ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Συγγραφέας: ΑΛΜΕΪΔΑ ΕΟΥΧΕΝΙΑ
Μετάφραση: Τ. ΣΕΡΕΤΗ
Εκδόθηκε: 05/06/2007
ISBN: 978-960-8397-16-3
Σελίδες: 140

€11.45 €12.72

  Στο καλαθι βιβλια

Σ’ ένα μικρό χωριό, χαμένο στα βάθη της Αργεντινής, ένας άνδρας και η πολύ νεαρή συνοδός του περιμένουν το λεωφορείο της γραμμής, μοναδικό μέσο επικοινωνίας με την πόλη. Μαζί τους, ο δικηγόρος Πόνσε και η σύζυγός του ετοιμάζονται να αποχαιρετήσουν την αδελφή του δικηγόρου που φεύγει από το χωριό. Το λεωφορείο πλησιάζει, όμως ο οδηγός βλέπει τους επιβάτες και επιταχύνει, εγκαταλείποντάς τους στην τύχη τους. Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει το λόγο αυτής της συμπεριφοράς που ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του απομονωμένου χωριού. Οι κάτοικοι —βασανισμένοι, συν τοις άλλοις, από μια παρατεινόμενη λειψυδρία— αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται και να πανικοβάλλονται, κυριευμένοι από λογής λογής υποψίες. Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά ο οδηγός αρνείται να σταματήσει... Τι έχει συμβεί που οι ίδιοι αγνοούν; Ποιος αποφάσισε να τους αποκλείσει στον τόπο τους; Σιγά σιγά, οι κάτοικοι συνειδητο-ποιούν πως τη χώρα κυβερνούν οι στρατιωτικοί. Βιβλία εξαφανίζονται από τη Βιβλιοθήκη, πυροβολισμοί αντηχούν μέσα στη νύχτα, πτώματα αντιστασιακών κάνουν την εμφάνισή τους, η φωτογραφία ενός εκτελεσμένου ζευγαριού που κανείς δεν αναγνωρίζει κυκλοφορεί στην εφημερίδα. Όταν το λεωφορείο κάνει και πάλι την καθιερωμένη του στάση, κανείς δεν είναι εκεί να το περιμένει. Απλώς, έχει αρχίσει να βρέχει... Το λεωφορείο τιμήθηκε με το βραβείο «Δύο όχθες», 2005.

1 Πάνε τρεις νύχτες που το λεωφορείο περνάει χωρίς ν’ ανοίγει την πόρτα. Το χωριό ζει κάτω από έναν τσίγκινο ουρανό, γκρίζο και ελάχιστα κυματιστό. Η σκόνη σκεπάζει τις αυλόπορτες και η αναβροχιά κάνει τα σκυλιά νευρικά. Ο Ρουμπέν προβάλλει άκεφος στο παράθυρο του ξενοδοχείου και κοιτάζει τους ανθρώπους που διασχίζουν το δρόμο. Είναι οι Πόνσε, που μένουν απέναντι. Έρχονται ξανά με την κουνιάδα τους, μήπως και τα καταφέρει να ξαναπάει πίσω, στην πόλη. Προτού φτάσουν στο τέλος του ξέφωτου, ο Ρουμπέν βγαίνει στην πόρτα. Το χέρι του φαίνεται από μακριά να ταλαντεύεται σαν εκκρεμές, σαν ανεστραμμένο γλωσσίδι καμπάνας που αιωρείται και λέει: «όχι». Ο δόκτωρ Πόνσε κάνει κι αυτός ένα νεύμα με το κεφάλι για να του απαντήσει ότι τον έχει δει. «Δεν κάνει στάση, πρέπει να γυρίσουμε πίσω». Η Μάρτα γελάει. Η Βικτόρια κοιτάει το ξενοδοχείο και μισοκλείνει τα μάτια