Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ ΠΟΘΩΝ

Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΩΝ ΠΟΘΩΝ

Συγγραφέας: ΜΠΛΑΝΤΙΝΑ ΤΟΡΕΣ ΑΛΜΠΕΡΤΟ
Μετάφραση: Τ. ΣΕΡΕΤΗ
Εκδόθηκε: 19/05/2009
ISBN: 978-960-8397-28-6
Σελίδες: 186

€11.45 €12.72

  Στο καλαθι βιβλια

Ο Σαλβαδόρ Φουενσάντα, λίγο πριν από τη σύνταξη, συνεχίζει να καθαρίζει τους διαδρόμους του αεροδρομίου τής Μαδρίτης και να αφηγείται ιστορίες σε ανυποψίαστους ταξιδιώτες που περιμένουν την πτήση τους, καθώς και στην καλή του φίλη, Χουάνα, που δουλεύει στην καντίνα. Πολλές από τις ιστορίες του είναι πραγματικά απίστευτες, αλλά, όπως συνηθίζει να λέει, η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο απίστευτη και αρχίζει συχνά μʼ ένα ψέμα... όπως εκείνη η γυναίκα που έπεσε στην αγκαλιά του νομίζοντας πως είχε ξαναβρεί κάποιον παλιό της εραστή, κι όταν κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος, αποφάσισε να ολοκληρώσει μαζί του την παλιά της ιστορία... ή εκείνη η περίεργη «Λέσχη των Ανομολόγητων Πόθων», που αναλάμβανε να σχεδιάσει τη ζωή στα μέτρα του «πελάτη», προσφέροντάς του εξ ολοκλήρου έναν άνθρωπο... ή η περίπτωση του άνδρα που επινόησε μια νέα γλώσσα απʼ την οποία αφαίρεσε κάθε αρνητική έννοια... ή η ιστορία της ζωής του ίδιου του Σαλβαδόρ που, τελικά, μπορεί και να μην έχει καμία σχέση με όσα αρχικά πιστεύει ο αναγνώστης... ΒΡΑΒΕΙΟ «ΟΙ ΔΥΟ ΟΧΘΕΣ» Οι εκδόσεις opera, σε συνεργασία με έξι εκδοτικούς οίκους από την Ισπανία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τη Βενεζουέλα και τη Γουατεμάλα, απένειμαν το βραβείο «Οι δύο όχθες» στον συγγραφέα Αλμπέρτο Τόρες Μπλαντίνα για το μυθιστόρημά του Η λέσχη των ανομολόγητων πόθων. Το βραβείο απευθύνεται σε νέους συγγραφείς της ισπανικής και της πορτογαλικής γλώσσας, και προβλέπει οικονομική επιβράβευση και έκδοση του βραβευμένου έργου στις αντίστοιχες χώρες.

1 Παίρνετε λΙγο τα πόδια σας να σκουπίσω; Εντάξει, εκεί καλά είναι, ευχαριστώ. Για Ινδία, ε; Φως φανάρι. Οι ταξιδιωτικοί προορισμοί είναι σαν το κούρεμα, τα παπούτσια ή τον σύντροφο της ζωής μας. Διαλέγουμε αυτόν που μας πάει περισσότερο. Η ανιψιά μου έχει κάνει ξανθιές ανταύγειες, της αρέσουν τα ψηλοτάκουνα παπούτσια και παντρεύτηκε πέρσι έναν προγραμματιστή. Τετρακόσιους καλεσμένους είχε στο γάμο. Πού νομίζετε ότι πήγαν ταξίδι του μέλιτος; Ακριβώς. Ή στο Κανκούν ή κρουαζιέρα. Πήγαν στο Κανκούν (ο άντρας της παθαίνει ναυτία). Ναι, φοράει γυαλιά ο άντρας της. Πολύ εύστοχο. Είδατε; Δεν είναι τόσο δύσκολο. Στην αρχή λες πως είναι σύμπτωση, αλλά όσο γνωρίζεις κι άλλους ανθρώπους, καταλαβαίνεις ότι τα στερεότυπα δεν υπάρχουν τυχαία. Εσείς, για παράδειγμα, πηγαίνετε στην Ινδία για να βρείτε τον εαυτό σας. Κάνω λάθος; Όχι, δεν μου δίνετε την εντύπωση του χαμένου γενικώς. Αλλά είστε η κλασική περίπτωση κάποιου που πηγαίνει ταξίδι στην Ινδία. Μην το παίρνετε προσωπικά. Προηγουμένως, εσείς ο ίδιος είπατε