ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Συγγραφέας: ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΤΖΙΜΗΣ
Εκδόθηκε: 21/07/2005
ISBN: 960-8397-07-03
Σελίδες: 216

€19.08 €21.20

  Στο καλαθι βιβλια

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΞΕΝΩΝ ΚΛΩΣΣΩΝ Οι ξένες κλώσσες είναι αλλιώς. Δεν μπερδεύονται στα πόδια σου, είναι μπολιασμένες με μεταλλαγμένο καλαμπόκι, είναι ανθεκτικές στα γαμοσταυρίδια, τα σεξουαλικά βρομόλογα, και σε γενικές γραμμές δεν καταλαβαίνουν χριστό. Η πατροπαράδοτη γαλανόλευκη δουλοπρέπεια των αρσενικών (800 χρόνια Ενετοί και Τούρκοι) έχει απόλυτη ανάγκη τη φροντίδα της ξένης κλώσσας. Γι’ αυτό και η ευχή της εναλλαχτικής ελληνίδας μάνας επί τας ασπίδας του νέου Μεσαίωνα αναγράφει: «Βρες, κανακάρη μου, καμιά αλάδωτη να μη μαρτυράει και τι της φτιάχνεις...»

ΜΕ ΠΙΕΖΕΙ Ο ΕΚΔΟΤΗΣ ΜΟΥ να γράψω βιβλίο! Έχουμε βγάλει ήδη τέσσερα, αλλά θέλει κι άλλο ένα τουλάχιστον. Τα πέντε βιβλία είναι ο ικανός και αναγκαίος αριθμός για να καθιερωθεί κάποιος ως συγγραφέας (σε αντίθετη περίπτωση, και με μια βιντεοκασέτα που έχω σχεδόν τελειώσει, κινδυνεύω να γίνω σκηνοθέτης). Άτιμο πράγμα ο επαγγελματικός προσανατολισμός. Αν είχα μείνει στην Εθνική Τράπεζα, δεν θα έδινα δικαιώματα τώρα στον κάθε νεοσύστατο κλάδο τραγελαφικής απασχόλησης να με ταλαιπωρεί. Ο φόβος φυλάει τα έργα, τα συγκεκριμένα έργα με «υπόθεση», που έχουνε κάνει το μυαλό μου αιδοίο και ντρέπομαι. Φοβάμαι, λοιπόν, γι’ αυτό σου γράφω. Πάρ’ τα, άρρωστε αναγνώστη, έτσι όπως μου έρχονται στην άκρη του στιλό μου, άτακτα και μπερδεμένα. Η τέχνη θέλει σωσίες! Η αγωνία της φτηνής απομίμησης κρύβει πάθος αμέτρητο στην προσπάθεια να ξεπεράσει τον εαυτό της, και ίσως το κουρασμένο ορίτζιναλ πρότυπό της. Ευτυχία είναι ένα ζευγάρι καλοσχηματισμένα βυζιά να κουνιούνται μπροστά στα θολωμένα ματάκια σου, και ο φέρων οργανισμός τους να σε βομβαρδίζει με βογκητά ηδονής και πρόστυχα βρομόλογα, να μαλακώνει η ψυχή και να λυτρώνεται ο μαλάκας. Έχει προηγηθεί (δεν ενδιαφέρει πότε) το ολοκαύτωμα του κάτω κόσμου. Η στάχτη του Άδη ξέφυγε από κάποια ρωγμή στο ταβάνι και πασπάλισε αρκετούς δίποδους κομπλεξικούς. Μην μπούμε σε βαρετές κοινωνιολογικές αναλύσεις, αλλά είναι γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των αδισταχτοπασπαλισμένων είναι άρρενες θύτες και θύματα της καπιταλιστικής αρένας. Όχι ότι δεν υπάρχουνε και γυναίκες, αλλά είναι πολύ λιγότερες, με κλασικό παράδειγμα την ορφανή Σταχτομπούτα, που ο προβληματικός της κόλπος μετράει χιλιάδες θύματα αδικοχαμένων ψωλών. Για την ιστορία την πεθαμένη, ανοίγω στο σημείο αυτό μια μεγάλη παρένθεση, που πολύ φοβάμαι ότι δεν θα καταφέρω να την κλείσω μέχρι το τέλος του