καθώς ο αέρας σηκώνει σκόνη. Δεν ξέρει αν πρέπει να τινάξει το φόρεμά της, να βγάλει το καπέλο της ή να κάνει στροφή και να επιστρέψει στο σπίτι. Ο Πόνσε χαλαρώνει τον κόμπο της γραβάτας του, στηρίζεται στο αριστερό του πόδι και κοιτάζει τη γυναίκα του. «Μη γελάς.» Η Μάρτα σκύβει το κεφάλι για να κρύψει το ορθάνοιχτο, έκπληκτο στόμα. Πάνε τέσσερις μέρες που οι Πόνσε έρχονται την ίδια ακριβώς ώρα στη στάση μπροστά στο ξενοδοχείο. Εκείνος φοράει σακάκι, γραβάτα και τα καλά του παπούτσια. Προσποιούμενος πως δεν του είναι βάρος, κουβαλάει τη βαλίτσα της αδελφής του. Οι γυναίκες ακολουθούν λίγα βήματα πιο πίσω, μιλάνε και χειρονομούν. Την πρώτη μέρα είχαν έρθει από νωρίς για να πάρει η Βικτόρια το λεωφορείο των οχτώ. Δέκα λεπτά πριν το προγραμματισμένο δρομολόγιο, ο Πόνσε είδε τα φανάρια του λεωφο­ρείου να φωτίζουν τον παράδρομο. Το φως προσπέρασε τη στροφή κι ο δικηγόρος κατέβηκε στο χωματόδρομο. Το λεωφορείο επιτάχυνε σηκώνοντας σκόνη, και ο θόρυβος της μηχανής σκέπασε το αιώνιο, ακάματο, επιθετικό τραγούδι των τζιτζικιών. Ο Πόνσε στράφηκε για να δει τα πισωφάναρα που είχαν πάρει το δρόμο προς την πόλη. Οι γυναίκες έκαναν να μιλήσουν, αλλά ο Πόνσε επέβαλε σιωπή μ’ ένα νεύμα. «Περιμένετε εδώ.» Έσπρωξε την πόρτα του ξενοδοχείου κι αναζήτησε με το βλέμμα τον Ρουμπέν. καθόταν σ’ ένα τραπέζι στο βάθος. «Ποιος οδηγάει σήμερα;» «Ο Κάστρο, απ’ τα Τυφλά Νερά.» «Τυφλός είν’ αυτός, που δε με είδε. Από τότε που έφυγε ο Πέρες, τίποτα δε λειτουργεί σωστά.» «Δεν σας είδε;» «Όχι. Προσπέρασε.» Ο Πόνσε έστρεψε την πλάτη του και βγήκε απ’ το ξενοδοχείο. Οι γυναίκες σώπασαν καθώς η σκιά του μεγάλωνε και τους έγλειφε τα πόδια. «Ξέρεις, μικρή; Θα πρέπει να περιμένεις μέχρι αύριο.» Η Βικτόρια συγκατένευσε με το κεφάλι και κοίταξε λοξά τη Μάρτα, η οποία συνέχιζε να χαμογελάει. Ο δικηγόρος διέσχισε τις γραμμές και, ενώ η γυναίκα και η αδελφή του κουβέντιαζαν ψιθυριστά, αυτός σκεφτόταν τα πισωφάναρα του λεωφορείου. «Αυτός ο Κάστρο είναι βλάκας. Αν δεν με είχε δει, δεν θα είχε πατήσει γκάζι. Δεν θέλησε να σταματήσει.» Απ’ το δρομάκι αριστερά εμφανίζεται ο Γκόμες στο ποδήλατό του και, μόλις τους βλέπει, φωνάζει: «Τι έγινε; Το μετανιώσατε;» και πατάει με δύναμη το πετάλι, υψώνοντας ταυτόχρονα το χέρι για να χαιρετήσει. Ο Πόνσε θέλει να του φωνάξει μα η φωνή του βγαίνει χαμηλή, πνιγμένη, αδύναμη για ν’ ακουστεί. «Όχι. δε σταμάτησε.» Αντιλαμβάνεται ότι ο Γκόμες δεν τον έχει ακούσει, ενώ βλέπει την πλάτη και τον σβέρκο του ένα τετράγωνο μακριά. Από εκεί, το μαύρο ποδήλατο δεν είναι ορατό, κι