ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Συγγραφέας: ΜΑΔΡΙΔ ΧΟΥΑΝ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 12/06/2006
ISBN: 960-8397-13-8
Σελίδες: 240

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

1 Την ημέρα εκείνη καθόμουν σ’ ένα παγκάκι της πλατείας 2 Μαΐου απολαμβάνοντας τον ήλιο της αρχής του φθινοπώρου, κι εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν ένα αδύνατο κορίτσι, με σαρκώδη χείλη και υπερβολικά μεγάλα στήθη. Έσφιγγε στην αγκαλιά της έναν πλαστικό γαλάζιο φάκελο. Με παρατήρησε προσεκτικά για μια στιγμή και μου χαμογέλασε. Της έλειπαν δύο δόντια. «Σ’ αγαπώ» μου είπε. Έστρεψα το σώμα μου αριστερά και ακούμπησα τις παλάμες μου πάνω στο φθαρμένο ξύλινο παγκάκι. Ο μεσημεριάτικος ήλιος τη χτυπούσε στα μάτια. Έλαμπαν. «Σ’ αγαπώ» επανέλαβε. «Σ’ αγαπώ πολύ. Εσένα αγαπώ, ναι, εσένα.» Κοίταξα προς τα πίσω. Μια γριούλα μ’ ένα μοβ παλτό έριχνε ψίχουλα στα περιστέρια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ολόγυρα. Είναι γνωστό κόλπο να σε απασχολεί μια κοπέλα με οποιαδήποτε πρόφαση, ενώ ο άλλος σου χώνει ένα στιλέτο στο λαιμό και σου ξαφρίζει το πορτοφόλι και το ρολόι.

