ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ

ΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ

Συγγραφέας: ΝΕΪΡΑ ΕΡΝΑΝ
Μετάφραση: Τ. ΣΕΡΕΤΗ
Εκδόθηκε: 05/05/2005
ISBN: 960-8397-06-5
Σελίδες: 112

€12.40 €13.78

  Στο καλαθι βιβλια

Θυμάμαι, ήμουν μικρός, παιδί ακόμη, όταν με φώναξε ο πατέρας μου και μου είπε: «Έτσι και μπαρκάρεις, θα σ' το κόψω το ένα το ποδάρι». Η φωνή του ήταν άκαμπτη και τραχιά, κι εγώ, που ούτε μέχρι τη μέση δεν του 'φτανα, ένιωσα τα γόνατά μου να λύνονται απ' το φόβο. Κίνησε γη και ουρανό για να μου εξασφαλίσει μια θέση στη στεριά και για να μου μεταδώσει το μίσος που έτρεφε ο ίδιος για τη θάλασσα, το μίσος που ένιωθαν για τον ωκεανό τ' αδέλφια του και σύψυχη η οικογένειά του, ψαράδες εξ ανάγκης όλοι τους, αφού ο κάμπος δεν μπορούσε πια να τους ζήσει. Μου απαγόρεψε να μπω σε καράβι, και κάθε που μιλούσε για τη θάλασσα, άλλο δε διηγιόταν παρά καταιγίδες, πνιγμούς, χαλάζια, πόνους στα κόκαλα και χέρια ξεπαγιασμένα, για ένα ξεροκόμματο. Φορές και φορές, όταν μαζευόμασταν όλοι γύρω απ' το τζάκι της κουζίνας, τον άκουγα να μου επαναλαμβάνει τις πιο φρικτές απειλές. Διορισμένος φαροφύλακας σ' ένα δυσπρόσιτο ερημονήσι, ο νεαρός γνωρίζει τη μοναδική γυναίκα που οι λιγοστοί -και απολύτως εχθρικοί- ντόπιοι του επιτρέπουν να συναναστραφεί: την κόρη του προηγούμενου φαροφύλακα που σκοτώθηκε πέφτοντας από το φάρο, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες... Αυτοκτονία ή έγκλημα; Και γιατί οι νησιώτες κάνουν τα πάντα προκειμένου να εμποδίσουν το νεαρό ζευγάρι να «δραπετεύσει» από το νησί; «Γοητευτικό, παράξενο και ανησυχητικό, αυτό το κείμενο μας χαρίζει μια αξιοθαύμαστη περιγραφή της άγριας φύσης, στα πέρατα του κόσμου.» Λουίς Σεπούλβεδα

1 Θυμάμαι, ήμουν μικρός, παιδί ακόμη, όταν με φώναξε ο πατέρας μου και μου είπε: «Έτσι και μπαρκάρεις, θα σ’ το κόψω το ένα το ποδάρι.» Η φωνή του ήταν άκαμπτη και τραχιά, κι εγώ, που ούτε μέχρι τη μέση δεν του ’φτανα, ένιωσα τα γόνατά μου να λύνονται απ’ το φόβο. Κίνησε γη και ουρανό για να μου εξασφαλίσει μια θέση στη στεριά και για να μου μεταδώσει το μίσος που έτρεφε ο ίδιος για τη θάλασσα, το μίσος που ένιωθαν για τον ωκεανό τ’ αδέλφια του και σύψυχη η οικογένειά του, ψαράδες εξ ανάγκης όλοι τους, αφού ο κάμπος δεν μπορούσε πια να τους ζήσει. Μου απαγόρεψε να μπω σε καράβι, και κάθε που μιλούσε για τη θάλασσα άλλο δεν διηγιόταν παρά καταιγίδες, πνιγμούς, χαλάζια, πόνους στα κόκκαλα και χέρια ξεπαγιασμένα, για ένα ξεροκόμματο. Φορές και φορές, όταν μαζευόμασταν όλοι γύρω απ’ το τζάκι της κουζίνας, τον άκουγα να μου επαναλαμβάνει τις πιο φρικτές απειλές. Όχι, δεν έγινα ψαράς, μα ούτε και αγρότης. Κάποια τυχαία συγκυρία έκανε να γενεί το θέλημα του πατέρα μου, μόλο που ποτέ δε θα μάθω αν, τελικά, στάθηκε το ίδιο ευνοϊκή και για μένα. Η κυβέρνηση καθιέρωσε έναν νόμο: δωρεάν και υποχρεωτική εκπαίδευση για όλους. Μήνες αργότερα, ακριβώς την ημέρα που θα μπάρκαρα για πρώτη φορά ώστε να συνεισφέρω κι εγώ στο τραπέζι της οικογένειας, ήρθε ένας χωροφύλακας, μ’ έβγαλε κλοτσηδόν από τη βάρκα και με πήγε στο σχολείο. Ο πατέρας μου παρέμεινε αυστηρά σιωπηλός, η μάνα μου έβαλε τα κλάματα, και οι δυο τους, όμως, καταλάβαιναν ότι, για πρώτη φορά, κάποιος απ’ την οικογένεια θα ξέφευγε απ’ τη μοίρα της θάλασσας, που δεν ήταν άλλη απ’ τη μοίρα της πείνας. Ούτε η μάνα μου ούτε ο πατέρας μου ήξεραν τι πάει να πει σχολείο, ποτέ δεν είχαν καθίσει σε θρανίο. Ένιωσα ξένος. Απ’ όλα τα παιδιά του όρμου, μόνο εγώ γλίτωνα απ’ το επάγγελμα του ψαρά. Οι υπόλοιποι, με τη συνέργια των γονιών τους, είχαν κρυφτεί αμέσως μόλις εμφανίστηκε η χωροφυλακή. Δεν ξέρω τι μου πρόσφερε το σχολείο, ξέρω μόνο ότι ο πατέρας μου με ξυλοφόρτωνε για να μάθω ανάγνωση, πρόσθεση και αφαίρεση. Αγανακτισμένος πολλές φορές, εξαπέλυε τις παλιές απειλές, όχι για να