ο Γκόμες δείχνει να κάνει πετάλι στον αέρα. Ο Πόνσε βγάζει ένα τσιγάρο απ’ την τσέπη και το ανάβει. Όταν φτάνει στο σπίτι, περιμένει να περάσουν πρώτα οι γυναίκες. «Όπως στο σκάκι, τα πράγματα μπορούν να ταξινομηθούν σ’ έναν πίνακα που να τα εξηγεί. Αν είναι κανείς προσεκτικός, μπορεί να προλάβει να ανασυνταχθεί και να γλιτώσει το ματ.» Ο Πόνσε κρατάει τον αξιωματικό ανάμεσα στα δάχτυλά του κι αφήνει το τσιγάρο να καίγεται. Από μέσα ακούγονται η Μάρτα κι η Βικτόρια που στρώνουν το τραπέζι. Ανοίγει το δεξί συρτάρι του γραφείου και βγάζει ένα απόκομμα εφημερίδας. Αρχίζει να γεμίζει με την πένα του τα κουτάκια του σταυρόλεξου. Ακούγονται τα βήματα της Μάρτα. Ο Πόνσε ανοίγει την πόρτα και περνάει ανάμεσα απ’ τις δυο γυναίκες. «Πάω στο ξενοδοχείο.» Η Μάρτα κάνει νόημα στην κουνιάδα της, μαζεύει το σερβίτσιο που προοριζόταν για τον άντρα της, πηγαίνει στο παράθυρο και τον παρακολουθεί να εμφανίζεται κατά διαστήματα κάτω απ’ τα φώτα του δρόμου. Ύστερα βγάζει την ποδιά, ανοίγει ένα απ’ τα συρτάρια της τραπεζαρίας και βάζει το χέρι της βαθιά. Η Βικτόρια χαμογελάει. Η Μάρτα βγάζει το παχουλό της χέρι κάτω απ’ την πλαστική θήκη των μαχαιροπίρουνων, σφιγμένο γροθιά γύρω από ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο. Το ξετυλίγει και αποκαλύπτονται τρία μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Ψάχνει το κουτί με τα σπίρτα και κάθεται απέναντι απ’ την κουνιάδα της. «Αύριο θα πάμε στην αγορά να πάρουμε ροδάκινα και βερίκοκα. Καλύτερα που μένεις άλλη μια μέρα.» Ο Πόνσε ψάχνει με το βλέμμα το τραπέζι του και πηγαίνει στον πάγκο του μπαρ για να πάρει την ξύλινη σκακιέρα. Ο Ρουμπέν στεγνώνει τα ποτήρια και προσέχει το βραστήρα στη φωτιά. Ο δικηγόρος ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάζει το ζευ­γάρι που βρίσκεται στο βάθος. Είναι ξένοι — φαίνεται απ’ τα ρούχα τους. Η γυναίκα είναι ακόμη νέα. Φοράει μια ζακέτα ριγμένη στους ώμους της. Ο άντρας, με κοστούμι και γραβάτα, της μιλάει ψιθυριστά, σχεδόν στο αφτί. «Εραστές θα είναι» σκέφτεται. Κοιτάζει για βέρες στα δάχτυλα, αλλά το φως είναι ελάχιστο. Η γυναίκα δείχνει ανυπόμονη, νευρική και, σε αντίθεση με τον άντρα, κάπως ατημέλητη. Ο Πόνσε φαντάζεται τον άντρα να λουστράρει με δύναμη τα παπούτσια που γυαλίζουν κάτω απ’ το τραπέζι. Ο Ρουμπέν κοιτάζει αριστερά και τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. Το μουστάκι του δικηγόρου κινείται ανεπαίσθητα προς τα κάτω και ο ξενοδόχος καταλαβαίνει. Όσο αυτός ετοιμάζει δύο ποτήρια ουίσκι, ο Πόνσε παρατηρεί την πλάτη του — την άκρη του πουκαμίσου που έχει βγει απ’ το παντελόνι και κρέμεται κάτω. Ο ξενοδόχος προχωράει ανάμεσα απ’ τα τραπέζια μέχρι που φτάνει στον Πόνσε. Πιάνει την πετσέτα που έχει κρεμασμένη στο αριστερό του μπράτσο και καθαρίζει το τραπέζι δια­γράφοντας γρήγορους κύκλους. Ο δικηγόρος παρατηρεί τα ψίχουλα και τις μικροσκοπικές στάχτες να αιωρούνται στο ρυθμό της κίνησης. Ο Ρουμπέν βάζει ένα ποτήρι μπροστά στον πελάτη του κι άλλο ένα λίγο πιο δίπλα. Επιστρέφει στο μπαρ και ψάχνει κάτω απ’ τον πάγκο ένα μπουκάλι ουίσκι με δύο σταυρούς στην ετικέτα του — δύο πανομοιότυπους σταυρούς, χαραγμένους με την αιχμή ενός μαχαιριού. Πλησιάζει πάλι στο τραπέζι και αφήνει το ουίσκι λέγοντας: «Το μπουκάλι σας, δόκτωρ.» Ο Πόνσε έχει στο στόμα κρεμασμένο ένα τσιγάρο, και το μισό έχει ήδη γίνει στάχτη. Ο Ρουμπέν πηγαίνει γρήγορα στο μπαρ και φέρνει ένα τριγωνικό χρυσαφί τασάκι. Ο δικηγόρος κατεβάζει το τσιγάρο και το τινάζει απαλά με το δείκτη του χεριού του. Η στάχτη πέφτει ολόκληρη. Ο Ρουμπέν πηγαίνει στο τραπέζι στο βάθος. Ο Πόνσε, με τα μάτια μισόκλειστα για ν’ αποφεύγει τον καπνό, τον κατασκοπεύει παρακολουθώντας τον ανάμεσα απ’ τα εμπόδια. Το βλέμμα του στέκεται στη γυναίκα. Είναι ολοφάνερο πως δε φοράει μεσοφόρι. Στο σκοτάδι διακρίνονται τα σφριγηλά, σμιλεμένα πόδια της. Τα φαντάζεται να τρέμουν ενώ ο άντρας μιλάει με τον Ρουμπέν. «Δε σταμάτησε. Πέρασε νωρίτερα, δέκα λεπτά νωρίτερα. Ετοιμαζόμουν να βγω να κάνω νόημα όταν ο δόκτωρ...» Ο Ρουμπέν στρέφεται και δείχνει τον Πόνσε. Ο άντρας τον κοιτάζει αφηρημένα, η γυναίκα χαμογελάει στο σκοτάδι. «... ήρθε και μου είπε ότι δεν σταμάτησε. Ίσως δεν τον είδε.» Ο Πόνσε δαγκώνει την άκρη του τσιγάρου και βγάζει έναν πνιγμένο ήχο, σαν μουγκρητό. «Μπορείτε να μείνετε μέχρι αύριο. Θα έχω βγει απ’ τις εφτάμιση στην πόρτα για να βεβαιωθώ ότι θα σταματήσει...» Οι άντρες συνεχίζουν να μιλάνε κι ο Πόνσε κοιτάζει τη γυναίκα. Εκείνη ξέρει ότι παρακολουθείται και τρέμει. Ο θόρυβος ενός φορτηγού τους τραβάει την προσοχή. Το σχοινί κι ο μουσαμάς χτυπάνε πάνω στον μεταλλικό σκελετό. Μακριά, τα σκυλιά της χήρας Χουάρες γαβγίζουν τον αστυνόμο που περνάει απ’ έξω. «Πέρασε ο Κρέπσι με το φορτηγό. Σε μισή ώρα κλείνω, δόκτωρ Πόνσε.» Ο Πόνσε αφήνει το δικό του ποτήρι με το ουίσκι και πιάνει το άλλο. Το κοιτάζει στο μισοσκόταδο. Το σκουπίζει με μια χαρτοπετσέτα και πίνει. Υποψιάζεται τον Ρουμπέν ότι ξαναρίχνει στο μπουκάλι του τα περισσεύματα απ’ τα ποτήρια. Γι’ αυτό, ανάβει άλλο ένα τσιγάρο και ρίχνει τη στάχτη στο ποτήρι που έχει ήδη χρησιμοποιήσει. Είκοσι