1 Την ημέρα εκείνη καθόμουν σ’ ένα παγκάκι της πλατείας 2 Μαΐου απολαμβάνοντας τον ήλιο της αρχής του φθινοπώρου, κι εκείνη ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν ένα αδύνατο κορίτσι, με σαρκώδη χείλη και υπερβολικά μεγάλα στήθη. Έσφιγγε στην αγκαλιά της έναν πλαστικό γαλάζιο φάκελο. Με παρατήρησε προσεκτικά για μια στιγμή και μου χαμογέλασε. Της έλειπαν δύο δόντια. «Σ’ αγαπώ» μου είπε. Έστρεψα το σώμα μου αριστερά και ακούμπησα τις παλάμες μου πάνω στο φθαρμένο ξύλινο παγκάκι. Ο μεσημεριάτικος ήλιος τη χτυπούσε στα μάτια. Έλαμπαν. «Σ’ αγαπώ» επανέλαβε. «Σ’ αγαπώ πολύ. Εσένα αγαπώ, ναι, εσένα.» Κοίταξα προς τα πίσω. Μια γριούλα μ’ ένα μοβ παλτό έριχνε ψίχουλα στα περιστέρια. Δεν υπήρχε κανείς άλλος ολόγυρα. Είναι γνωστό κόλπο να σε απασχολεί μια κοπέλα με οποιαδήποτε πρόφαση, ενώ ο άλλος σου χώνει ένα στιλέτο στο λαιμό και σου ξαφρίζει το πορτοφόλι και το ρολόι. Ανοιγόκλεισα τα χέρια μου. Θα μπορούσε κι εκείνη να έχει μαχαίρι. Εκτίμησα ότι θα μπορούσα να την τσακώσω από τον καρπό αν επιχειρούσε να βγάλει οτιδήποτε. Άλλο θέμα, βέβαια, αν είχε πιστόλι. Πάντως, δεν φαινόταν πολύ πιθανό. Αυτοί που έχουν πιστόλι δεν συνηθίζουν να την πέφτουν σε κάποιον που λιάζεται σ’ ένα παγκάκι. Ωστόσο, υπήρχε κι αυτή η πιθανότητα. «Τα τσιγάρα μου τελείωσαν και δεν έχω καθόλου ψιλά για να πάρεις το μετρό» της είπα. «Ούτε γουστάρω να πιάσω κουβέντα.» «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να σ’ αγαπώ. Αγάπη. Δεν ξέρεις τι είναι αγάπη;» Ξανακοίταξα λοξά πίσω μου. Η γριούλα φώναζε τα περιστέρια με τρυφερά ονόματα. Ένας τύπος με γαλάζια φόρμα εργασίας που κουβαλούσε ένα κουτί με εργαλεία πέρασε βιαστικά και τα τρόμαξε. «Λάθος πόρτα χτύπησες. Είμαι πανί με πανί, μωρό μου, άφραγκος, ταπί. Κατάλαβες;» Χαμογέλασε πάλι. Σήκωσε το χέρι της κι έσφιξε την παλάμη μου. Άρχισε να μου χαϊδεύει το χέρι σαν να ήταν νεογέννητο ζωάκι. Το χέρι της ήταν ζεστό και απαλό. «Δεν σου ζητάω τίποτα. Αλήθεια. Δεν θέλω χρήματα. Θέλω αγάπη. Θα ήθελα να σ’ αγκαλιάσω και να... σε χαϊδεύω. Στον κόσμο δεν υπάρχει αγάπη. Αγαπάμε πιο πολύ τα ζώα παρά τους ανθρώπους. Δεν χαϊδεύουμε τα σκυλιά; Δεν φιλάμε τα παιδάκια; Όλοι έπρεπε να φιλιόμαστε και να αγαπιόμαστε. Ο ένας ν’ αγαπάει τον άλλον. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ποιος.» «Και γυρίζεις εδώ κι εκεί για ν’ αγαπάς τον κόσμο;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός αν αγαπιόμασταν όπως μας δίδαξε ο Ιησούς. Όχι όπως λένε οι αντιπρόσωποί του στην εκκλησία, αλλά στ’ αλήθεια, αγγίζοντας ο ένας τον άλλον. Τα σκυλιά δεν τα χαϊδεύουμε;» «Το είπες πάλι αυτό για τα σκυλιά.» «Μπορείς ν’ ακουμπήσεις το κεφάλι σου στο στήθος μου. Θα κάνω ό,τι θέλεις. Αλήθεια. Αν έχεις κάποια στεναχώρια, πες τη μου. Εγώ θα σε βοηθήσω. Αν δεν έχεις πού να κοιμηθείς, αν δεν έχεις να φας, έλα μαζί μας στον Οίκο, κι εκεί θα βρεις αγάπη, φαγητό και στέγη.» «Κάνεις διαφήμιση για κανένα σπέσιαλ ξενοδοχείο;» «Σπέσιαλ;» «Καταλαβαίνεις τι εννοώ...» Τράβηξε το χέρι της κι έριξε πίσω τα μαλλιά της. Θα ήταν γύρω στα είκοσι. Ίσως και λιγότερο. «Όχι. Εσύ δεν με καταλαβαίνεις. Δεν σου ζητώ να με αγαπήσεις, αλλά να μου επιτρέψεις να σ’ αγαπήσω εγώ. Αγαπώντας, νιώθω ολοκληρωμένη.» «Δε μου λες, κορίτσι μου, από πότε κάνεις αυτή τη δουλειά;» «Εδώ και τρεις μήνες. Κι είμαι ευτυχισμένη, πάρα πολύ ευτυχισμένη. Για να νιώσεις την ευτυχία πρέπει ν’ αγαπήσεις στ’ αλήθεια. Χωρίς φιοριτούρες. Όπως μας ζήτησε ο Ιησούς.» «Εντάξει. Εγώ, όμως, δεν κάνω κέφι. Απλώς θέλω να λιαστώ μια στάλα και νόμιζα ότι ήταν τσάμπα. Τώρα βλέπω ότι δεν είναι.» Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να διώξει μια κακή σκέψη. Με μια γκριμάτσα ιεραποστολικής δυσφορίας στο στόμα, άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε και μου έδωσε ένα έντυπο σε ροζ χαρτί. Είχε τίτλο: «Εγώ αγαπώ εσένα». Επάνω είχε έναν μεγάλο ήλιο που έστελνε τις ευεργετικές του αχτίδες πάνω στη φράση: «Το Φως του Κόσμου». «Τι είναι αυτό;» «Διάβασέ το, θα σου κάνει καλό. Το Φως θα σε φωτίσει κι εσένα. Όταν το διαβάσεις ίσως να με αφήσεις να σε αγαπώ.» «Μα γιατί δεν μου κάνεις μια αληθινή χάρη, να φύγεις από εδώ; Αυτό μάλιστα, θα ήταν ένδειξη άπειρης αγάπης.» Σηκώθηκε και ίσιωσε τη φούστα της. Όρθια, έδειχνε ακόμα πιο μικρή. «Συγνώμη» είπε με φωνή που μόλις ακούστηκε. «Μπορείτε να κρατήσετε το περιοδικό μας. Και διαβάστε το, παρακαλώ. Αν θέλετε να με βρείτε, υπάρχει το τηλέφωνο του Οίκου. Με λένε Μαρία. Ζητήστε εμένα.» Κοίταξα πάλι το φυλλάδιο. «Η αγάπη είναι η μοναδική ζωτική ουσία του σύμπαντος...» έγραφε. Της το επέστρεψα. «Δώσ’ το σε κανέναν άλλον, Μαρία. Ίσως να του φανεί περισσότερο χρήσιμο.» «Όχι, όχι. Κρατήστε το. Και συγνώμη για την ενόχληση.» «Δεν μ’ ενόχλησες. Πόσο κάνει;» τη ρώτησα και μετάνιωσα που το είπα. «Δεν έχει τιμή. Αν δεν θέλετε να το πληρώσετε είναι δωρεάν. Αλλά...» Έβγαλα ένα νόμισμα, το χάιδεψα για λίγο και της το έδωσα. Το άρπαξε ταχύτατα. «Πήγαινε πιες έναν καφέ.» «Ευχαριστώ» είπε κι έφυγε. Την είδα ν’ απομακρύνεται στην πλατεία σφίγγοντας πάνω στο στήθος της το χαρτοφύλακα. Τα μαλλιά της ήταν λυτά κι ανέμιζαν στο απαλό αεράκι. Χάθηκε στην οδό Νταοΐζ. Τσαλάκωσα το φυλλάδιο και το πέταξα. Μου είχε φύγει η διάθεση να λιαστώ. Άναψα ένα τσιγάρο και πήγα περπατώντας στο σπίτι μου. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω χωρίς να πληρώσω. Θυμάμαι ότι αυτό συνέβη στα τέλη του Σεπτέμβρη, μια μέρα με παράξενο ήλιο. Ύστερα, ήρθε στη Μαδρίτη η κακοκαιρία.

ΜΑΔΡΙΔ ΧΟΥΑΝ