ότι οι προγραμματιστές φοράνε γυαλιά, κι εγώ σας λέω τώρα ότι φαίνεται λες και το ʼχετε γραμμένο στο κούτελο: «Προορισμός Νέο Δελχί». Στην Ινδία πηγαίνει κανείς μόνος, κι εσείς ταξιδεύετε μόνος, και για ένα μήνα τουλάχιστον, πράγμα το οποίο μπορώ να συμπεράνω απʼ το σάκο σας. Θα μου πείτε, υπάρχουν κι άλλοι που πηγαίνουν για τρεις μήνες κι εκείνοι με τη σειρά τους θα σας πούνε ότι στην Ινδία δεν πηγαίνεις μόνο για τριάντα μέρες. Κι άλλοι που πηγαίνουν για έξι μήνες και κολλάνε αμοιβάδες κι ένα σωρό άλλες περίεργες ασθένειες. Εκεί πια, δεν χωράει ανταγωνισμός. Ταξιδεύετε φρεσκοξυρισμένος. Στοίχημα ότι το κάνατε για να μπορέσετε νʼ αφήσετε γένια εξαρχής. Φεύγετε με επιδερμίδα μωρού και θα γυρίσετε με γενειάδα. Όταν επιστρέψετε, θα περιμένετε μερικές μέρες μέχρι να ξυριστείτε, ώσπου να σας δουν όλοι. Συγχωρήστε μου που τα λέω έτσι χύμα. Αν μπορούσαμε να μπούμε στο κεφάλι των άλλων, θα μας εξέπληττε το πόσο μοιάζουμε μεταξύ μας. Γνώρισε τον εαυτό σου και τους γνωρίζεις όλους. Δεν γελάω μʼ εσάς, γελάω με το ανθρώπινο είδος, με το πώς είμαστε φτιαγμένοι. Η ανιψιά μου διάλεξε το Κανκούν για λόγους παρόμοιους με τους δικούς σας. Δεν το πιστεύετε; Εσείς θα επιστρέψετε με γενειάδα κι εκείνη επέστρεψε μʼ ένα βραχιολάκι. Εκείνη μιλούσε για τα κοκτέιλ νταϊκίρι και τον ήλιο. εσείς θα μιλάτε για τον πνευματισμό και το κάρμα. Εκείνη θα δείχνει φωτογραφίες του άντρα της με μαγιό, κι εσείς θα δείχνετε φωτογραφίες από εκείνα τα πανέμορφα παιδάκια με τα βαμμένα μάτια. Είναι καχάλ, ένα αρωματικό προϊόν, ενισχυτικό της όρασης. Εμένα ρωτάτε να σας πω; Εγώ ένας απλός καθαριστής είμαι. Κι εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολο να μιλήσεις για την Ινδία. Στην πραγματικότητα, μόνο να την περιγράψεις μπορείς με τα συνήθη και τετριμμένα: «άλλος κόσμος», «πρέπει να πας για να τη γνωρίσεις», «σε αγγίζει εσωτερικά», ή «είναι τρελοί αυτοί Ινδοί» και τα λοιπά. τα γνωστά. Έτσι λένε, ότι είναι ένα εσωτερικό ταξίδι. Εγώ πάλι, λέω: εξαρτάται. Αν πας εξαρχής γυρεύοντας κάτι, κάτι θα βρεις. Και η Ινδία προσφέρεται για αναζήτηση. Μια χώρα, ολόκληρη αποθήκη: οι πιο παράξενες πληθυσμιακές ομάδες, τα πιο παράξενα έθιμα, τα πιο παράξενα αντικείμενα, όλα στοιβαγμένα φύρδην-μίγδην. Ένας φίλος πήγε εκεί πριν από πολλά χρόνια. Πήγε γιατί δεν άντεχε τη ζωή. Άλλοι μπορεί να λένε διάφορα γιʼ αυτόν, αλλά ακούστε εμένα, που τον ήξερα καλά. Πήγε στην Ινδία σαν κάποιος που έχει ένα πιστόλι στο στόμα — συγχωρήστε μου την παρομοίωση. Για να τελειώσει μια και καλή με όλα. Πάνε δεκαπέντε χρόνια τώρα. Τότε ο κόσμος δεν ταξίδευε στην Ινδία έτσι για πλάκα. Τώρα, θεωρείται φυσιολογικό. Και πολύ της μόδας. Τα ταξίδια σε εξωτικές χώρες θέλουν και εξωτικές βερμούδες. Τι λέτε κι εσείς; Τον έλεγαν Εδουάρδο Ουέσας και ήταν η προσωποποίηση της σύνεσης. Πολύ σωστός και σοβαρός. υπερβολικά, θα έλεγα εγώ. Ακόμη κι όταν χαμογελούσε, το ʼκανε μʼ ένα στραβό