οχτώ λεπτά αργότερα, σηκώνεται. Ο Ρουμπέν καταλαβαίνει ότι είναι πια ώρα να κλείσει. Ο Πόνσε κοιτάζει προς το τραπέζι στο βάθος και το βλέπει άδειο. Δεν πρόσεξε πότε ακριβώς έφυγε το ζευγάρι. Έχουν αφήσει τα ποτήρια τους, αποτσίγαρα και κομματάκια χαρτί που εκείνη έσκιζε ενόσω μιλούσαν. Το τραπέζι μοιάζει με δωμάτιο ξενοδοχείου που μόλις άδειασε. Ο δικηγόρος έχει κιόλας στρέψει την πλάτη του και σηκώνει το αριστερό του χέρι για να χαιρετήσει τον Ρουμπέν. «Τα λέμε αύριο, δόκτωρ» ακούει καθώς κατεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια. Το καμπανάκι της πόρτας εξακολουθεί να αντηχεί μέχρι που φτάνει στις ράγες. Τη δεύτερη μέρα, ο Ρουμπέν είχε βγει στην πόρτα του ξενοδοχείου απ’ τις εφτάμιση το απόγευμα. Πίσω του, το ζευγάρι απ’ το τραπέζι στο βάθος μιλούσε χαμηλόφωνα. Οι πνιγμένες, νευρικές φωνές τους ακούγονταν σαν χορωδία βατράχων. Ο Ρουμπέν είδε τους Πόνσε να διασχίζουν τις γραμμές. Ο δικηγόρος κουβαλούσε τη βαλίτσα της αδελφής του η οποία ακολουθούσε μερικά βήματα πιο πίσω, μαζί με τη Μάρτα. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν από μακριά και αντάλλαξαν ένα χαιρετισμό με μια ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού. Όταν έφτασαν στο ξενοδοχείο, η Μάρτα και η Βικτόρια στάθηκαν μακριά απ’ το ζευγάρι. Η Μάρτα δε σταματούσε να κοιτάζει τη γυναίκα. Μ’ ένα μπουκωμένο, κλεφτό γέλιο, είπε στην κουνιάδα της: «Δε φοράει μεσοφόρι, δεν είναι απ’ το χωριό...» Η Βικτόρια έμοιαζε να μην ακούει. Κοιτούσε τον βαρύ, συννεφιασμένο ουρανό. Απ’ το προηγούμενο πρωί η βροχή φούσκωνε μέσα στα σύννεφα, αλλά ο άνεμος δεν κόπαζε κι η καταιγίδα μετατοπιζόταν χωρίς να ξεσπάει. «... Ούτε απ’ την πόλη είναι, δε φοράει καλσόν. Απ’ την πόλη αποκλείεται να είναι. Σίγουρα, από κάποιο άλλο χωριό...» Η Βικτόρια κοίταξε τη γυναίκα στα μάτια κι εκείνη της απάντησε μ’ έναν περιφρονητικό μορφασμό. Υποψιαζόταν τι μπορούσαν να συζητάνε αυτές οι δυο. Κυρίως η χοντρούλα, που δεν σταματούσε να μιλάει. Η Βικτόρια παραξενεύτηκε με την έκφραση της γυναίκας και προσπάθησε να καταλάβει τι της έλεγε η κουνιάδα της, η οποία μιλούσε σχεδόν χωρίς να παίρνει ανάσα. «... Δεν είναι τίμιες γυναίκες αυτές. Τι κάνουν; Γιατί έρχονται εδώ; Σ’ αυτό το χωριό, ή έρχεσαι για να κάνεις κάποια βρομοδουλειά ή για ν’ αμαρτήσεις. Όσο γι’ αυτόν, σίγουρα θα ’ναι κάνας πωλητής...» Η Βικτόρια στράφηκε στον Πόνσε που μιλούσε με τον Ρουμπέν. Το κοστούμι του αδελφού της δεν είχε ούτε μία ζάρα. Το πουκάμισο του ξενοδόχου μαρτυρούσε ένα κάψιμο από τσιγάρο στο δεξί μανίκι. «Όλοι