Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ, ΠΑΝΤΟΥ

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ, ΠΑΝΤΟΥ

Συγγραφέας: ΛΑΣΚΟ ΖΙΛΜΠΕΡ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 20/01/2012
ISBN: 978-960-8397-47
Σελίδες: 72

€8.59 €9.54

  Στο καλαθι βιβλια

 

Σε όλες τις εποχές, σε διάφορες χώρες, πάνω στη Γη, στους βυθούς των θαλασσών, σε άλλους πλανήτες, σε κάθε Γαλαξία, στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον, υπήρξαν, υπάρχουν, θα υπάρχουν Κοκκινοσκουφίτσες. Κάποιες απʼ αυτές φαγώθηκαν, καταβροχθίζονται ή θα καταβροχθιστούν από λύκους ή από άλλες βουλιμίες. Κάποιες άλλες νίκησαν, νικούν ή θα νικήσουν στη μάχη τους με το λύκο. Άλλες, πάλι, δε συνάντησαν, ούτε συναντούν, ούτε θα συναντήσουν κανένα λύκο. Σε κάποιες ιστορίες με Κοκκινοσκουφίτσα παρεμβαίνουν μία ή περισσότερες γιαγιάδες, ένα ή περισσότερα δάση, μία ή περισσότερες πίτες, ένα ή περισσότερα βαζάκια βούτυρο, ένα ή περισσότερα φουντούκια, μία ή περισσότερες πεταλούδες, ένα ή περισσότερα μπουκέτα λουλουδάκια, ένα ή περισσότερα κρεβάτια (ποικίλου μεγέθους), μία ή περισσότερες σφηνούλες, ένα ή περισσότερα μάνταλα.
 
 

Ένα βιβλίο-καλειδοσκόπιο, ένα βιβλίο-πανηγύρι ευρηματικών παραλλαγών και ευφάνταστων διαστρεβλώσεων, ένα βιβλίο-γιορτή της μεγάλης λογοτεχνίας που δε φοβάται ούτε νʼ αρκεστεί στη μικρή φόρμα, ούτε να παίξει απανωτές παρτίδες με τη γλώσσα, τους μύθους και την Ιστορία.

 

                                                                                           1


Η Κοκκινοσκουφίτσα έχει μόλις κλείσει τα σαράντα. Έχει ύψος ένα κι ογδόντα. Ζυγίζει ογδόντα πέντε κιλά. Οι φίλοι της και οι εραστές της κάνουν το ίδιο επάγγελμα μʼ αυτήν: είναι φορτηγατζήδες. Τη θεωρούν υπέροχη. Τους αρέσουν τα μεγάλα και σκληρά βυζιά της, οι παχιοί γλουτοί της και το φιλόξενο φύλο της. Αν έχει μεγάλα χέρια, είναι για να κρατάει καλύτερα το τιμόνι του φορτηγού-ψυγείου της, ενός Ivéco τριάντα οκτώ τόνων. Αν έχει μεγάλα πόδια, είναι για να πατάει καλύτερα το πεντάλ του γκαζιού. Αν έχει μεγάλα μάτια, είναι για να βλέπει καλύτερα το δρόμο, τις στροφές και τους αστυνομικούς που είναι κρυμμένοι πίσω από τους θάμνους. Αν έχει μεγάλα αφτιά, είναι για νʼ ακούει καλύτερα το «σι-μπι» που έχει εγκαταστήσει στο φορτηγό της. Κι αν έχει μεγάλα δόντια, είναι για να τρώει καλύτερα τα κασουλέ στα μικρά φαγάδικα του αυτοκινητόδρομου.
Φοράει κόκκινο κασκέτο, κόκκινο δερμάτινο τζάκετ, κόκκινο βελούδινο παντελόνι. Τα εσώρουχά της είναι με κόκκινη δαντέλα: σουτιέν, μικροσκοπική κιλότα, κάλτσες και ζαρτιέρες· γιατί κάτω από την πανοπλία του φορτηγατζή κρύβει μια ευαίσθητη ψυχή. Για τους εραστές της, τα πελώρια χέρια της γίνονται θωπευτικά και ανάλαφρα. Της έχουν βγάλει και παρατσούκλια, που τα χρησιμοποιούν στις επικοινωνίες τους με το «σι-μπι»: πορφυρό μωρό, κρεμεζιά λυσσάρα, ξεδιάντροπη αστακίνα, καυτό φραγκοστάφυλο, τρελαμένο κεράσι, ακόλαστη ντομάτα.
Στο φορτηγό-ψυγείο της μεταφέρει τόνους βρετονικές πίτες και τόνους αλμυρό βούτυρο σε βαζάκια. Έχει αλλάξει το σύστημα που ανοίγουν και κλείνουν οι πόρτες. Για να μπει κανείς στην καμπίνα, πρέπει να τραβήξει μια σφηνούλα.
Είναι πάντα βιαστική. Δε χρονοτριβεί ποτέ. Δε σταματάει στα πάρκινγκ για να κυνηγήσει πεταλούδες. Όταν βάζει βενζίνη, δεν κόβει φουντούκια από τις φουντουκιές δίπλα στα βενζινάδικα. Δε μαζεύει τα λουλουδάκια που μαραίνονται στα κράσπεδα των αυτοκινητόδρομων. Παίρνει πάντα τον πιο σύντομο δρόμο. Ξέρει νʼ αποφεύγει τα μποτιλιαρίσματα. Λέει καμιά φορά: «Δε μʼ αρέσει να χασομεράω. Ένα χασομέρι, κάποτε, παραλίγο να μου στοιχίσει ακριβά».

                                                                                         2


Το 1915, στη Γενεύη, η Κοκκινοσκουφίτσα, ετών τριάντα, προτεστάντισσα, κόρη και σύζυγος τραπεζίτη, προσφέρει στον Βλάντιμιρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, τον επονομαζόμενο Λένιν, το κόκκινο σκουφάκι της για να το κάνει σημαία μιας μελλοντικής επανάστασης. Ο Βλάντιμιρ Ίλιτς φιλάει την κοπέλα στα χείλη, λέγοντάς της: «Έτσι το συνηθίζουμε στην πατρίδα μου». Την ευχαριστεί για το δώρο. Ακόμα δεν ξέρει αν το σκουφάκι θα κυματίσει μια μέρα στον ουρανό της Αγίας Πετρούπολης. Ούτε το πολυπιστεύει, αλλά δε θέλει νʼ αποκαρδιώσει την κοπέλα.


                                                                                         3


Τον 14ο αιώνα, σʼ ένα αραιό δάσος της νότιας Ιταλίας, η Κοκκινοσκουφίτσα είναι μονόφθαλμη και χωρίς πόδια. Κινεί το αμαξάκι της με δύο σίδερα του σιδερώματος που της εξαντλούν τα αδύναμα χέρια. Πηγαίνει στη λεπρή γιαγιά της μουχλιασμένη πίτα και ταγγισμένο βούτυρο. Ο λύκος κουτσαίνει. Είναι ξεδοντιάρης. Τα σάλια του τρέχουν θλιβερά πάνω στον αποστεωμένο λαιμό της Κοκκινοσκουφίτσας, που δεν έχει πια τη δύναμη να δαγκώσει.

 

ΛΑΣΚΟ ΖΙΛΜΠΕΡ