μειδίαμα που δύσκολα μπορούσες να το ερμηνεύσεις. Δεν ξέρω τι θα σκεφτόμουν γιʼ αυτόν αν τον είχα γνωρίσει εδώ, στο αεροδρόμιο. Υποθέτω, ό,τι και οι υπόλοιποι. ότι ήταν ένας περίεργος τύπος, που η επιφυλακτικότητά του άγγιζε μονίμως την αγένεια. Αλλά εγώ τον γνώριζα τον Εδουάρδο από παιδί, και ξέρω ότι ήταν ένας πολύ ξεχωριστός άνθρωπος. Είχε μετακομίσει με τη μητέρα του στο διπλανό διαμέρισμα. Πάντα ήταν ένα μοναχικό παιδί. Σχεδόν δεν είχε φίλους και, να σας πω την αλήθεια, δεν φαινόταν να νοιάζεται ιδιαίτερα γι αυτό. Διάβαζε πολύ. Να άλλο ένα στερεότυπο: όποιος διαβάζει πολύ, στο τέλος τού σαλεύει. Σαν τον Δον Κιχώτη ή τη Μαντάμ Μποβαρί, που κατέληξαν να πιστεύουν ότι η ζωή ήταν σαν τα μυθιστορήματα που τους ξεμυάλιζαν. Αλλά η ζωή είναι διαφορετική, δε νομίζετε; Ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη. διαφορετική. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στον Εδουάρδο. Με κανέναν τρόπο δεν υπαινίσσομαι μʼ αυτό ότι φταίνε τα βιβλία, όπως ισχυρίστηκαν κάποιοι. Δεν τον έκαναν τα βιβλία μισάνθρωπο. Ούτε εκείνον ούτε κανέναν άλλο. Ίσα ίσα, ο μονόχνωτος χαρακτήρας του τον οδήγησε νʼ αναζητήσει σύμμαχο στα βιβλία. Όμως, ούτε και η επιρροή της μητέρας του τον βοήθησε ιδιαίτερα, για να είμαστε ειλικρινείς. Ήταν μια υπέροχη γυναίκα, πάντα χαμογελαστή, αλλά ως μητέρα... δεν ξέρω τι να σας πω. Τα παιδιά πρέπει να παίζουν βώλους ή σβούρες. Πώς; Βιντεοπαιχνίδια; Εν πάση περιπτώσει, τα παιδιά πρέπει να παίζουν πράγματα για παιδιά. Αλλά η μητέρα του Εδουάρδο τού φερόταν πάντα λες κι ήταν κανένα μικρομέγαλο αντράκι. Τον πήγαινε στα μουσεία, στα μπαρ, στη φύση για διαλογισμό. Σας είπα ότι ήταν φωτογράφος; Κι επιπλέον, ζούσε μόνη. Έτσι, για να σχηματίσετε μια ιδέα περίπου. Ο μικρός δεν είχε πατέρα. Όποτε τον ρώταγε κανείς, ανασήκωνε τους ώμους του, αφού η μητέρα του δεν του είχε αποκαλύψει ούτε καν το όνομα του πατέρα του. «Το Άγιο Πνεύμα» μου απάντησε τη μία και μοναδική φορά που τη ρώτησα εγώ. Στʼ αστεία, δεν λέω, αλλά εμένα δεν μου φάνηκε και τόσο αστείο. Αλλά έτσι όπως γέλαγε εκείνη, τόσο αυθόρμητα... Δεν ξέρω τι πιστεύετε εσείς, αλλά εγώ νομίζω ότι δεν είναι καλό παράδειγμα για ένα παιδί. Και μη σας πω για τις ουσίες που κάπνιζε και τους παράξενους φίλους που κουβάλαγε στο σπίτι. Κάθε μέρα κι άλλον. Δεν κρίνω αν έκανε καλώς ή κακώς, δεν μου πέφτει λόγος. Στη δική μου την εποχή ήταν αλλιώς τα πράγματα και μάλλον δεν θα συμφωνήσουμε ως προς αυτό. Αλλά, μʼ ένα μικρό παιδί, δεν μου φαίνεται σωστό. Τέλος πάντων, ας μην ξεφεύγουμε απʼ το θέμα. Ο Εδουάρδο ήταν ιδιάζουσα περίπτωση παιδιού. Η γυναίκα μου, η Λεονόρ, θεός σχωρέσʼ την, τον λυπότανε πολύ. Έλεγε ότι χρειαζόταν περισσότερη οικογενειακή ζεστασιά. Δεν μπορώ να πω, η μητέρα του ήταν πολύ στοργική μαζί του, αλλά να μεγαλώνεις χωρίς πατέρα, χωρίς αδέλφια, χωρίς παππούδες... Η Λέο τον φίλευε κανένα γλυκό κάπου κάπου ή τον καλούσε στο