μ’ εμποδίσει να μπαρκάρω αυτή τη φορά, αλλά για να βγάλω την τάξη. «Πρόσεχε, μπορώ να σου τσακίσω τα παΐδια», μου είπε μια φορά που είχα ξεχάσει να κάνω τα μαθήματά μου. Πέρασαν εκείνα τα χρόνια —δύο ή τρία—, χωρίς να καταλάβω για ποιο λόγο έπρεπε να υπακούω στον δάσκαλο. Στο περιβάλλον μας δεν υπήρχε κανείς που να ’χε πάει στο σχολείο, να τον έχω παράδειγμα. αυτές οι πολυτέλειες ήσαν για κείνους που έμεναν στις πόλεις και στα μεγάλα λιμάνια, κι εγώ δεν είχα βγει ποτέ πέρα απ’ τον μικρό κι απόμερο όρμο που γεννήθηκα. Σε μια ηλικία που οι υπόλοιποι πιτσιρικάδες κουμαντάριζαν δίχτυα, κάβους και καΐκια, σε μια ηλικία που έβγαιναν κιόλας στο μπουγάζι και κυβερνούσαν τα καράβια υπό το βλέμμα των πατεράδων τους, εγώ είχα μάθει να διαβάζω, αλλά μόνο που ανέβαινα σε βάρκα, μ’ έπιανε ναυτία. Ο πατέρας μου πέθανε. Οι θείοι μου τα κουβέντιασαν με τη μάνα μου κι αποφάσισαν για μένα: δεν μπορούσα να συνεχίσω στο σχολείο, το συντομότερο δυνατό έπρεπε να πιάσω μια δουλειά και να βγάζω μόνος μου το ψωμί μου. Μια μέρα, η καντηλανάφτισσα έστειλε να με φωνάξουν. Τις εκκλησίες και τα ράσα ποτέ δεν τα είχα δει με καλό μάτι. Προσπάθησα να ξεφύγω, μα ήταν μάταιο. Η μάνα μου, που σ’ όλη τη ζωή της δεν είχε χάσει λειτουργία, μ’ άρπαξε απ’ το χέρι και με πήγε στην εκκλησία. Είπανε κάτι οι δύο τους που δεν θυμάμαι. Λίγες μέρες αργότερα με πήρε έξω η μάνα μου, μ’ αγκάλιασε για να μ’ αποχαιρετήσει, δάκρυσε, με φίλησε και μ’ ανέβασε στην άμαξα που περνούσε κατά διαστήματα απ’ τον όρμο μας. Ένας άντρας μ’ άρπαξε από ψηλά, η μάνα μου με φίλησε άλλη μια φορά και έφυγε. «Ντε!» φώναξε ο οδηγός στ’ άλογα και ξεκινήσαν αμέσως. Χωρίς να ξέρω πού με πήγαιναν, απόμεινα στο κάθισμά μου κι έβλεπα τη μάνα μου να γίνεται όλο και μικρότερη. Έβαλα τα κλάματα. Σύντομα, όμως, περάσαμε έναν λόφο κι αφήσαμε πίσω τον όρμο, οπότε την προσοχή μου τράβηξε ένα τοπίο που έβλεπα για πρώτη φορά και που όμοιό του δεν είχα ξαναδεί. Θα πρέπει να ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών, δεν είμαι σίγουρος, ποτέ δεν είχα πιστοποιητικό γεννήσεως. Μ’ έβαλαν εσωτερικό σ’ ένα θρησκευτικό οικοτροφείο, όπου πήρα μερικές γνώσεις βυρσοδεψίας. Έκτοτε, έβλεπα την οικογένειά μου μόνο τα καλοκαίρια. Από εκείνη την περίοδο δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Όλα σβήνονται μέχρι την ημέρα που με χώρισαν απ’ τους συμμαθητές μου: «Φαίνεσαι ξύπνιος, θα πας στη ναυτική σχολή» είπαν. Φοβήθηκα πως θα με ’κάναν ναυτικό. Μα όχι, μου έμελλε κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν είχα μάθει να γλιστράω στα κύματα ούτε να ρίχνω τα δίχτυα. ήξερα, όμως, να καθαρίζω τζάμια και καθρέφτες, να κόβω το φυτίλι, ν’ ανακατεύω τα λάδια, να διαβάζω τα σήματα κινδύνου. Δεν θα γινόμουν ναυτικός: με είχαν κάνει φαροφύλακα. Καλοκαίρια αργότερα, όταν τελείωσα τη σχολή, κάποια βούληση της τύχης έδωσε και με στείλανε στην Άμελαντ. Όλοι απεύχονταν αυτόν τον προορισμό. Η Άμελαντ, στις εκατό λεύγες από την ηπειρωτική χώρα, ήτανε —και ακόμη είναι— ένα νησί περικυκλωμένο από αβαθή νερά, όπου ο καιρός δεν μετριέται σε χρόνια, αλλά σε παλίρροιες. Στην ηπειρωτική χώρα, όλοι γνωρίζουν πόσο διαρκούν οι παλιρροϊκοί της κύκλοι, αλλά εκεί, καταμεσής του πόντου, κάποιοι λένε μήνες, άλλοι χρόνια, ενώ υπάρχουν και μερικοί που διαβεβαιώνουν πως η στάθμη των νερών ανεβαίνει ή κατεβαίνει αγνοώντας οποιαδήποτε περιοδικότητα. Εκτός από ρηχά νερά, την Άμελαντ περιέβαλλαν παχιά στρώματα άμμου και, λίγο παραπέρα, ένα δαχτυλίδι από υφάλους, που κανένας χάρτης δεν είχε καταφέρει να αποτυπώσει. Τα κύματα τους σκέπαζαν και τους ξεσκέπαζαν χωρίς ν’ αφήνουν χρόνο ούτε για να περάσει κανείς ούτε για να ρίξει βολίδες. Κανένα πλωτό με βύθισμα —ούτε καν με συσταλτή καρίνα—, δεν μπορούσε να πλησιάσει, ενώ στην άμμο δεν μπορούσε να στηθεί προβλήτα. Όποτε πήγαιναν οι άντρες