τους μια φάρα είναι αυτοί. Ταξιδεύουν από χωριό σε χωριό και κοιμούνται στα ξενοδοχεία. Οι περισσότεροι έχουν από δυο-τρία κουτσούβελα και μια φουκαριάρα που τα προσέχει χωρίς να βλέπει ποτέ τον άντρα της. Σ’ όποιο χωριό κι αν πάνε ψαρεύουν γυναίκες. Πάντα βρίσκεται μια ελαφριά να ενδώσει. Μετά, πηγαίνουν μαζί σε κάποιο άλλο χωριό όπου να μην την ξέρουν τη λεγάμενη. Θυμάσαι τους Φουέντες, τους μυλωνάδες; Ε, αυτοί είχαν μια κόρη που το ’χε κάνει σύστημα. Το ’σκαγε απ’ το σχολείο το παλιοθήλυκο και πήγαινε στο Τρίγιας, εδώ, σαράντα χιλιόμετρα πιο κάτω. Και τσουλιόταν. Έλα που μαθεύτηκε, όμως, στο χωριό, γιατί την είδαν σ’ ένα παλιοξενοδοχείο να κάθεται στα πόδια ενός πωλητή. Τέτοια ξετσιπωσιά, να κλείνει σπίτια! Αναγκάστηκε να φύγει άρον-άρον απ’ το χωριό. Λένε ότι πήγε στην πόλη, ότι την είδαν να δουλεύει, ξέρεις, στα θέατρα, στις καφετέ­ριες. Στην ακολασία...» Η Βικτόρια πιάνει το λαιμό της. το μέτωπό της στάζει ιδρώτα. «... Οι Φουέντες την έχουν ξεγράψει. Διαλαλούν ότι μόνο ένα γιο έχουν. Αυτό που άκουσα, πάντως, εγώ, είναι ότι ο Δον Φουέντες δεν είναι ο καταλληλότερος για να...» Η Βικτόρια αναζητά το χέρι της κουνιάδας της. «Δε νιώθεις καλά; Είσαι χλομή. Πόνσε, η μικρή δεν είναι καλά!» Ο δικηγόρος στρέφει το πρόσωπο και αλλάζει όψη. Πλησιάζει την αδελφή του και την στηρίζει. Η Βικτόρια αναπνέει βαθιά και κλείνει τα μάτια. Απ’ το βάθος ακούγεται το λεωφορείο. Ο ξενοδόχος κατεβαίνει στο δρόμο και κουνάει τα χέρια. Το ζευγάρι πλησιάζει στην άκρη του πεζοδρομίου. Η γυναίκα επωφελείται για να κάνει έναν ειρωνικό ήχο με τα χείλη της καθώς περνάει δίπλα απ’ τη Μάρτα. Ο Ρουμπέν ακούει το λεωφορείο που αλλάζει ταχύτητες και το βλέπει να επιταχύνει. Σταματάει στη μέση του δρόμου και σηκώνει τα χέρια του. Το αυτοκίνητο επιταχύνει και αποφεύγει με μια μανούβρα τον ξενοδόχο ο οποίος κοκκαλώνει μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης, καταμεσής του δρόμου με τα χέρια ψηλά. Το ζευγάρι διαμαρτύρεται, εκείνη υψώνει τη φωνή της. Ο Πόνσε αγκαλιάζει την αδελφή του, ενώ η Μάρτα κουνάει μια βεντάλια που έχει βγάλει απ’ την τσάντα της. «Νιώθεις καλύτερα με τον αέρα, μικρή; Νιώθεις καλύτερα;» «Είμαι εντάξει, φτάνει» λέει η Βικτόρια. «Ευχαριστώ, Αντόνιο, φτάνει.» «Θα την πείραξαν τα θαλασσινά. Το περίμενα εγώ. Ποιος θα τολμούσε να φάει θαλασσινά σ’ αυτό το χωριό;» Ο Πόνσε κοιτάζει την αδελφή του και τη βοηθάει να καθίσει στο παγκάκι. «Εντάξει, Αντόνιο, εντάξει. Είμαι καλά τώρα.» Ο δικηγόρος κοιτάζει τον Ρουμπέν που επιστρέφει απ’ έξω. Θέλει να του μιλήσει, αλλά το ζευγάρι των ξένων πλησιάζει πρώτο. Εκείνη χειρονομεί έντονα και, καθώς υψώνει τα χέρια της η φούστα της ανασηκώνεται αφήνοντας να φανούν τα γόνατά της. Εκείνος πλησιάζει τον Ρουμπέν σε απόσταση αναπνοής. «Είχατε πει ότι σήμερα θα φεύγαμε το δίχως άλλο. Ελπίζω αυτή να μην είναι κάποια στρατηγική για να έχει πελάτες το ξενοδοχείο σας. Γιατί εμείς σκοπεύαμε να έχουμε φύγει από χθες, και το επόμενο λεωφορείο περνάει αύριο.» Ο Ρουμπέν οπισθοχωρεί ένα βήμα για να απελευθερωθεί απ’ το πρόσωπο του άντρα που είναι κολλημένο πάνω του και, με μελετημένη φωνή, λέει: «Κοιτάξτε, κατανοώ ότι έχετε χάσει την ψυχραιμία σας, αλλά αυτός δεν είναι λόγος για να αμφισβητείτε την εντιμότητά μου. Είμαι ξενοδόχος από γεννησιμιού μου. Αυτό το ξενοδοχείο ανήκε στον πατέρα μου. Αν έχετε οποιαδήποτε αμφιβολία για την τιμιότητά μου, μπορείτε να ρωτήσετε οποιονδήποτε στο χωριό...» «Όχι, όχι» λέει ο πωλητής προβλέποντας την εξαντλητική αγόρευση που έρχεται, «εγώ δεν αμφισβητώ τίποτα, το ζήτημα είναι...» «... Ακόμη και ο δόκτωρ Πόνσε, ένας από τους πιο καταξιωμένους άνδρες...» Ακούγοντας τ’ όνομά του ο Πόνσε πλησιάζει, αλλά αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι ακόμη ώρα για να παρέμβει. «Εντάξει, εντάξει, θέλω μόνο να ξέρω...» «... Ο δόκτωρ μπορεί να σας πει τι είδους άνθρωπος είμαι. Παρόλα αυτά, για να μη μένουν αμφιβολίες, το ξενοδοχείο σάς προσφέρει δωρεάν μία ακόμη διανυκτέρευση και εγώ, προσωπικά, θα μεριμνήσω ώστε να επιστρέψετε αύριο στην πόλη». Το ζευγάρι δείχνει πιο ψύχραιμο τώρα. Αποφασίζουν να περάσουν μέσα. Ο άνδρας μοιάζει να εξηγεί στη γυναίκα τα συμφωνηθέντα. Ο Ρουμπέν τινάζει το παντελόνι του απ’ τη σκόνη και ο δικηγόρος τον πλησιάζει. «Τι συνέβη; Η αδελφή μου ζαλίστηκε και δεν κατάλαβα. Δεν σας είδε;» «Δεν ξέρω» λέει ο Ρουμπέν. «Πρέπει να με είδε. Κάτι πρέπει να συμβαίνει. Περάστε ξανά μια βόλτα αργότερα.» Ο Πόνσε πλησιάζει τις γυναίκες και σηκώνει τη βαλίτσα. Πέντε λεπτά αργότερα βρίσκονται απ’ την άλλη μεριά των γραμμών του τρένου, καθοδόν προς το σπίτι. Η Μάρτα, παραδόξως, προχωράει σιωπηλή. Ο Πόνσε μπαίνει στο μπαρ και νιώθει ένα διαπεραστικό γέλιο να τον ενοχλεί. Γυρίζει και βλέπει τη γυναίκα καθισμένη στα γόνατα του άντρα να παίζει μ’ ένα ποτήρι. Φοράει μαύρα εσώρουχα. η τιράντα του κορσάζ έχει γλιστρήσει και πέφτει στο αριστερό της μπράτσο. Τρία ανοιχτά κουμπιά στο φόρεμά της αφήνουν να φανεί η καμπύλη απ’ όπου αναδύονται τα στήθη της. Ο Πόνσε ενοχλείται. Τα άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι —γεμάτα λεκέδες και ίχνη