σπίτι μας να δει τηλεόραση (άγνωστο γιατί, στο δικό τους δεν είχαν). Αλλά ο μικρός δεν φαινόταν και πολύ διατεθειμένος να πιάσει φιλίες. Ελάχιστες μόνο φορές τον θυμάμαι να ήρθε στο σπίτι μας. Κάποια απʼ αυτές, κάθισε μπρος στην τηλεόραση κοιτώντας σαν υπνωτισμένος. Η Λέο ετοίμαζε σοκολάτα στην κουζίνα καταχαρούμενη. «Αυτό το παιδί χρειάζεται μια θεία» επαναλάμβανε κάθε τόσο. Εμείς δεν αποκτήσαμε παιδιά. Καημένη Λέο. και αγαπούσε τόσο πολύ τα παιδιά. Θυμάμαι πολύ καλά τη σκηνή. Ο Εδουάρδο, καθισμένος στο χαλί να βλέπει τηλεόραση, κι εγώ καθισμένος στον καναπέ να τον κοιτάζω. Ούτε τα βλέφαρά του δεν κούναγε. Τον ρωτούσες κάτι και δεν απαντούσε. «Θέλεις κι άλλη σοκολάτα;» — κι ο μικρός μούγκα. Δεν ξέραμε πώς να τον κάνουμε νʼ αντιδράσει, ώσπου εμφανίστηκε η μητέρα του: «Έλα, Εδουάρδο, ώρα για το βραδινό φαγητό.» Και χωρίς να πει τίποτα, σηκώθηκε κι έφυγε. Την επομένη, ανεβήκαμε μαζί στο ασανσέρ. «Δον Σαλβαδόρ» μου είπε, «όλα αυτά που έδειχνε η τηλεόρασή σας είναι αλήθεια;» Εγώ του απάντησα ότι μερικά ναι, κι άλλα όχι. Μʼ έβαλε να του απαριθμήσω, μία προς μία τις εκπομπές, τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Ύστερα μπήκε στο σπίτι του σκεφτικός. Όταν τον ξανακάλεσε η Λέο, περιορίστηκε απλώς να της πει: «Δεν μου αρέσει η τηλεόρασή σας. Μετά, δεν μπορώ να κοιμηθώ απʼ τις σκέψεις.» «Τι σκέψεις, γλυκέ μου;» «Δεν ξέρω, σκέψεις. Για όσα συμβαίνουν στον κόσμο.» Τρομερό παιδί, ε; Μεγάλος, δεν άλλαξε πολύ. Λίγο πιο ψηλός και με λίγο ακόμη γενάκι, αλλά το ίδιο επιφυλακτικός. Η γυναίκα μου είχε πια συνηθίσει στην ιδέα ότι δεν θα γινόταν η θεία Λέο. Εγώ πάλι —βέβαια, δεν της το είπα ποτέ της ίδιας— ήξερα ότι ο μικρός με θεωρούσε φίλο του. Μερικές φορές ερχόταν και μου ʼλεγε διάφορα. ξέρετε, χαζομάρες που συνέβαιναν στην τάξη του. Αλλά και μόνο που μίλαγε, ήταν γιʼ αυτόν μεγάλη υπέρβαση, ακόμη κι η μητέρα του το ομολογούσε. «Δον Σαλβαδόρ, πιο πολλά μυστικά έχει μαζί σας παρά μʼ εμένα.» Η Λέο με κοιτούσε με μια μικρή ζήλια. «Μυστικά των παιδιών...» απαντούσα εγώ. Γιʼ άλλο όμως είχα ξεκινήσει να σας μιλάω. για ένα περιστατικό που συνέβη όταν ήταν έντεκα χρονών. Αν με δείτε και την μπλέκω πολύ την ιστορία, διακόψτε με. Στη γειτονιά μας έγινε κάτι που έφτασε μέχρι τις εφημερίδες. Κάποιος είχε πυροβολήσει μʼ ένα αεροβόλο μια παρέα νεαρών. Πέτυχε έναν στην κοιλιά κι έναν άλλο στον ώμο. Ευτυχώς, δεν έπαθε κανείς τίποτα. Αλλά μόνο ο φόβος κι η λαχτάρα που πήρανε, τους έφτανε, φαντάζομαι. Ποτέ δεν μαθεύτηκε ο δράστης, αφού είχε πυροβολήσει από μια ταράτσα κι είχε φύγει γρήγορα. Ο Εδουάρδο; Ναι, ήταν ο Εδουάρδο, αλλά μην το θεωρείτε τόσο αυτονόητο. Το καταλάβατε γιατί μιλούσαμε γιʼ αυτόν. Ήταν ένα φυσιολογικό παιδί, μη νομίζετε ότι είχε βλέμμα τρελού ή ότι μιλούσε με αόρατους ανθρώπους και τα παρόμοια που δείχνουν οι ταινίες. Αν είχε έρθει κάποιος δημοσιογράφος στο σπίτι μου, θα του είχα απαντήσει με το γνωστό: «Έπεσα απʼ τα σύννεφα! Ένα ευγενέστατο παιδί. Πάντοτε μου άνοιγε την εξώπορτα και μια φορά βοήθησε τη γυναίκα μου νʼ ανεβάσει πάνω τα ψώνια». Λες και το να βοηθήσεις τη γειτόνισσα να μεταφέρει τα ψώνια και το να ρίχνεις με το αεροβόλο απʼ την ταράτσα είναι ασυμβίβαστα. Αλλά, τι να γίνει. Το μυαλό λειτουργεί με τέτοιους μηχανισμούς. Τα απλοποιούμε όλα μέχρι γελοιότητας. Το μυστικό του το ανακάλυψα τυχαία. Επιστρέφοντας μια μέρα απʼ τη δουλειά (τότε δεν δούλευα εδώ, αλλά σʼ ένα συνεργείο) πήρε το αφτί μου κάτι πιτσιρικάδες της γειτονιάς που ψιθύριζαν αναστατωμένοι. Άκουσα τʼ όνομα του Εδουάρδο και τέντωσα τις κεραίες μου. Έλεγαν ότι αυτός πυροβόλησε. Κρύφτηκα στη γωνία κι έστησα αφτί. Φανταστείτε την ντροπή μου αν με πιάνανε. «Το έκανε για τα γατιά...» «Γιατί; Δικά του ήταν;» «Σιγά μην ήταν δικά του. Αδέσποτα ήταν. Είναι τρελός.» Δεν κατάφερα νʼ ακούσω περισσότερα. Αποφάσισα, όμως, να το ερευνήσω μόνος μου. Σαν την Τζέσικα Φλέτσερ, χε χε. Την ξέρετε; Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έβρισκα από πού νʼ αρχίσω να ψάχνω κι ο χρόνος περνούσε. Ώσπου τον πέτυχα μια μέρα στην αυλή και δεν άντεξα και τον ρώτησα στα ίσια. «Εδουάρδο, εσύ έριξες σʼ εκείνα τα παιδιά;» Τα έχασε. «Όχι, δον Σαλβαδόρ.» Μετά από εκείνη την πανικόβλητη έκφραση, δεν μʼ έπειθε ό,τι και να έλεγε. Ήταν λες και το ʼχε γραμμένο με φωτεινά γράμματα στο μέτωπό του: «Ένοχος». «Έλα, σου ορκίζομαι ότι δεν θα το μάθει κανείς. Ξέρω ότι το έκανες εσύ.» Ο μικρός έβαλε τα κλάματα. Μου επαναλάμβανε με λυγμούς να μην το πω στη μητέρα του. «Δεν θα της το πω. Αλλά θέλω να μου εξηγήσεις γιατί το έκανες. Το βρίσκεις λογικό νʼ ανεβαίνει κανείς σε μια ταράτσα και να ρίχνει με το αεροβόλο στους περαστικούς;» «Δεν έριξα στους περαστικούς. Έριξα σʼ εκείνους.» Μου διηγήθηκε το περιστατικό. Ήθελε να τιμωρήσει κάτι συμμαθητές του γιατί είχαν περιλούσει μια γάτα με βενζίνη και της είχαν βάλει φωτιά για να διασκεδάσουν. Έχουν όμως κάτι ιδέες τα παιδιά... Διασκεδάζουν πυρπολώντας γατιά. Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι μπορούσε να τους σκοτώσει. Εκείνος άρχισε τότε να μου μιλάει για τον Σούπερμαν. Προφανώς, του αγόραζε κόμικς η μητέρα του. Εκείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι δεν ήταν παρά ένα παιδί, κι ας έδειχνε πολλές φορές αντράκι. Είχε ορκιστεί τιμωρός, υπερασπιστής των αδυνάτων. Και βέβαια, αφού δεν διέθετε υπερφυσικές δυνάμεις, συμβιβάστηκε μʼ ένα παλιό αεροβόλο που είχε η μάνα του στο σπίτι — ποιος ξέρει τι το ήθελε. Όχι, δεν τον ρώτησα. Λέτε να βαφτίστηκε με κάποιο όνομα σούπερ ήρωα; Πώς; Αεροβόλομαν; Ελάτε, μην κοροϊδεύετε. Φανταστείτε την κατάσταση. Εγώ δεν ήξερα τι να του πω. Του είπα λοιπόν αυτό που περίμενε νʼ ακούσει. Το συνηθίζουμε αυτό όταν δεν ξέρουμε τι να πούμε: λέμε το προφανές. Κυρίως όταν οι μεγάλοι μιλάμε στα παιδιά. Γιατί τα παιδιά περιμένουν συγκεκριμένες αντιδράσεις από τους μεγάλους. Είναι απαραίτητο για τη διαπαιδαγώγησή τους. Παρότι από μέσα μας δεν πιστεύουμε ούτε εμείς αυτά που λέμε. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε... Τέλος πάντων, τον μάλωσα και τον έβαλα να μου ορκιστεί ότι δεν θα το ξανάκανε ποτέ. «Έτσι και ξανακούσω τίποτα τέτοιο, θα το πω στη μαμά σου. Αυτή τη φορά, θα είναι το μυστικό μας.» Δώσαμε τα χέρια κλείνοντας ένα είδος συμμαχίας. Αυτός δεν θα έκανε τρέλες κι εγώ δεν θα το έλεγα σε κανέναν. Απʼ τη μεριά μου, την τήρησα τη συμφωνία. Εκείνος, όχι. Λίγους μήνες αργότερα, γύρισε σπίτι με το ένα χέρι σπασμένο. Η μητέρα του είχε αγοράσει μια ελαττωματική φωτογραφική μηχανή από ένα παζάρι, και η πωλήτρια αρνήθηκε να της επιστρέψει τα χρήματα. Ο Εδουάρδο πήγε την επομένη στο μαγαζί και, μπροστά σʼ όλο τον κόσμο, σώριασε κάμποσες τηλεοράσεις στο πάτωμα. Δεν προνόησε καν να κρυφτεί. Δεν ήταν μια πράξη βανδαλισμού. αποκαθιστούσε απλώς την παγκόσμια ισορροπία. Οι γιοι της πωλήτριας τού έδωσαν και κατάλαβε για ποιο λόγο φοράνε μάσκα οι σούπερ ήρωες. Η Ινδία; Έχετε δίκιο. Και το ʼλεγα ότι για κάποιο λόγο είχα ξεκινήσει να σας μιλάω για τον Εδουάρδο. Ίσως κάποια άλλη φορά, τώρα άνοιξαν την πύλη για την πτήση σας. Πώς; Να έρθω μαζί σας; Καλώς, θα σας συνοδεύσω όσο περιμένετε στην ουρά, αλλά δεν ξέρω αν θα προλάβω. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος. Του Εδουάρδο δεν του πέρασε η ιδέα να γίνει αυτό το... Πώς το είπατε; Αεροβόλομαν. Αγνόησε τις συμβουλές μου και συνέχισε την προσπάθειά του να κάνει τον κόσμο πιο ανθρώπινο. Αρχικά, φάνηκε να αλλάζει τακτική: αντικατέστησε τα αεροβόλα με τις λέξεις. (Τι ωραία που μου βγήκε αυτή η φράση: «αντικατέστησε τα αεροβόλα με τις λέξεις»!) Άρχισε να γράφει στην εφημερίδα του σχολείου του κι ύστερα έβγαλε ένα περιοδικό στο Πανεπιστήμιο που το ʼλεγε Ουτοπίες. Όχι και πολύ πρωτότυπος τίτλος, αλλά έτσι είναι οι νέοι, ανακαλύπτουν κάθε μέρα την πυρίτιδα, κι άντε να τους πεις μετά ότι την είχαν ήδη ανακαλύψει άλλοι. Στο Πανεπιστήμιο; Σπούδασε φιλοσοφία. Απʼ αυτό και μόνο καταλαβαίνετε. Από τόσα πράγματα που υπάρχουν για να σπουδάσεις... Του είπα ότι θα έφερνα αντίτυπα απʼ το περιοδικό του στο αεροδρόμιο. (Δούλευα ήδη εδώ τότε. για την ακρίβεια, ένας φίλος της μητέρας του μου βρήκε τη δουλειά.) Του το είπα, που λέτε, και κατενθουσιάστηκε. Το να σε διαβάζουν άνθρωποι από άλλες χώρες σε γοητεύει πάντα. Εγώ πάλι λέω: τι σημασία έχει πούθε είναι; Αρκεί να σε διαβάζουν. Ήταν ένα συμπαθητικό περιοδικάκι, έμπλεο ιδεαλισμών και αγαθών προθέσεων νʼ αλλάξει τον κόσμο. Λιγάκι αφελές. Νομίζω ότι έφερα πέντε τεύχη. Τα μοναδικά πέντε που βγήκανε. Μια μέρα τον ρώτησα: «Εδουάρδο, δεν θα μου δώσεις άλλα τεύχη απʼ τις Ουτοπίες για το αεροδρόμιο;» «Δεν θα βγουν άλλα.» Μου το ανακοίνωσε πολύ σοβαρός. Είχε πάψει να πιστεύει στη δύναμη των λέξεων για νʼ αλλάξει ο κόσμος. Είχε καταλάβει ότι δεν ήταν αυτός ο δρόμος