βιβλίου. Έχει γεμίσει ο ουρανός δορυφόρους! Δεν είναι τυχαίο ότι οι πιο πολλοί ομιλούν τη γερμανική. Μίντια Ες-Ες, εικόνες όλο νάζι, με σπόνσορες βρικόλακες του τρίτου Ράιχ. Είμαι σίγουρος ότι στην αμερικάνικη ιστορία του μέλλοντός μας, ο Γιωργάκης ο Μπους θα είναι το σίκουελ του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τον «πολιτισμό» τους προσπάθησαν και οι δύο να επιβάλουν με τα όπλα. Τον γόρδιο δεσμό έκοψε ο δικός μας με τη χαντζάρα, τον δεσμό του με τη γυναίκα του θέλει να κόψει ο δεύτερος, με τους φαλλικούς του πυραύλους που χύνουνε θάνατο. Η υπόθεση είναι τραγική, χωρίς να απουσιάζουν και τα έντονα κωμικά στοιχεία. Γέλιο χοντρό μάς χαρίζουν με τα καμώματά τους οι εμετικοί δήθεν κομουνιστές που κάνανε τα κορίτσια τους πουτάνες ολ όβερ δε γουόρλντ. Οι βόμβες κενού στην Τσετσενία περνάνε στα ψιλά των εφημερίδων που ήταν, είναι και θα είναι δελτία Τύπου των μαφιόζων εκδοτών τους. Ο διαβολικός λογοπαίχτης που κρύβεται μέσα μου με σπρώχνει να αναδείξω τον Τσετσένο ως Τσε εις την νι. Γνωρίζω, όμως, ότι ο νοτιοαμερικανός ήρωας μετά τον θάνατό του υψώθηκε εις το τετράγωνο, έγινε μύγα παχιά, που τσιμπάει και στέλνει σε λήθαργο θανατηφόρο τους πεινασμένους Αφρικανούς. Πετάνε τα βλέφαρά μου συνέχεια. Τα χαμηλοτάβανα μαγαζιά με τους δυνατούς προβολείς μού βάλανε δόνηση στα ματοτσίνορα. Κάποιον θα δω ή θα τα δω όλα, άραγε; Είλωτες με κιλότες κυλιούνται μπροστά στα πόδια μου, να τους κλοτσήσω ή να περιμένω να δω πού το πάνε. Η μέδουσα αναμονής μού προσφέρει όλες τις ανέσεις. Κατάφερα να αποχτήσω το μακρόστενο ημιυπόγειο των ονείρων μου, με σπιτικό σινεμά και κομπιούτερ τελευταίας εσοδείας. Είναι κοινό μυστικό ότι, όταν τελειώνει η κάθε ίδια μέρα (every fucking same day) και αναρωτιόμαστε: «Τι πουλιά πιάσαμε σήμερα;», ανοίγουμε τη χούφτα μας και βλέπουμε το ίδιο ταλαιπωρημένο δικό μας πουλάκι. «Τι κάνει τσίου τσίου πάνω απ’ τ’ αρχίδια;» Μια απ’ τα ίδια! Αν και δεν γνωριζόμαστε, σ’ αφήνω (με το αζημίωτο) να σκύψεις και να δεις απ’ την κλειδαρότρυπα της προσωπικής μου τραγωδίας. Σωστά κατάλαβες, είναι η Μήδεια διασκευασμένη. Μήδεια σαγανάκι με γιαπωνέζικο θίασο. Για να αισθάνομαι ψηλός και να επιβάλλομαι. Η μεγάλη μου επιτυχία, όμως, είναι χωρίς αμφιβολία η μαστουρωμένη ελεγεία: Μάνα κουράδα, μια τεράστια κουράδα επί σκηνής, που ονειρεύομαι να την παίξει ο υπουργός παιδείας του ΠΑΣΟΚ ή της Νέας Δημοκρατίας (δεν έχει σημασία). Πώς τα έχουνε καταφέρει έτσι οι δωσίλογοι να μας κοροϊδεύουνε μες στα μούτρα μας και να μας νανουρίζουνε με αντάρτικα, δεν μπορώ να το χωνέψω. «Και σπάω φαρμακεία να βρω τα χάπια μου», που λέει και ο Πάριος, και δεν του σπάμε τα μούτρα μια και καλή να τελειώνουμε. Γιατί, μήπως τα