από κραγιόν—, μοιάζουν άκαμπτα πτώματα. Ο Ρουμπέν μουρμουράει και κουνάει τα χέρια του πίσω απ’ το μπαρ. Η γυναίκα εξακολουθεί να γε­λάει. Η τιράντα γλιστράει κι άλλο και ο καπνός των τσιγάρων φτάνει ώς το τραπέζι του Πόνσε. Ο δικηγόρος τινάζεται όταν ακούει τον άντρα ν’ αποκαλεί τη γυναίκα με τη λέξη που χρησιμοποιεί ο ίδιος όταν μιλάει στην αδελφή του: «Πάμε, μικρούλα» λέει η μεθυσμένη φωνή μέσα στο σκοτάδι. Εκείνη —τώρα φοράει καλσόν— σηκώνει φιλήδονα τη φούστα της για να ισιώσει τη μαύρη ραφή που τονίζει τη γραμμή των ποδιών της. Ανεβαίνουν απ’ τη σκάλα και εξαφανίζονται. Ο Πόνσε περιμένει. Ο Ρουμπέν καταπιάνεται με διάφορα μικροπράγματα καθυστερώντας την ερώτηση. Ο δικηγόρος περιεργάζεται τα χέρια του όσο περιμένει. Δέκα λεπτά αργότερα, ξεροβήχει για να καθαρίσει το λαιμό του. Ο Ρουμπέν τον κοιτάει και ελέγχει, άσκοπα, αν το μπαρ είναι άδειο. «Δεν ξέρω, δόκτωρ» —το γάλα στη φωτιά, το πανί στο δεξί χέρι—, «τι μπορεί να συμβαίνει, δεν το ξέρω.» «Ποιος οδηγούσε;» ρωτάει ο Πόνσε κοφτά. «Ο Κάστρο.» «Πάλι; Κι εχθές αυτός δεν οδηγούσε;» «Ναι, αυτό είναι περίεργο. Κανονικά, θα ’πρεπε να οδηγάει κάποιος άλλος...» «Πάλι ο Κάστρο! Αυτό κι αν είναι παράλογο!» «Δεν μπορώ να το εξηγήσω...» «Ελπίζω να μην είναι τόσο ηλίθιος ώστε να τα βάλει μαζί μου. Αν θέλει να μ’ εκδικηθεί έτσι για ’κείνο το αγρόκτημα...» «Όχι, δόκτωρ...» «Γιατί θα πρέπει να καταλάβει ότι εγώ είμαι δικηγόρος κι ότι αυτή είναι η δουλειά μου. Αν ο καθένας που χάνει μια δίκη στρέφεται εναντίον μου... Δεν μπορώ να το επιτρέψω, οφείλουμε υπακοή στο νόμο. Αλλιώς, τι τον έχουμε!» Ο Ρουμπέν ψάχνει το μπουκάλι με το ουίσκι. «Όχι, δόκτωρ, κάτι άλλο πρέπει να συμβαίνει. Γιατί να τον έβαλαν να οδηγήσει δύο συνεχόμενες βραδιές; Δεν είναι λογικό.» «Να έχει άραγε αρρωστήσει κάποιος; Δεν είδα τον Βιέιτες να βγαίνει με το αυτοκίνητο. Και στα Τυφλά Νερά δεν υπάρχει γιατρός...» «Τι να σας πω, θα ρωτήσω. Αύριο θα έρθει ο Ριμόλντι, ο νέος εισπράκτορας. Σίγουρα, αυτός κάτι θα ξέρει.» «Η αδελφή μου πρέπει να γυρίσει πίσω.» «Σας καταλαβαίνω. Κι εγώ έχω αυτούς τους δυο που μου ξέμειναν εδώ. Αν δεν τους ξεφορτωθώ κι αύριο, θα ’χω χασούρα. Ήταν εκνευρισμένοι και τους άνοιξα μερικά μπουκάλια. Όταν, όμως, τους τελειώσει η γιορτή, δεν θα τους κρατάει τίποτα.» Ο θόρυβος του φορτηγού φέρνει σιωπή. «Και ο Κρέσπι; Γιατί δεν ρωτάς αυτόν;» «Κι αυτό γίνεται. Θα πρέπει να τον πετύχω κάπου στο δρομολόγιό του και να τον σταματήσω. Αύριο. Αν και δεν νομίζω να χρειαστεί. Αύριο, το λεωφορείο θα σταματήσει.» «Να δούμε.»

ΑΛΜΕΪΔΑ ΕΟΥΧΕΝΙΑ