του. Ορίστε, πλησιάζει η σειρά σας, κι εγώ ακόμη δεν έχω καταφέρει να μπω στο ψητό. Συνέχεια το παθαίνω αυτό. Και μου το ʼλεγε η Λέο: «Σαλβαδόρ, είσαι φαφλατάς». Δεν έπρεπε να σταθώ τόσο στην παιδική του ηλικία, αλλά ήθελα να καταλάβετε πώς κατέληξε στην Ινδία. Ένα περιστατικό ακόμη και θα μπείτε στο νόημα. Οι γείτονες απʼ τον τέταρτο απέκτησαν δίδυμα. Ήταν ένα νεαρό ζευγάρι που δεν ήταν γεμάτα δύο χρόνια στην πολυκατοικία μας. Εγώ δεν είχα και πολλές σχέσεις μαζί τους. Μια μέρα κάλεσαν γενική συνέλευση προκειμένου νʼ αποφασίσουμε αν θα βάζαμε ασανσέρ. Μέχρι και προσφορά από εταιρεία είχαν φέρει. «Φανταστείτε τι σημαίνει για μένα να κατεβαίνω κάθε μέρα τις σκάλες με τα δυο παιδιά στο καρότσι. Ο άντρας μου δουλεύει πολλές ώρες και οι δικοί μου δεν μένουν κοντά. Τι να κάνω; Δεν θέλουμε νʼ αλλάξουμε σπίτι, έχουμε βολευτεί εδώ, αλλά το ασανσέρ παραμένει πρόβλημα. Εκτός αυτού, θα μας εξυπηρετήσει όλους από πολλές απόψεις. Για να ανεβάζουμε τα ψώνια, τις φιάλες υγραερίου...» Ήταν πολύ ακριβό, αλλά οι περισσότεροι καταλάβαμε ότι έπρεπε να γίνει. Ο διαχειριστής, όμως, το ξέκοψε εξαρχής. «Εγώ μια χαρά μπορώ να συνεχίσω νʼ ανεβάζω τα ψώνια μου και το υγραέριο απʼ τη σκάλα.» «Και τα παιδιά;» «Τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει.» «Για τα δικά μου τα παιδιά μιλάω.» «Δεν θα πληρώσω εγώ ένα σκασμό λεφτά για τα δικά σας τα παιδιά. Πληρώστε τα εσείς. Αν χρειάζεστε τόσο πολύ ασανσέρ, αγοράστε το.» Εκεί έληξε η συνέλευση. Τότε δεν ήταν όπως τώρα. Ήμασταν δώδεκα ένοικοι στην πολυκατοικία κι έπρεπε να συμφωνήσουμε όλοι πριν πάρουμε κάποια απόφαση. Ένας νʼ αρνιόταν να πληρώσει, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Μερικοί ένοικοι πήραν το μέρος του διαχειριστή και το θέμα του ασανσέρ έκλεισε. Δυο βδομάδες αργότερα, ένα αυτοκίνητο χτύπησε τον διαχειριστή. Πέρασε από πάνω του κι εξαφανίστηκε με χίλια. Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρξαν. Ο δράστης είχε προνοήσει να βρει ένα έρημο και σκοτεινό σοκάκι. Το είχε πάρει πια το μάθημα από τα παιδιά της πωλήτριας στο μπαζάρ. Ο διαχειριστής έμεινε παράλυτος από τη μέση και κάτω. αποκλεισμένος στον δεύτερο όροφο χωρίς ασανσέρ. Πώς; Το άξιζε; Στʼ αλήθεια, το πιστεύετε; Μοιάζει, λέτε, με πρωταγωνιστή κάποιας παραβολής. Εγώ, όμως, τον γνώριζα. Δεν ήταν τόσο κακός άνθρωπος όπως ίσως ακούγεται. Έπειτα, εσείς γνωρίζετε μόνο ότι αρνήθηκε να βάλουν ασανσέρ στην πολυκατοικία. Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους ανθρώπους από μία μόνο πράξη. Να σας αναφέρω και μια άλλη; Δούλεψε όλη του τη ζωή για να πληρώσει τις σπουδές του μικρότερου αδελφού του. Δεν σας φαίνεται καλή πράξη αυτή; Ποτέ δεν αποκαλύφθηκε ο οδηγός που παρέσυρε τον δια­χειριστή. Όμως, εσείς κι εγώ έχουμε μια μικρή ιδέα για το ποιος μπορεί να ήταν, έτσι δεν είναι; Συνέβησαν κι άλλα περίεργα πράγματα, αλλά δεν γίνεται τώρα να επεκταθώ. Στο πρόσωπο του Εδουάρδο έβλεπες