για ψάρεμα, έπρεπε πρώτα να ρίξουν τις τράτες μ’ ένα σχοινί, κι ύστερα να τις δέσουν στ’ άλογα για να τις τραβήξουν ώσπου να είναι δυνατή η πλεύση. Μερικοί —οι πιο απαισιόδοξοι—, λέγανε πως υπήρχαν υπόγεια σπήλαια, κι εκεί όπου το έδαφος έπαιρνε απλώς μια ελαφριά κλίση ανοίγονταν ξαφνικά τάφροι, απ’ όπου άνθρωποι και άλογα, έτσι κι έπεφταν, δεν γυρνούσαν πίσω. Είτε έβγαινε κανείς απ’ το σπίτι του είτε επέστρεφε σ’ αυτό, το ’κανε με πολλή επιφυλακτικότητα, όλοι ελέγχανε δυο φορές τη γη με το πόδι τους προτού κάνουν βήμα. Ποτέ κανείς δεν ήταν σίγουρος. Τ’ άλογα και τις βάρκες τα πρόσεχαν τόσο πολύ, που στο νησί περισσότερο άξιζε μια σκούνα ή ένα μουλάρι από έναν άνθρωπο. Φέρονταν στα ζώα λες κι ήταν ιερά. Όμως, σ’ έναν τόσο κρύο και αφιλόξενο όπως αυτός, με ελάχιστη βλάστηση, ούτε οι ανάγκες μιας ετοιμόγεννης φοράδας δεν μπορούσαν να ικανοποιηθούν. Ίδια θρησκευτική λατρεία επικρατούσε και για τις τράτες. Στην άδενδρη Άμελαντ, για να φτιαχτεί κι η πιο μικρή βάρκα έπρεπε να παραγγείλουν τα ξύλα απ’ την ηπειρωτική χώρα, και μία και πολλές φορές, περισσότερες παλίρροιες νωρίτερα. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να φύγεις παρά να έρθεις. Με την καρίνα ανυψωμένη, τα σκάφη έπλεαν έρμαια στον άνεμο και τα ρεύματα. Υπήρχαν φορές που μήτε κι οι πιο έμπειροι καπετάνιοι δεν κατάφερναν να διατηρήσουν την πορεία τους. Τα καράβια, φορτωμένα ψάρια, κατέβαιναν μερικά εκατοστά απ’ την επιφάνεια του νερού. Σε ακτή που εισχωρούσε τόσο βαθιά στη θάλασσα, όμως, στο παραμικρό χαμήλωμα απ’ τα ίσαλα, άγγιζαν τον βυθό εκατοντάδες μέτρα μακριά από τη στεριά. Οι τράτες, σαν φάλαινες που είχαν εξοκείλει, έσερναν με δυσκολία το κύτος τους, τα ξύλα έτριζαν κι όλα έμοιαζαν έτοιμα να εκτιναχθούν. Ο πυθμένας, κινούμενος, δεν επέτρεπε τη διατήρηση μιας σταθερής πορείας ούτε την ευθυγράμμιση σε σχέση με την ξηρά. Η άμμος σπάνια έμενε στο ίδιο σημείο, κάθε μέρα μετατοπιζόταν μισό ή και ένα μέτρο, αναγκάζοντας σε προσόρμιση στα τυφλά, σαν να ’ταν πάντοτε η πρώτη φορά. Ξεκομμένο από την ήπειρο, το νησί ήταν απρόσιτο κι απ’ την ανοιχτή θάλασσα. Τα ρεύματα ήταν πολύ δυνατά, με δυσκολία τα έβγαζαν πέρα τα κλίπερ, ή οι γίγαντες με τα τέσσερα και πέντε κατάρτια, που οι βαθιές καρίνες τους καθιστούσαν αδύνατη την προσέγγιση στις απέραντες, τις ατέλειωτες παραλίες της Άμελαντ. Τόσες ήταν οι δυσκολίες για να φτάσει κανείς στο νησί και τόσο μικρό το ενδιαφέρον που παρουσίαζε, ώστε, ηπειρωτική και νησιωτική χώρα ζούσαν λες και πέρα από τη θάλασσα δεν υπήρχε μήτε γη μήτε άνθρωποι. Κατά περιόδους, ωστόσο, ερχόταν μια ημέρα που η πλημμυρίδα φούσκωνε περισσότερο απ’ το συνηθισμένο, σε σημείο που ένα σκάφος, ελαφρύ και με συσταλτή καρίνα, όπως τα καράβια της ηπειρωτικής χώρας, μπορούσε, παρά τις δυσκολίες της πλεύσης, να έρθει και, κυρίως, να ξαναφύγει. Μπήκα στο καράβι μια τέτοια μέρα για να πάρω το πόστο μου στην Άμελαντ. Καθώς πλησιάζαμε, ο καπετάνιος ύψωνε μ’ ένα παλάγκο την περιστρεφόμενη καρίνα που θα του επέτρεπε να πλησιάσει τα αβαθή νερά της Άμελαντ. «Θα σαπίσεις. Κοίτα με, κοίτα πόσο γέρος είμαι. Το ξέρω καλά το νησί, ήμουνα στο χτίσιμο του φάρου. Όταν πρωτοήρθα, ήμουν νέος, κι όταν έφυγα, το πρόσωπό μου είχε ζαρώσει και τα μαλλιά μου είχαν ασπρίσει. Όλοι είχαν να το λένε μόλις γύρισα στην ήπειρο, αλλά εγώ ούτε που το ’χα πάρει χαμπάρι. Από τότε, δεν σταμάτησα να έρχομαι — δεν ξέρω γιατί πάντα στέλνουν εμένα για να εφοδιάζω τον φάρο με λάδια και φυτίλια. Τόσα χρόνια, τίποτα καλό δεν είδα. δεν με παραξενεύει που ο προηγούμενος φαροφύλακας ήθελε να φύγει. Όταν τον έφερα εδώ ήταν όπως εσύ, όλοι οι νέοι είναι ίδιοι, κι ύστερα... τον γύρισα πίσω μέσα σ’ ένα κασόνι. Έπεσε, λένε, απ’ τον πύργο του φάρου, που έκτοτε έχει ερημώσει. Το ’ξερες εσύ ότι για την Άμελαντ δεν βρίσκουν ποτέ εθελοντές;» Πριν τελειώσει ο