δικά μου τραγούδια είναι καλύτερα; Σαφώς! Άκου ένα τετράστιχο στην τύχη: Φάκα Adidas μού ’πιασε τη φτέρνα μπερδεύω το τζουκ μποξ με τη λατέρνα. Πάνω απ’ του τάφου μου το κυπαρίσσι μαύρη χελώνα μ’ έχει κατουρήσει. Να γιατί είναι άχρηστες οι συνεντεύξεις, αφού ο τραγουδοποιός τα λέει όλα με τις ιδιοκατασκευές του. Από την μια η πολυεθνική παγίδα, η φάκα του καπιταλισμού, που σε άλλο τραγούδι μπορεί να μεταμφιεστεί σε φάκα μονογαμική, καταγγέλλοντας αυτό το αποτυχημένο ελληνοχριστιανικό κατασκεύασμα, και από την άλλη η μαύρη χελώνα. Η χελώνα-σύμβολο αντίστασης στην επέλαση του μαχλέπα, φλούφλη και εκσυγχρονιστή λαγού, οπλισμένη με αργούς και σταθερούς ανατολίτικους χρόνους, αλλά και με βαθιά κρυμμένα δολοφονικά ένστικτα, αφού η χελώνα, ως δυνάμει τροφή του αγέρωχου αετού, πέφτει στο κεφάλι του τραγικού ποιητή και τον στέλνει στον τάφο. Στην επιτύμβια πλάκα, στο νεκροταφείο της ξεκαρδισμένης αποικίας εις την κάτω Ιταλία, τη Γέλα, αναγράφεται κατ’ επιθυμίαν του πεθαμένου ότι θέλει να τον θυμόμαστε ως πολεμιστή στη μάχη του Μαραθώνα και όχι ως καλλιτέχνη. Αυτή λοιπόν, η συγκεκριμένη χελώνα είναι η μούσα μου (κάνω συλλογή, σε λίγο θα έχω δικό μου μουσείο!), που ενώ θα έπρεπε να με έχει χεσμένο, με τυραννάει με το αργό, βασανιστικό της κατούρημα. Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα συμπυκνούται εις το τρίπτυχον: εκκρίσεις-εκρήξεις-διακρίσεις. Αν δεν είχανε περάσει οι απόκριες, θα ντυνόμουνα αδελφή νοσοκόμος και θα σκάγαμε στα γέλια. (Αυτό το αστείο είναι κλεμμένο από την ταινία Παπα-σούζας με τον Σωτήρη Τζεβελέκο, που τώρα είναι ταξιτζής στην Επίδαυρο.) Με όλα τα παραπάνω, αλλά και τα παρακάτω, αν προλάβω, θέλω να πω ότι σ’ αυτό το ενδιάμεσο στάδιο μετάβασης από τη βιομηχανία στην αμηχανία της πληροφορικής, πολλά μπορεί να συμβούν, αλλά είναι γεγονός ότι ο επάρατος καπιταλισμός παίρνει βαθιά ανάσα και πάμε στην παράταση. Ας κάνουμε μια επανάληψη, να δούμε τα λάθη μας. Η μάνα είναι ρόλος αποτυχημένος. Δεν είναι παιδαγωγός η μητέρα, προαγωγός είναι. Τηλεφωνάνε στον «Πρωινό καφέ» από τα Τρίκαλα, και χειροκροτεί τα Τρίκαλα! Άμα τους πάρουνε από το Νταχάου, θα φωνάζει «ουάου!». Έχει καταντήσει επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία η μανούλα. Γιόμισε ο πλανήτης ευνουχισμένα αγοράκια και κορίτσια-κρεμάστρες ή δοχεία, ανάλογα με την περίσταση. Το παγκόσμιο χωριό υποφέρει από ανείπωτη βλαχιά. Ώρες ώρες (κυρίως νυχτερινές), ντρέπομαι για λογαριασμό του πλανήτη. Όλο και κάποιος εξωγήινος χάκερ θα λαμβάνει τις τηλεοπτικές μας βρομοδουλειές. Αυτή η ατέλειωτη πασαρέλα με χιλιάδες λολίτες ημίγυμνες να αλλάζουνε τα ντεσού του χάρου για να δικαιολογήσουνε την παρουσία τους στις οθόνες