πλέον έναν θλιμμένο νεαρό. Έτσι είναι. όταν δεν πιστεύεις στην ανθρωπότητα, δεν μπορεί παρά να είσαι θλιμμένος. Ο Εδουάρδο θεωρούσε τον άνθρωπο ένα φρικτό τέρας. «Ένα εκλεπτυσμένο αρπακτικό» έλεγε. Ο φίλος της μητέρας του τον έφερε να δουλέψει στο αεροδρόμιο. Είχε σπουδάσει, μιλούσε κάμποσες γλώσσες και ήξερε από υπολογιστές — τότε δεν ήταν όπως σήμερα, που ξέρουν όλοι. Του δώσανε λοιπόν μια σκούπα. Η σκούπα είναι για ανθρώπους σαν εμένα, όχι για τον Εδουάρδο. «Διαβάσατε τις εφημερίδες, Δον Σαλβαδόρ;» Όλο αυτό με ρωτούσε. Κι ύστερα μου απαριθμούσε τις ειδήσεις της ημέρας: βόμβα σκάει σε πολυκατάστημα, πέντε νεαροί ξυλοκοπούν μετανάστρια, δυο άντρες βιάζουν και βασανίζουν ανήλικη, στραγγαλίζουν ηλικιωμένο για να του κλέψουν το ρολόι, εκατοντάδες πουλιά πεθαίνουν σε μολυσμένο από τοξικά απόβλητα ποταμό, αποκαλύπτεται δίκτυο παιδικής πορνείας. «Πώς νʼ αποκτήσω παιδιά σʼ έναν τέτοιο κόσμο;» συνήθιζε να μου λέει. «Τι πατέρας θα ήμουν αν τα έφερνα να ζήσουν σʼ αυτό το φρικτό μέρος;» Εγώ του επαναλάμβανα τα λόγια της γιαγιάς μου, θεός σχωρέσʼ την: «Ο άνθρωπος είναι περίεργο πλάσμα, μισός άγγελος μισός δαίμονας, ικανός για τα πιο φρικτά και τα πιο θαυμαστά έργα συνάμα». «Το ʼμαθες, Εδουάρδο; Έφηβος έσωσε έγκυο σε πυρκαγιά. Διακινδύνεψε τη ζωή του γιʼ αυτήν.» Αλλά εκείνος είχε πάντα έτοιμη την απάντηση. «Έφηβοι κακοποίησαν θανάσιμα συμμαθητή τους. Ύστερα, προκειμένου να εξαφανίσουν το πτώμα, το τεμάχισαν κι ένας απʼ αυτούς το έδωσε να το φάνε τα σκυλιά του.» Δεν ήταν κακό παιδί, αλλά είχε πολύ μίσος. Μερικές φορές πιστεύω ότι το πρόβλημά του ήταν η υπερβολική ευαισθησία του, όσο κι αν αυτό ακούγεται αντιφατικό. Όλα τον επηρέαζαν πολύ. Οι υπόλοιποι είμαστε συνηθισμένοι να παρακολουθούμε καθημερινά ακρότητες. Αλλά αυτός δεν μπορούσε να το συνηθίσει. Δεν είχε την ικανότητα. Κι αυτό τον γέμιζε χολή. Αυτή είναι η ιστορία του Εδουάρδο. Έφυγε για την Ινδία για­τί πίστεψε ότι εκεί θα μπορούσε να βρει έναν κόσμο διαφορετικό, πιο ανθρώπινο. Ήταν άλλοι καιροί. Η Ινδία φάνταζε στο μυαλό των ανθρώπων σαν παρθένος τόπος, ανέγγιχτος από τον μοντέρνο πολιτισμό. Μια κοινωνία αλληλέγγυα, μακριά από τον δυτικό καπιταλισμό και την κοπαδιαστή ζωή, που διαρκώς κατέκρινε στις Ουτοπίες. Πώς είστε, δεσποινίς Λίντια; Τέλειωσε κιόλας η άδειά σας; Πώς περνάει ο καιρός! Η μικρή; Χαίρομαι. Να, εδώ, μιλούσα μʼ ένα φίλο που πηγαίνει στην Ινδία. Δεν είναι όμορφη; Σας έλαχε η πιο όμορφη αεροσυνοδός μας. Πώς; Αν βρήκε αυτό που έψαχνε στην Ινδία; Δεν ξέρω τι να σας πω. Κάτι βρήκε, αυτό είναι βέβαιο. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία. Μια ιστορία που δεν μʼ αρέσει να θυμάμαι. Πώς; Του χρόνου, όταν θα πάρετε ξανά άδεια διακοπών; Λυπάμαι, αλλά θα είναι αδύνατον. Σε λίγο βγαίνω στη σύνταξη. Σε τριάντα τρεις ημέρες, για την ακρίβεια. Καλό ταξίδι. Αντίο, δεσποινίς Λίντια. Να έχετε μια ευχάριστη πτήση.

ΜΠΛΑΝΤΙΝΑ ΤΟΡΕΣ ΑΛΜΠΕΡΤΟ