καπετάνιος τα λόγια του, ένας απ’ τους ναύτες φώναξε: «Γρήγορα, στις θέσεις σας! Γυρνάει η θάλασσα!» Κατεβάσαμε το φορτίο: τρόφιμ α, ξύλα, σανό, τενεκέδες με λάδι και μερικά μέτρα φυτίλι. Για να τα μεταφέρουμε, τα τοποθετήσαμε πάνω στη ρυμούλκα που χρησιμοποιούνταν για την καθέλκυση των καραβιών στο ρευστό στρώμα της άμμου, κι ύστερα τα δέσαμε στ’ άλογα για να τα τραβήξουν στη στεριά. Αμέσως μόλις ξεφορτώσαμε, τρέξαμε με τ’ άλογα για να ξεκαθίσουμε το καράβι, που το κύτος του είχε κιόλας αρχίσει να πιάνει πάτο. Οι ναύτες ανέβηκαν στο κατάστρωμα, ο καπετάνιος σήκωσε τα πανιά κι έβαλε πλώρη για την ηπειρωτική χώρα. Έμεινα μόνος, για μερικά λεπτά ακίνητος. Στον ώμο μου κουβαλούσα όλα κι όλα τα υπάρχοντά μου: ημερολόγια με τις προβλέψεις της παλίρροιας για την επομένη χρονιά και οδηγίες για τη δουλειά μου. Δεν ήταν σπουδαίο βάρος, τα πόδια μου, όμως, βυθίζονταν στην άμμο, το νερό μού έφτανε ώς τη μέση και δυσκολευόμουν να προχωρήσω. Δεν υπήρξε υποδοχή, κανείς δεν ήρθε να με καλωσορίσει. Μπήκα στο φάρο χωρίς να μιλήσω με κανέναν απ’ τους ντόπιους. Ο φάρος —από τσιμέντο, πέτρες και τούβλα—, ήταν το μόνο κτίσμα που υψωνόταν πάνω απ’ το έδαφος. Τα σπίτια των ντόπιων —καμωμένα από λάσπη, άμμο και δέρματα—, ήταν καλύβια χωμένα στη γη, χωρίς τοίχους, ενάμισι ή δύο μέτρων το πολύ, σκεπασμένα από βρύα και χορτάρια, ώστε να διατηρούνται ζεστά τους μήνες του χειμώνα, που ήταν κι οι περισσότεροι. Πιο πολύ απ’ όλα με φόβισε η μοναξιά και η απουσία γυναικών. Χωρίς ν’ αποτελώ μέρος ενός κοινού παρελθόντος που όλοι μοιράζονταν, ένιωθα τόσο πιο απομονωμένος, όσο το νησί στερούνταν λόφων και δασών για να κρύβομαι. Μπόρεσα να το αντέξω όμως. Ο πατέρας μου, παρότι δεν με προόριζε για το επάγγελμά του, με είχε γαλουχήσει στην αγόγγυστη μοναξιά των ανθρώπων της θάλασσας. Το νησί βασιζόταν σε μια πατριαρχική οργάνωση. Λίγες γυναίκες υπήρχαν και, σχεδόν όλες, αν δεν ήσαν ήδη παντρεμένες, με σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των οικογενειών ανήκαν σε κάποιον σύζυγο. Η παρουσία μου —ενός ξένου ανάμεσά τους—, διατάρασσε αυτή την αυστηρή εσωστρέφεια των σχέσεων. Μόνη αρετή μου ήταν τα τρόφιμα που μοιράστηκα μαζί τους με αντάλλαγμα ψάρια. Οι άντρες του νησιού δεν άργησαν να μου δώσουν να καταλάβω ότι έπρεπε να κρατηθώ μακριά απ’ τις γυναίκες: «είναι απασχολημένες», «έχουν δουλειές», «μην τις ενοχλείς», κατέληξε λέγοντάς μου ένας με ύφος απειλητικό, που αντιλήφθηκα πλήρως, έστω κι αν ελάχιστα καταλάβαινα τη γλώσσα του. Έμεινα, λοιπόν, μακριά, δεν είχα άλλη επιλογή. Τον καιρό εκείνο περνούσα όλη μου σχεδόν τη μέρα χαζεύοντας το τοπίο απ’ τον πύργο του φάρου. Στον γκρίζο και υγρό ορίζοντα, σπάνια αντίκρισα πλεούμενο άλλο για την Άμελαντ πέρα απ’ τα καράβια της ηπείρου. Τα μεγάλα ιστιοφόρα, φαίνεται, περνούσαν μόνο τη νύχτα, και τα χλωμά φανάρια τους δεν έφταναν στον φάρο, όσο κι αν εκείνα έβλεπαν τη λάμψη του. Ήταν σαν φαντάσματα που τα υπηρετούσα απ’ το πόστο μου, δίχως ποτέ να μπορώ να τα δω. Τόσα είχα ακούσει για ταξίδια και λιμάνια μακρινά, για πελώρια καράβια με ταπητοστρωμένα καταστρώματα, μ’ αίθουσες χορού και κατάρτια σαν κυπαρίσσια, κι εγώ, φαροφύλακας και γιος ναυτικού, δεν είχα δει παρά κάτι ταπεινά ψαροκάικα. Υπήρχαν φορές που η απογοήτευση με πλάκωνε, και τότε έφτανα να αμφιβάλλω ώς και για τη χρησιμότητα της λάμψης που εγώ ο ίδιος άναβα. Καιρό αργότερα παρατήρησα ότι ανάμεσα στις γυναίκες υπήρχε μία που τριγυρνούσε συνεχώς μονάχη στην παραλία, αμέτοχη στις δουλειές των ψαράδων και αδιάφορη για τα καράβια. Η εμφάνιση και η απομόνωσή της απ’ τους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού με κέντρισαν. Η Μαρέικα, λίγο μεγαλύτερη από έφηβη, με πλούσια κι ατίθασα καστανά μαλλιά, χλομή, με μεγάλα καστανά μάτια, περισσότερο κι απ’ τις σαρκικές απολαύσεις αγαπούσε τους εσωτερικούς μονόλογους και τις μεγάλες σιωπές. Φρόντιζα, δήθεν συμπτωματικά, να βρίσκομαι στον δρόμο της, αλλά εκείνη με απέφευγε. Ρώτησα τους ντόπιους για την ταυτότητά της, μα κανείς δεν θέλησε να μου μιλήσει γι’ αυτήν ούτε να μου δώσει εξηγήσεις. Μια μέρα —τυχαία μάλλον ή χάρη στην αμοιβαία απελπισία της μοναξιάς μας—, κατάφερα να σπάσω τη σιωπή της. Βρισκόμασταν στην ακτή, όταν πήρα να την ακολουθώ. Η Μαρέικα άνοιξε το βήμα της, το ίδιο όμως κι εγώ. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα, και ξωπίσω της εγώ, λαχανιασμένη εκείνη, λαχανιασμένος κι εγώ. Όσο προσπαθούσε να ξεφύγει, τόσο ήθελα να βρεθώ κοντά της, τόσο την ποθούσα. Ώσπου κατάφερα να την φτάσω. Την άρπαξα απ’ το χέρι. Εκείνη πάλεψε για να ελευθερωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε: την κρατούσα σφιχτά, χωρίς βία, μα σφιχτά. Σχεδόν αμέσως διέγνωσε στο βλέμμα μου πως δεν ήθελα να της κάνω κακό. Λέξη δεν ανταλλάξαμε, δεν ακούστηκαν φωνές ούτε προσβολές ούτε εκκλήσεις βοήθειας. Η αντίστασή της σύντομα είχε καμφθεί κι έμενε ακίνητη. Κοιταχτήκαμε χωρίς να πούμε τίποτε, έκανε να φύγει, την άφησα. Πήγε και κάθισε λίγο παραπέρα, στην άμμο. Τα επόμενα λεπτά δεν τολμούσα ούτε να κουνηθώ ούτε να της μιλήσω. Ώσπου, κάπως αμήχανος, την πλησίασα και της είπα: «Γεια...» «Γεια», απάντησε μ’ ένα μείγμα νησιώτικης και ηπειρωτικής προφοράς. Περπατήσαμε κάμποση ώρα στην ακτή, χωρίς να μιλάμε. Κάπου-κάπου σταματούσε, καθόταν κάτω κι έβρεχε τα πόδια της. Κι εγώ την ακολουθούσα: καθόμουν όποτε κι εκείνη, και δρόσιζα πλάι της τα πόδια μου. Κάποια στιγμή ένιωσα να κρυώνω, και της είπα: «Πάμε στον φάρο.» «Όχι.» «Δεν θέλεις...» «Τον ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά.» «Από πού;» «Ο πατέρας μου ήταν φαροφύλακας. Ήρθα μαζί του στην Άμελαντ όταν ήμουν μικρή.» «Είχε κάποιο ατύχημα, άκουσα... Έπεσε...» «Ψέμα» αντέκοψε η Μαρέικα. «Ψέμα;» «Τον έσπρωξαν όταν αποφάσισε να φύγει. Ποτέ δεν του άρεσε το νησί. Άλλον απ’ αυτόν δεν είχα. Ένας δικαστής απ’ την ήπειρο επενέβη κι ανέθεσε την κηδεμονία μου στο νησί.» «Σ’ αρέσει εδώ;» «Θέλω να φύγω.» «Γιατί δεν το κάνεις;» «Δεν μπορώ, δεν μ’ αφήνουν. Ούτε σκάφος γνωρίζω να κυβερνώ ούτε και ξέρω τι θα μπορούσα να κάνω στην ήπειρο.» Ξένοι κι οι δυο σ’ εκείνη την αφιλόξενη γη, νιώσαμε αμέσως ο ένας την ανάγκη του άλλου. Η Μαρέικα εγκαταστάθηκε στο σπίτι μου, στο ισόγειο του φάρου, όπου υπήρχαν δύο λιτά δωμάτια, χωρίς διακόσμηση και μ’ ελάχιστα έπιπλα. Η συμβίωσή μας την άλλαξε πολύ. Τις πρώτες μέρες που είχε έρθει στον φάρο, με το που την έπαιρνε ο ύπνος έβλεπε εφιάλτες, ότι έπεφτε από ψηλά. Ξάγρυπνος απ’ τα σπαρακτικά της βογκητά, την ξυπνούσα σιγά σιγά με χάδια και γλυκόλογα, ενώ εκείνη ίδρωνε κι είχε σπασμούς. Όταν συνερχόταν, μάζευε το σώμα της σε στάση εμβρύου και κολλούσε πάνω μου απεγνωσμένα. όμοια με μικρή νεροχελώνα που ’χε σπάσει το καβούκι της, ή νεοσσός που χρειαζόταν ζέστη και φροντίδα. Με τον καιρό, όλα αυτά εξαφανίστηκαν, οι περίοδοι σιωπής υποχώρησαν, και η εμμονή της να φύγει μετατράπηκε απλώς σε μια επιθυμία να δει την ηπειρωτική χώρα, για την οποία τόσα είχε ακούσει απ’ τον πατέρα της. Εξακολουθούσε να θέλει να φύγει, όπως κι εγώ άλλωστε, όμως, τώρα πια δεν ήταν αυτή η μόνη μας έγνοια. Η φυγή δεν αποτελούσε πια τον σκοπό, αλλά το μέσο για να ζήσουμε ελεύθεροι, να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά και να τα μεγαλώσουμε. Χωρίς να το αντιληφθούμε, όποτε συζητούσαμε για την επιστροφή στην ήπειρο, τη σχεδιάζαμε μαζί. Η Μαρέικα ήταν πια λιγότερο μοναχική και σκεπτική, ήθελε απλώς να βρίσκεται μαζί μου. κι εγώ, μαζί της. Με μια σιωπηρή συμφωνία, μοιράζαμε τις δουλειές μας συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον. μαζί ή χώρια, δουλεύαμε για την κοινή μας επιβίωση. Υπήρχαμε ο ένας χάρη στον άλλον, και δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τις ζωές μας χωριστά. Η αγάπη μας ήταν άρρηκτα δεμένη με την καθημερινή αγωνία για την ικανοποίηση των στοιχειωδών μας αναγκών. Βλέποντάς με να προσαρμόζομαι στο νησί συντροφιά με τη Μαρέικα, οι ντόπιοι, που ποτέ δεν την θεώρησαν δική τους, έπαψαν ν’ ανησυχούν μήπως τους κλέψω τις γυναίκες τους. Μια μέρα, ένα ή δύο χρόνια αφότου είχα εγκατασταθεί στο νησί κι ενώ ήδη ζούσα με τη Μαρέικα, αποφάσισαν ν’ αποκτήσουν μια ελάχιστη επικοινωνία μαζί μου και ήρθαν να μ’ επισκεφθούν. Οι ιεραρχικές δομές της ηπειρωτικής χώρας ήσαν άγνωστες στο νησί. Υπήρχαν μόνο οι μεγάλοι αρχηγοί των οικογενειών, μεταξύ των οποίων ένας που ο λόγος του μετρούσε περισσότερο. Εκείνο το βράδυ με επισκέφθηκε συνοδευόμενος από την οικογένειά του και μερικούς ψαράδες — πέρα απ’ τη γυναίκα και τις κόρες του, όμως, καμιά άλλη γυναίκα δεν ήρθε μαζί τους. Η Μαρέικα που γνώριζε τη γλώσσα τους, όπως και τη δική μου, έκανε τη διερμηνέα αν και, πολλές φορές, την έπαιρναν κατά μέρος και της έλεγαν πράγματα που δεν μου μετέφερε. Απ’ την έκπληκτη και δυσαρεστημένη όψη της καταλάβαινα ότι ήταν πολύ απότομοι μαζί της. Προτίμησα, ωστόσο, να μη ζητήσω εξηγήσεις, και θεώρησα πως μου μετέφραζε την ουσία, αποφεύγοντας να τους κινήσει υποψίες που θα δυσκόλευαν τον διάλογο. Δεν με ρώτησαν ούτε για τον φάρο ούτε για τη Μαρέικα ούτε καν για τη ζωή μου στην ήπειρο. Λες και με είχαν ξεγυμνώσει από το παρελθόν μου και δεν είχα άλλη ζωή πέρα απ’ το νησί. Μιλήσαμε για το ψάρεμα, τους ανέμους, τους τρόπους καθέλκυσης των ψαροκάικων, και συμφωνήσαμε να ανταλλάσσουμε συστηματικότερα τρόφιμα με ψάρια. Έκτοτε, μια στις τόσες, ξημερώματα και με ύφος απειλητικό, εμφανίζονταν στην περιοχή γύρω απ’ τον φάρο. Προσωπική ζωή δεν υπήρχε για τους κατοίκους της Άμελαντ. Όλες κι όλες οι ασχολίες τους συνοψίζονταν σε μερικές δραστηριότητες που εκπλήρωναν με την ίδια κανονικότητα με την οποία κάποιος αναπνέει. Οι σχέσεις μου μαζί τους, χωρίς ποτέ να γίνουν εγκάρδιες, βελτιώθηκαν κάπως. Άρχισαν να με χαιρετούν στο δρόμο, ποτέ όμως δεν μου επέτρεψαν ν’ αποκτήσω οικειότητες με τις οικογένειες τους ή να διεισδύσω στα σπίτια τους: η οργάνωση, η ζωή μέσα απ’ τα καλύβια και η ιστορία της Άμελαντ παρέμεναν απαγορευμένες για μένα. Μετά από κάμποσες παλίρροιες αποφασίσαμε με τη Μαρέικα ν’ αποκτήσουμε ένα παιδί. Συμφωνήσαμε να γεννηθεί το παιδί μας στην ήπειρο, κι ότι ήταν πια καιρός να φύγουμε απ’ το νησί, που μας θεωρούσε πάντοτε ξένους. Απ’ τη μεριά μου, υπολόγιζα να ζητήσω μετάθεση σ’ ένα μέρος λιγότερο απομονωμένο. Δεν μπορεί, έλεγα, όλο και κάποιος φάρος θα υπάρχει στις ακτές της ηπειρωτικής χώρας που να χρειάζεται φύλακα, κι απ’ τη ναυτική σχολή δεν θα μου αρνιόνταν αυτή την αλλαγή — τόσα χρόνια απομόνωση στην Άμελαντ, μετρούσανε διπλά στην ήπειρο. Μήτε ψαράς μήτε αγρότης, αδυνατούσα να με φανταστώ σε άλλο επάγγελμα, πόσο μάλλον να ψάχνω δουλειά σε ταβέρνες, σιδεράδικα και κτήματα: πίστευα τότε πως η στεριά δεν μου πρόσφερε καμία άλλη επιλογή. Όσο για τη θάλασσα, οποιοσδήποτε ψαράς θα έβαζε τα γέλια μόλις έβλεπε να με πιάνει ναυτία. Ήμουν υπάλληλος της ναυτικής σχολής και ήθελα να συνεχίσω να είμαι, γι’ αυτό, προτού τα μαζέψω και φύγω, έπρεπε να περιμένω μια επίσημη απάντηση. Λογαριάσαμε για πόσες μέρες είχαμε ακόμη τρόφιμα, υπολογίσαμε την επόμενη παλίρροια, και βαλθήκαμε με τη Μαρέικα να σχεδιάζουμε την αναχώρησή μας. Περιμέναμε. Κάθε μέρα και συχνότερα, σκεφτόμουν το καράβι που θα ερχόταν να μας πάρει. κι έπειτα, θα έφτανε ο αντικαταστάτης μου για τον φάρο. Αυτή η κατάσταση προσμονής μας γέμιζε χαρά. Η Μαρέικα, πρώτη φορά, ήταν ευδιάθετη και γαλήνια όλες τις ώρες. Με ρωτούσε συνεχώς για την ήπειρο και μ’ άκουγε έκπληκτη να της εξηγώ για τις πολύβουες πόλεις, τα σπίτια από τούβλα και τσιμέντο, τις τράπεζες και τόσα άλλα που δεν μπορούσε