των αμετανόητων αυνανιστών, μας εξευτελίζει διαπλανητικώς. Μ’ αρέσει, όμως, όταν δίνουνε βήμα, τις πρώτες πρωινές ώρες, σε κάτι φασιστόμουτρα με τακτοποιημένες χωρίστρες, απόστρατους αξιωματικούς, που έχουνε κόλλημα με την αρχαία Ελλάδα. Από αυτούς έμαθα ότι η μακρινή καταγωγή μας είναι από το Άλφα του μεγάλου κυνός, και ότι οι κυνικοί φιλόσοφοι δεν είχανε σχέση με τα σκυλιά, αλλά με τον Σείριο. Έμαθα ακόμα από τους ακροδεξιούς μαλακοκαύληδες ότι οι θεοί ήσαντε τα αντικείμενα των θεατών απλώς, και ότι ο ένας και μοναδικός θεός, ο Ζευς, (αυτός που ενώνει με τη ζεύξη), στη γενική του είναι του Διός (αυτός που διαιρεί). Το ’χανε πιάσει, λοιπόν, το νόημα οι αμφιφυλόφιλοι πρόγονοί μας. Θεός και διάβολος, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θάνατος στις ενοχές, δεξιές κι αριστερές. Ιστορία μου, αμαρτία μου, πάθος μου μεγάλο. Έχω πειστεί σχεδόν ότι η Ρίτα, όπως και η Αλίκη, ψοφήσανε από επιπλοκές του λίφτινγκ (θεέ μου, συγχώρα με!) και έρχομαι στο καυτό θέμα της ευνουχισμένης τσόντας! Καινούργιο επάγγελμα στον ορίζοντα. Ευνουχιστής μοντέρ πορνοταινιών. Μεγάλος αριθμός πορνοκαταναλωτών δεν ανέχεται να βλέπει ξένα τσουτσούνια σε στύση, δεν αντέχει την σύγκριση! Αν πωλείται κάνα κομμωτήριο στα Καμένα Βούρλα, έχετέ με υπ’ όψιν σας. Θα μου άρεσε να ολοκληρώσω τη σταδιοδρομία μου περικυκλωμένος από σεσουάρ και καθρέπτες. Να πεταχτούμε τώρα στην όμορφη Ναύπακτο, στο γήπεδο της οποίας, πριν από είκοσι πέντε χρόνια εμφανίζομαι σε συναυλία με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο: «Μουσικές Ταξιαρχίες». Λίγο πριν, με τη βοήθεια της πολυεθνικής μου εταιρείας έχω προσλάβει μάνατζερ, όπως οι ξένοι ροκάδες. Ο Γκράβελ, ο χεβιμεταλάς, μόλις έχει επιστρέψει από την Αμερική και ετοιμάζεται να μας παρουσιάσει στο πάλκο, καταμεσής του αγωνιστικού χώρου. Πίσω από τις κατάμεστες κερκίδες προβάλλει ένα ολόγιομο φεγγάρι που σου κόβει την ανάσα. Μια μεγάλη φωτιά έχει ανάψει στην είσοδο του σταδίου, και ιθαγενείς τσοπεράδες κάνουνε θεαματική είσοδο με πισωκάβαλα γκομενάκια αναμαλλιασμένα. Ο Γκράβελ, με το θάρρος του επαναπατρισθέντος μετανάστη βγαίνει απέναντι από το φεγγάρι και τραγουδάει μιμούμενος άψογα τη Βούλα Πάλλα: «Καρδιά μου καημένη, πώς βαστάς και δεν ραγίζεις, στον ψεύτη ντουνιά, τόση απονιά που αντικρίζεις». Μετά είναι η σειρά μου, με το γνωστό ρεπερτόριο: «Γαμάτε γιατί χανόμαστε», «Γαμώ το Χριστό μου», «Ένα τεράστιο μουνί με κονδυλώματα», και το φεγγάρι εκεί, στην ίδια θέση, ρούπι δεν κούνησε. Τώρα μαθαίνω ότι το έχει νοικιάσει (το φεγγάρι!) μεγάλη διαφημιστική εταιρεία για να προβάλει απάνω του με λέιζερ το σήμα της κόκα-κόλα, της Nike, και διάφορες άλλες παραλλαγές του αγκυλωτού σταυρού. Χούντα και των γονέων! Ο απολιτισμός της καταστολής μεσουρανεί! Ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουραγών. Της κοντής ψωλής, οι τρίχες τής φταίγανε. Το καλύτερο κομπλιμέντο το έχω εισπράξει πρόσφατα από παντρεμένη παχουλή κυρία σαραντάρα, που έχει έρθει στα καμαρίνια με τον σύζυγό της (έναν κουστουμάριο πενηντάρη καράφλα): «Γιατί, κύριε Πανούση, αφού είστε τόσο ωραίος άντρας, φοράτε αυτά τα κουρέλια στη σκηνή και μας ξεκαβλώνετε;» Το τι γέλιο έχουμε ρίξει με τον γιο μου διαβάζοντας τα ποιήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου από το αναγνωστικό της Τετάρτης Δημοτικού είναι απερίγραπτο (κυριο­λεκτώ και σταματώ εδώ!) Τραβάω τους περίεργους σαν τον μαγνήτη. Τα θέλει και μένα ο κώλος μου, στον οποίο τελευταία διαπιστώνω μία αυτονομία στην ηδονή. Για το χατίρι της τέχνης έγινα πειραματόζωο χώνοντας στα οπίσθιά μου δονητή σιλικόνης. Τελικά είχα δίκιο όταν, ως ποιητής εικοσάχρονος, ανέκραξα στο κατάμεστο Skylab: «Ο κώλος είναι η κλειτορίδα του άντρα». Άβυσσος ο πρωκτός του ανθρώπου (over ντόουζ εξυπνακισμού για την αποφόρτιση του κειμένου). Οι φακίδες στο γυναικείο πρόσωπο, τις περισσότερες φορές, μαρτυρούν ένα υγιές, καλοσχηματισμένο μουνάκι, με ελαφρώς διογκωμένα χειλάκια και φραουλένια κλειτορίδα. Έχω την Αφροδίτη μου στους πιθήκους, κι αν εξαιρέσουμε τους ομοζυγωτικούς διδύμους, κανένα μουνί δεν είναι όμοιο με οποιοδήποτε άλλο στον πλανήτη. Στο ξενοδοχείο Παρκ, στη Θεσσαλονίκη, μου αφήνανε στην ρεσεψιόν κάθε μέρα ένα μπουκέτο φτηνά λουλούδια. «Επιτέλους, θα γαμήσω» σκέφτηκα με το ευγενικό μου μυαλουδάκι, ώσπου μια μέρα-μεσημέρι με ειδοποιούν να κατέβω στο σαλόνι του ξενοδοχείου για να γνωριστώ με τον μυστηριώδη αποστολέα των λουλουδιών. Κατεβαίνω κουμπωμένος —μπας και μου την έχει στημένη ο ακατονόμαστος—, και βλέπω να με περιμένει μια τετραμελής οικογένεια. Ο μπαμπάς γύρω στα σαράντα με κουστούμι και γραβάτα (όπως και τα δυο του αγοράκια, γύρω στα δώδεκα-δεκατρία), και η μαμά με κότσο, ταγεράκι και γυαλιά. Ο κύριος είναι γιατρός στο ΑΧΕΠΑ, η γυναίκα του καθηγήτρια φιλόλογος, και μαζί με τα παιδάκια με κοιτάνε με δέος και έκσταση. Ο γιατρός μού προσφέρει μια καινούργια ανθοδέσμη και μου βγάζει έναν απίστευτο λόγο με αποσπάσματα από τα τραγούδια και τα βιβλία μου, καταλήγοντας ότι είμαι περίπου ο νέος μεσσίας, που τους βοήθησε να κατανοήσουν τη ματαιότητα της κοσμικής διαβίωσης, και ότι το ’πιασαν το υπονοούμενο του μηνύματός μου: τα παρατάνε όλα και ο μπαμπάς φεύγει για το Άγιο Όρος. Κάτι προσπάθησα να ψελλίσω, αλλά όταν ο γιατρός μού είπε ότι έχει τη φωτογραφία μου στο δωμάτιο των παιδιών και προσεύχονται κάθε βράδυ μπροστά της όλοι μαζί, βρήκα μια δικαιολογία