από αριστερά προς τα δεξιά: Σεσίλια, Πάμπλο, Χόρχε. Σε πρώτο πλάνο, ανάμεσα στη Σεσίλια και τον Πάμπλο, ο μικρούλης Ένρι.
Λείπει ο Μάρκος. Πάντα θα λείπει ο Μάρκος. Διαπιστώνω πως δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για το χρόνο που κύλησε ανάμεσα στις δύο φωτογραφίες, γιατί αυτή η απόσταση, αυτά τα οκτώ χρόνια, είναι εδώ, στον γυμνό τοίχο, στο χώρο που άφησε κενό ο Μάρκος, ο σκοτωμένος στα δεκαπέντε χρόνια του επειδή έκλεψε, στο πρόσωπο αυτού του κοριτσιού που ούτε ονειρεύεται πια ούτε θέλει να ονειρευτεί, σʼ αυτό το αγόρι που δε θέλει να ζει, στο άλλο που θέλει να φύγει, όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα, και στον μικρούλη Ένρι που φαντάζεται τον εαυτό του σʼ ένα μακρινό γήπεδο, να τρέχει πίσω από μια μπάλα, φορώντας μια φανέλα ξένη.
Επίσης διαπιστώνω ότι στο κενό που άφησε ο Μάρκος είναι η αγνότητα, αυτή η αγνότητα που με συνόδεψε σʼ όλη μου την εξορία σαν βάλσαμο.
Με την κάμερα μπροστά στο πρόσωπο, η Άννα κάνει δυο βήματα πίσω, ο φακός ψάχνει, το χέρι εναρμονίζει το φως, κι ύστερα η κάμερα χαμηλώνει, έτσι ώστε τα μάτια να πραγματώσουν την ακριβέστερη μέτρηση: την ανθρώπινη.
Πριν σηκώσει πάλι την κάμερα, η Άννα βγάζει ένα μαντιλάκι και σκουπίζει τα μάτια της. Δεν είναι σκόνη αυτό που την ενοχλεί. Δεν είναι ο ήλιος του Σαντιάγο που της υγραίνει τις κόρες. Είναι τα οκτώ χρόνια της απραξίας και της αδυναμίας.
Κλικ. Έχουμε πια το δεύτερο ομαδικό πορτρέτο χωρίς φόντο.
 

Έξι

Πιάνουμε το δρόμο του γυρισμού, για να συναντήσουμε την Αλίσια στο Kindergarten. Δε χρειάστηκε να μας βρει συνοδό ο Λόκο Γαρίδο, γιατί τα τέσσερα παιδιά, μαζί με άλλα που προστέθηκαν όταν μαθεύτηκε το νέο για τις φωτογραφίες, μας οδηγούν, μας συνοδεύουν, μας προστατεύουν για να μη μας την πέσει κανείς, να μην πάθουμε τίποτα.
Αποχαιρετάμε τον «Λόκο Γαρίδο». Θέλω να του αφήσω το πακέτο με τα τσιγάρα μου, αλλά εκείνος παίρνει μόνο ένα, κι όταν επιμένω, μου λέει:
«Εντάξει. άλλο ένα για το βραδάκι, αλλά ούτε ένα παραπάνω».
Αυτά είναι όλα όσα δέχεται η αξιοπρέπειά του ως άπορου και ως πρωταθλητή.
Καθʼ οδόν, η Άννα εξηγεί στα παιδιά πώς λειτουργεί μια φωτογραφική μηχανή και τους τη δίνει για να φωτογραφίσουν το ένα το άλλο. Και τότε, με την κάμερα κολλημένη στα μάτια, βλέπω να χαμογελούν η Σεσίλια, ο Πάμπλο, ο Χόρχε, ο Ένρι, όλοι οι άλλοι, με το ίδιο αγνό και αθώο χαμόγελο που είχαν πριν από οκτώ χρόνια, θαρρείς και μέσα απʼ το φακό ανακάλυπταν ξανά έναν κόσμο γνωστό που τον είχαν χάσει ανάμεσα στην κατάπνιξη της χαράς, την ερείπωση της παιδικής ηλικίας, την ταπείνωση των ονείρων και την απόγνωση. θαρρείς και απέναντί τους έβλεπαν τον Μάρκος και ξαναγίνονταν η ομάδα των χαμογελαστών παιδιών που είχαν εντυπωσιάσει στη Γερμανία όσους παρευρίσκονταν στις εκδηλώσεις συμπαράστασης στη Χιλή.
«Ποια είναι αυτά τα παιδιά;» ρωτούσαν.
«Είναι παιδιά από τη Βικτόρια, την πιο φτωχή συνοικία του Σαντιάγο» απαντούσαμε, χωρίς να ξέρουμε τίποτα από τη ζωή τους.
Επτά: Πίσω στο Αμβούργο

Στη Γερμανία, ένα χρόνο μετά από εκείνη τη συνάντηση, διαβάζω τις ειδήσεις και πληροφορούμαι ότι ο Πρόεδρος Άιλουιν παραδέχεται επισήμως ότι στη διάρκεια της δικτατορίας διαπράχθηκαν πάνω από δύο χιλιάδες δολοφονίες, και, ταυτόχρονα, ενημερώνει ότι δε θα γίνουν γνωστά τα ονόματα των δολοφόνων, ούτε θα δικαστούν, οπότε ξαναθυμάμαι την αγνότητα εκείνων των προσώπων, αυτή την αγνότητα που δεν την έχασαν, αλλά τους την υφάρπαξαν στο όνομα της «πατρίδας» και άλλων λέξεων χωρίς περιεχόμενο, χωρίς νόημα, που σήμερα λέγονται και ξαναλέγονται για να επιτευχθεί η εθνική συμφιλίωση. Και η οργή με απαλλάσσει επιτέλους από τη σκλήρυνση κι είμαι σε θέση να γράψω αυτές τις αράδες, παρά την πικρή βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται νʼ αλλάξουν τίποτα.
Στο όνομα της πατρίδας θα επιβληθεί η λήθη της απουσίας που σημαδεύει αυτά τα δύο ομαδικά πορτρέτα. Στο όνομα της πατρίδας θα συμφιλιωθούν αυτοί που υπέφεραν από την αστοργία της Εξουσίας, με τους δήμιους εκείνων που τους στέρησαν το αύριο.
Οπότε το γράψιμο μεταμορφώνεται σε μια επώδυνη εναλλακτική λύση, και η αγωνία για την απόδοση δικαιοσύνης μάς μετατρέπει σε μια γελοία γκριμάτσα, σε μια χειρονομία ηλιθίου που μας επιστρέφει ο καθρέφτης της πραγματικότητας.
Όμως, πίσω απʼ αυτόν τον καθρέφτη στον οποίο πρέπει να κοιταζόμαστε ενώ χορεύουμε στο ρυθμό τους, δε θα συναντήσουμε τον υδράργυρο των πιστών εικόνων. Ίσα που υπάρχει ένας πολτός γλοιώδης και δυσώδης, ένα κράμα από ψέματα, αχαριστίες και απάτες. Εγώ, όμως, τις γράφω αυτές τις αράδες που θα δημοσιευτούν σʼ ένα έντυπο αλληλέγγυο στον αγώνα και θα διαβαστούν από γυναίκες και άνδρες ­διατεθειμένους να υπερασπιστούν με όλες τους τις δυνάμεις την αγνότητα εκείνων των παιδιών και την τρυφερότητα του κόσμου.
Σανκτ Πάουλι (Αμβούργο),
Μάιος 1990



 

ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ ΛΟΥΙΣ