καν να φανταστεί. Όλη μέρα ονειροπολούσε τη νέα ζωή. «Αντίο, Άμελαντ!» λέγαμε χωρίς ίχνος νοσταλγίας, και σχεδιάζαμε το μέλλον μας. Απ’ το νησί δεν έπαιρνα τίποτα μαζί μου — ακόμη κι η Μαρέικα ήταν ξένη. Στην ήπειρο, αντίθετα, με περίμενε ένας καλός μισθός κι ένα μέλλον, αν όχι υποσχόμενο, τουλάχιστον, δίχως το άγχος της απομόνωσης. Το νησί, όμως, έκανε διαφορετικά σχέδια για μας, πράγμα που δεν άργησε καθόλου να φανεί. Οι κάτοικοι ήθελαν το παιδί να γεννηθεί εκεί και η γέννα να ακολουθήσει τα έθιμα του τόπου. Στην Άμελαντ, όπου τα πάντα γιατρεύονταν με κομπρέσες, βότανα και βασκανίες, η κοινότητα έπαιρνε την έγκυο υπό την προστασία της, απαγορεύοντας στο σύζυγό της να την βλέπει, ενώ, σ’ όλο αυτό το διάστημα, εξορκίζονταν οι δαίμονες της γης και της θάλασσας με σπονδές και θυσίες. Αυτοαποκαλούνταν «χριστιανοί», κανείς τους όμως δεν είχε μια Βίβλο, ιερέας δεν είχε πατήσει εδώ και αιώνες το πόδι του στο νησί, και η μόνη θρησκεία που γνώριζαν ήταν αυτή που είχαν επινοήσει οι ίδιοι. Εμένα, ωστόσο, με τα λίγα κολλυβογράμματά μου, μου φαινόταν αδύνατο να πιστέψω σ’ αυτές τις μαγγανείες και, οπωσδήποτε, προτιμούσα να εμπιστευθώ τις φροντίδες της μητέρας μου ή ενός γιατρού από την ήπειρο, παρά τις αμφίβολες υπηρεσίες των ματρόνων του νησιού. Οι γυναίκες άρχισαν να πιέζουν τη Μαρέικα επιμένοντας για το ανώφελο ενός ταξιδιού στην ήπειρο. Εκείνη δεν ήξερε πώς να αμυνθεί: «Να σ’ αφήσουν ήσυχη. Δεν τους πέφτει λόγος» της έλεγα εγώ ξανά και ξανά. Δεν τολμούσε, όμως, ή δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί τους, κι εκείνες συνέχισαν να έρχονται ανενόχλητες στο σπίτι. Η Μαρέικα έχανε πάλι το κέφι της, ήταν διαρκώς ανήσυχη, νευρική. Κλεινόταν μέσα και δεν έβγαινε παρά μονάχα μαζί μου, ένιωθε πως κινδυνεύει, πως την απειλούν, φοβόταν ότι δεν θα κατάφερνε ν’ ανέβει στο καράβι και να φύγει, ότι όλα θα ναυαγούσαν. Συχνά κι όλο και πιο έντονα, την έπιαναν κρίσεις πανικού, λες και προς στιγμήν γινόταν άλλη, ενώ εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω πέρα απ’ το να προσθέτω την ολιγοψυχία της στις δυσκολίες του ταξιδιού. Ώσπου, φάνηκε κάποτε το καράβι της ηπείρου. Προχωρούσε με σταθερή πορεία, με τα πανιά φουσκωμένα, γεμάτα και ολοστρόγγυλα απ’ τον άνεμο. Ήταν πολύ νωρίς, μα είχε ήδη φέξει. Με τη Μαρέικα, πάνω που είχαμε ξυπνήσει. Βγήκα να ετοιμάσω τα άλογα για να τραβήξουν το φορτίο στη στεριά. Όταν έφτασα στον στάβλο διαπίστωσα ότι οι νησιώτες είχαν ετοιμάσει κιόλας άλογα και ρυμούλκες πριν από μένα. Χάρηκα βλέποντάς τους να σελώνουν τα ζώα και τους τα εμπιστεύτηκα να τα οδηγήσουν στην ακτή. Γύρισα στο φάρο, φάγαμε με τη Μαρέικα το πρωινό που είχε ετοιμάσει, πήραμε τις αποσκευές μας και ξεκινήσαμε για το καράβι. Από μακριά, είδα τους ψαράδες, πολύ πιο μπροστά, να βαράνε καμτσικιές στ’ άλογα για να προχωρήσουν. Με παραξένεψε τόση βιασύνη. Αυτή ήταν μια δουλειά που γινόταν πάντα με ηρεμία, για να μην κουραστούν τα άλογα, και με πολλή προσοχή στις πιθανές τάφρους. Κατευθύνθηκαν εσπευσμένα στην παραλία —όσο ποτέ άλλοτε δεν τους είχα δει—, συνέχισαν, έφτασαν στο καράβι κι άρχισαν να το ξεφορτώνουν: φυτίλια, ξύλα, αλάτι, αλεύρι, όσπρια, τα κατέβασαν όλα χωρίς να περιμένουν να τους βοηθήσω. Δεν καταλάβαινα. Γιατί μια δουλειά που αναλάμβανα πάντα εγώ, την έκαναν μόνοι τους και με τέτοια σπουδή; Τα πόδια μας βυθίζονταν στην άμμο και προχωρούσαμε αργά. Κρυώναμε μα δεν μας ένοιαζε, ξέραμε ότι λίγο παρακάτω περίμενε η ελευθερία μας. Πλησιάζαμε ενώ οι ψαράδες ξεφόρτωναν τα τελευταία κιβώτια. Όταν, ξαφνικά, είδαμε τις ρυμούλκες να επιστρέφουν στο νησί και το καράβι, σχεδόν ταυτόχρονα, να σηκώνει πρώρα τα πανιά του στον άνεμο, να φέρνει μισή στροφή γύρω απ’ τον άξονά του και ν’ απομακρύνεται. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Ένας μορφασμός φρίκης απλώθηκε στο πρόσωπο της Μαρέικα κι έβαλε τα κλάματα. Άρχισα να φωνάζω και τους έκανα νοήματα να γυρίσουν πίσω, μα ο άνεμος ερχόταν κόντρα κι η φωνή μου δεν έφτανε ώς αυτούς. Ελπίζοντας να τους προφθάσω, βάλθηκα να τρέχω στη θάλασσα. Ήταν μάταιο. Ίσα που κατάφερνα να κάνω μερικά βήματα, και τα πόδια μου βυθίζονταν στην άμμο. Τότε ακριβώς, πέρασε δίπλα μου η ρυμούλκα που επέστρεφε στο νησί. Μπήκα μπροστά, τη σταμάτησα, έλυσα ένα άλογο, το άρπαξα και το σπιρούνισα να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Άρχισε να χλιμιντρίζει, τα μάτια του κοκκίνισαν, οι κόρες του διαστάλθηκαν, τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα, τ’ αφτιά του κατέβηκαν, όμως, παρόλη την προσπάθειά του, όλα πήγαν στο βρόντο. Το καράβι, με τα πανιά του ολόγιομα και τα ξάρτια τεντωμένα, απομακρυνόταν όλο και πιο γρήγορα. Είχα αποτύχει. Γύρισα πίσω, καταρρακωμένος, αργά, γεμάτος μίσος για τους κατοίκους της Άμελαντ. Με τις λίγες λέξεις που είχα μάθει από τη γλώσσα τους, φώναξα: «Ηλίθιοι! Η Μαρέικα έπρεπε να ανέβει στο καράβι! Γιατί το αφήσατε να φύγει;» «Αν η γυναίκα σου ήθελε ν’ ανέβει, έπρεπε να έρθει μαζί μας. Δεν το ξέραμε. Και πρόσεχε τα λόγια σου αν θες να τα πάμε καλά» απάντησαν ξερά. Μούσκεμα σχεδόν πάνω στ’ άλογο, τους είδα να παρατάνε τα κιβώτια έξω από το φάρο και να συνεχίζουν το δρόμο τους. Έφτασα στην ακτή, αγκάλιασα τη Μαρέικα και γυρίσαμε σπίτι. Εκεί, πρόσεξα αμέσως ότι κάτι έλειπε: ο πίνακας με τις ετήσιες προβλέψεις της παλίρροιας που μου έστελναν κάθε χρόνο μαζί με τα υπόλοιπα εφόδια απ’ τη στεριά, αυτή τη φορά δεν υπήρχε. Χωρίς αυτόν δεν μπορούσα να υπολογίσω τις παλίρροιες, ούτε τη στάθμη του νερού ούτε την ημέρα και την ώρα του επόμενου ανεφοδιασμού. Μόνη δυνατότητά μου ήταν να βρίσκομαι διαρκώς σ’ επιφυλακή, μήπως, μετά από μερικούς μήνες, ή χρόνια, ανέβαινε η πλημμυρίδα περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Καταράστηκα το καράβι που είχε φύγει χωρίς τη Μαρέικα, την κακή μας τύχη, την επιπολαιότητα και τη βλακεία των κατοίκων που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι κάποιος ήθελε ν’ ανέβει στο καράβι, ότι η Μαρέικα ήθελε να φύγει. Οι σχέσεις μου με την Άμελαντ επιδεινώθηκαν όσο ποτέ άλλοτε. Με τους κατοίκους κουβέντα δεν αλλάζαμε πια. Τα αστεία, τα γέλια και οι αβρότητες μετατράπηκαν σε κοφτερές ματιές, που πολλές φορές μ’ έκαναν να φοβάμαι για το μέλλον το δικό μου και της Μαρέικα. Οι ανταλλαγές τροφίμων σταμάτησαν, κι όλες οι επαφές κόπηκαν, αν και ήταν δύσκολο, σ’ ένα εντελώς άδενδρο νησί, να μην τους συναντώ μπροστά μου. Με το νέο αυτό καθεστώς δεν πεινάσαμε, βέβαια, μα η ζωή μας έγινε πλέον επισφαλής, και σπανίως απομακρυνόμαστε απ’ το φάρο. Απ’ τον πύργο μπορούσα να ψαρεύω με μια πετονιά. Για πρώτη φορά είχαν πάψει οι ανταλλαγές τροφίμων κι έπρεπε να βρίσκω μόνος μου ό,τι δεν με είχε προμηθεύσει η ήπειρος. Πολλές φορές, η κακοκαιρία και τα ρεύματα έδιωχναν τα ψάρια. Μάθαμε, λοιπόν, να τα παστώνουμε και να επωφελούμαστε από κάθε φαγώσιμο κομμάτι τους, ακόμη κι απ’ τα μάτια τους. Κρέμαγα απ’ την ουρά τα ψάρια σ’ ένα σχοινί, τα ’πιανα πιέζοντας το κεφάλι ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη μου στο ύψος των βραγχίων (με οποιοδήποτε άλλο τρόπο γλίστραγαν), άνοιγα την κοιλιά τους με το μαχαίρι και, με το χέρι που μου ’μενε ελεύθερο, αφαιρούσα τα εντόσθιά τους. Ύστερα τους έκοβα την ουρά, το κεφάλι και τα πτερύγια, τεμάχιζα το υπόλοιπο σε μικρά κομμάτια και τα ’βαζα στην άλμη. Έπρεπε πια να βρίσκω μόνος μου την τροφή μου. Αυτή η επαφή με το αίμα και τη σάρκα —σχεδόν ζωντανή στα χέρια μου—, μ’ έκανε να νιώθω πιο κοντά στους γλάρους, που άλλοτε μου φαίνονταν τόσο άγριοι και αποκρουστικοί. Συνειδητοποιούσα ότι, για πρώτη φορά, σκότωνα για να επιβιώσω, και το αποδέχθηκα αυτό με φυσικότητα, σαν να το ’χα μέσα μου ανέκαθεν.

ΝΕΪΡΑ ΕΡΝΑΝ