και το ’σκασα για το δωμάτιό μου. Τελικά, μάλλον μου την είχε στημένη ο original ακατονόμαστος, γιατί, μετά από χρόνια, ένας τρελαμένος καλόγερος μέσα στην παράσταση με πλησιάζει και μου ψιθυρίζει στο αφτί ότι με περιμένουνε στη Μονή Κουτλουμουσίου. Προσεύχονται για μένα, λέει, και ξέρουν ότι εκεί θα πεθάνω (μωρέ, ας πεθάνω μακριά από νοσοκομείο κι όπου να ’ναι). Στην προηγούμενη ζωή μου ήμουνα νοσοκόμα. Με λέγανε Δώρα και ήμουνα σκορπιός διπλός, με τον ίδιο ωροσκόπο δηλαδή, για όσους δεν ξέρουν από ζώδια. Γεννήθηκα στον Πειραιά από πατέρα καπετάνιο και μάνα νοικοκυρά Μικρασιάτισσα. Η μάνα μου τον λάτρευε τον πατέρα μου, εγώ λάτρευα τη μάνα μου και τον δικό της πατέρα. Πρόσφυγας Πειραιώτης ο παππούς, ποτέ δεν με φώναξε με το όνομά μου. Πάντα «κούκλα μου» με έλεγε, και μ’ έμαθε να τραγουδάω ρεμπέτικα, να πίνω κρασί και να γουστάρω τα μερακλίδικα. Πάντα μ’ έβαζε να κάθομαι δεξιά του (εκ δεξιών του παππού...) για να τσουγκράει πρώτα μ’ εμένα τα ποτήρια, με το «Γεια σου κούκλα μου» να γεμίζει το στόμα του και την καρδιά μου. Ο παππούς πέθανε πριν από δύο χρόνια. Πέθανε στα χέρια μου. Με περίμενε να ξεψυχήσει στην αγκαλιά μου. Είχε καρκίνο, αλλά δεν το ’ξερε. Εγώ ξέρω πολλά για τον καρκίνο λόγω δουλειάς. Δουλεύω στον Άγιο Σάββα, στην πτέρυγα με τα καρκινοπαθή παιδιά. Τους λογαριασμούς μου με τον θεό τούς έχω ξοφλήσει από έντεκα χρονών, αλλά τώρα, στα τριάντα εφτά μου, είμαι σίγουρη ότι και στην απειροελάχιστη πιθανότητα να υπάρχει θεός, πρόκειται για πολύ μεγάλο μαλάκα, σαδιστή και ανώμαλο, που ταλαιπωρεί αθώα παιδικά κορμάκια αφήνοντάς τα να λιώνουνε και να τελειώνουνε στα χέρια μου με φρικτούς πόνους. Δεν μπορείς να καταλάβεις πώς αισθάνομαι όταν ένα κοριτσάκι εφτά χρονών μου σφίγγει το χέρι και μου λέει: «Δώρα, η μορφίνη δεν μου κάνει τίποτα, μόνο όταν με χαϊδεύεις στα μαλλιά ανακουφίζομαι». Τα λατρεύω τα παιδιά, αλλά δεν έχω δικά μου. Πριν από τρεις μήνες έκανα έκτρωση. Έμεινα έγκυος από έναν καλό μου φίλο και περιστασιακό εραστή. Του το είπα και μου απάντησε ότι αν θέλω να το κρατήσω δεν θα είχε πρόβλημα. Την άλλη μέρα πήγα και το ’ριξα. Δεν θέλω παιδί από φίλο, το θέλω από έρωτα με θανατική ημερομηνία λήξεως. Δύο φορές έχω ερωτευτεί στη ζωή μου. Η πρώτη ήτανε στα δεκάξι μου. Ερωτεύτηκα γυναίκα. Μαζί της γαμήθηκα για πρώτη φορά και πίστεψα πως είμαι λεσβία. Ο δεσμός μας κράτησε δέκα χρόνια, όταν ξαφνικά με παράτησε λέγοντάς μου κατάμουτρα ότι δεν γουστάρει τις αντιστάσεις μου και ότι δεν της δίνομαι ολοκληρωτικά με υποταγή. Τον χωρισμό τον ξεπέρασα κάνοντας ψυχανάλυση δύο χρόνια, περιμένοντας την επόμενη κοπέλα που θα έκλεβε την καρδιά μου. Δεν ξέρω αν φταίει η ψυχανάλυση, αλλά ο δεύτερος μεγάλος μου έρωτας ήτανε άντρας. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα με συγκινούσε ερωτικά ένας άντρας, και μάλιστα γιατρός από το νοσοκομείο όπου εργάζομαι, αφού σιχαίνομαι τα κλασικά ζευγαρώματα γιατρών με νοσοκόμες. Τον ερωτεύτηκα, όμως, και για τρεις μήνες πετούσα στα σύννεφα. Μετά έμαθα ότι ήταν παντρεμένος και δεν είχε σκοπό να χωρίσει. Τον αγαπάω ακόμα, αλλά ξέρω ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει αυτή η σχέση και ούτε και καμία άλλη, γιατί τους τρομάζω τους ανθρώπους επειδή μπορώ να τους ερωτεύομαι ανεξάρτητα από το φύλο τους. Τώρα που το σκέφτομαι, ξέχασα πολλά να πω στην ψυχαναλύτριά μου. Όπως για τα ταξίδια που κάναμε οικογενειακώς με το καράβι που καπετάνευε ο πατέρας μου. Τρεις φορές πέσαμε σε τυφώνα, και τις δύο, μάλιστα, είχαμε μεταλάβει και περιμέναμε γονατιστοί, κλαίγοντας, το μοιραίο κύμα να μας βουλιάξει. Δυστυχώς, τη γλιτώσαμε. Από τότε, πολλές φορές έχω προσπαθήσει να φουντάρω μονάχη μου, αλλά μου λείπει το θάρρος. Ως κοριτσάκι, μέσα στο καράβι δεν άντεχα να βλέπω τη μάνα μου να εξευτελίζεται ολοκληρωτικά υποταγμένη στον πατέρα-καπετάνιο. Θυμάμαι όταν τιμόνευε ο μπαμπάς στη γέφυρα και η μάνα μου τον κοίταγε όλο θαυμασμό να κουμαντάρει φορώντας το σορτσάκι του και μου έλεγε: «Δώρα, δεν έχει υπέροχα πόδια ο πατέρας σου;» και επειδή ντρεπότανε μπροστά στο πλήρωμα να πάει να του τα αγκαλιάσει, έστελνε εμένα. «Σε παρακαλώ, πήγαινε να του χαϊδέψεις τα πόδια!» Κι εγώ πήγαινα! Και αισθανόμουνα γελοία. Σιχαινόμουνα τον εαυτό μου, αλλά το έκανα γιατί την αγαπούσα τη μάνα μου. Παρόλο που ήθελα να γίνω φιλόλογος, δεν τα κατάφερα και αποφάσισα να γίνω νοσηλεύτρια. Ο πατέρας μου έγινε Τούρκος. «Οι νοσοκόμες είναι πουτάνες με δίπλωμα» μου είπε. Εγώ, όμως, έγινα νοσοκόμα με δίπλωμα. Χωρίς να γίνω πουτάνα. Έκανα και ένα μεταπτυχιακό στην Αμερική για τις μεταμοσχεύσεις στους παιδικούς καρκίνους και μαλάκωσε ο καπετάνιος. Τις μεταφυσικές ανησυχίες τις έχω χεσμένες, αλλά πρέπει να πω ότι βοηθάει πολύ όταν οι γονείς των άρρωστων παιδιών πιστεύουν ότι ο θεός θα σώσει τα παιδιά τους. Είχα τελευταία στη μονάδα ένα τσιγγανάκι δεκατετράχρονο, με ολικό καρκίνο να καλπάζει. Ερχότανε η γιαγιά της η τσιγγάνα και μου ’λεγε: «Επειδή προσέχεις την εγγόνα μου, ψήσε έναν καφέ να σου πω τη μοίρα σου». «Γιαγιά, εδώ είναι νοσοκομείο, εντατική, δεν μπορώ να ψήσω καφέ.» Τότε, μου άρπαξε το χέρι και μου τα ’πε όλα! Με ονόματα, με λεπτομέρειες, όλα... Δεν πίστευα στ’ αφτιά μου! Τρόμαξα! Ήθελε να μου δώσει μανόγαλα (το πρώτο γάλα της λεχώνας) για να «δένω» τους άντρες και να μη μου φεύγουνε. Δεν το πήρα, και μάλλον έχω μετανιώσει.

ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΤΖΙΜΗΣ