Ο πίθηκος GREEN

Ο πίθηκος GREEN

Συγγραφέας: ΡΟΥΜΠΙΟ ΜΑΝΟΥΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ
Μετάφραση: Τ. ΣΕΡΕΤΗ
Εκδόθηκε: 11/12/2003
ISBN: 960-7073-95-9
Σελίδες: 208

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

Όμως ο Green —έτσι τον λένε τον χιμπαντζή μας, ο ίδιος μας το είπε— σκέφτεται και μιλάει. Έχω προσπαθήσει με κάθε τρόπο να μεταδώσω αυτή την αλήθεια στον κόσμο αλλά, μέχρι στιγμής, δεν βρήκα καμία αξιόλογη ανταπόκριση. [...] Μετά από πολλές προσπάθειες, λοιπόν, κατάφερα να συγκεντρώσω το υλικό που τώρα αφήνω στην κρίση του αναγνώστη. Πρόκειται για την αυτοβιογραφία του Green, του χιμπαντζή, όπως τη διηγήθηκε ο ίδιος. [...] Ορκίζομαι στο λόγο της τιμής μου, μ’ όλο το βάρος που φέρει μια τέτοια δήλωση, ότι ο δικός μου ρόλος περιορίστηκε στην πιστή μεταφορά σε κείμενο των διηγήσεων του Green. Η μόνη παρέμβαση που επέτρεψα στον εαυτό μου, ήταν μια ελάχιστη επιμέλεια του λόγου του, κυρίως σε ό,τι αφορά στις δευτερεύουσες προτάσεις, με τις οποίες ο χιμπαντζής μας τα ’βρισκε λιγάκι σκούρα... Με τα λόγια αυτά, μεταξύ άλλων, ο ανθρωπολόγος-Δόκτωρ Πρωτευοντολογίας Μιγκέλ Γκιλ Ρουισάντσεθ προλογίζει την αυτοβιογραφία τού χιμπαντζή Green που έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας μπόρεσε να αποκρυπτογραφήσει το γλωσσικό ιδίωμα του ευφυούς ζώου, χωρίς, όμως, να αποκαλύψει λεπτομέρειες για τις μεθόδους εργασίας του. Το σύνολο του υλικού που χρησιμοποιήθηκε, θα δοθεί στη δημοσιότητα στις 2 Ιανουαρίου του έτους 2040...

Εγώ, κύριοι, γεννήθηκα στη ζούγκλα, σ' ένα μέρος που τ' όνομα του δεν μπορώ να σας πω, όχι γιατί το 'χω ξεχάσει, αλλά γιατί ποτέ δεν το έμαθα. Βλέπετε, εμείς, οι χιμπαντζήδες δεν ξέρουμε από σύνορα, πατρίδες κι εθνικές ταυτότητες, ούτε και χρειάστηκε ποτέ να μάθουμε. Συγχωρήστε μου λοιπόν την παράλειψη, αλλά σε λεπτομέρειες τέτοιες δεν μπορώ ν' αναφερθώ. Θα σας μιλήσω, όμως, για τη Μητέρα μου και θα σας βρω όσα ονόματα θέλετε για να την περιγράψω! Η Μητέρα ήταν πανέμορφη — κι όχι επειδή το λέω Εγώ. Όποτε έφτανε η περίοδος του ζευγαρώματος, αποτελούσε μήλον της Έριδος για όλα τ' αρσενικά της αποικίας μας.Κι η Μητέρα, με μια γενναιοδωρία που άγγιζε τη σπατάλη, φρόντιζε να μην αδικεί κανέναν, πράγμα που δεν της το αναγνώριζαν πάντα,έστω κι αν με τον τρόπο της βοηθούσε τη μικρή μας κοινωνία να διατηρεί τις ισορροπίες της. Μερικές φορές, ακόμη κι Εγώ ο ίδιος θύμωνα όταν την έβρισκα να προσφέρει τον πολύτιμο πισινό της στον πρώτο τυχαίο ερωτοβαρεμένο. Φυσικά, δεν το άφηνα να περάσει έτσι: τσίριζα και προσπαθούσα να χωθώ ανάμεσα τους, συνήθως, όμως, αυτός που την καβαλίκευε ήταν πιο δυνατός από μένα, οπότε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου άστραφτε μια ανάποδη και μ' έβαζε στη θέση μου. Τότε, προτού με πάρουν τα κλάματα, έψαχνα καταφύγιο στα βαθιά, μεγάλα μαύρα μάτια της Μητέρας. Εκείνη, όμως, γελούσε και, μέσα σ' αυτό το γέλιο, Εγώ έβλεπα πως έτσι ήταν το σωστο να γίνει. Το γέλιο της Μητέρας ήταν ο οδηγός μου στην κατανόηση του κόσμου. Μαζί μας ζούσε κι ο μεγαλύτερος Αδελφός μου. Είχε τους φίλους του, κι όλη μέρα αλώνιζε μαζί τους παίζοντας: απ' το ποτάμι στο δάσος, απ' τους τερμίτες στα βατόμουρα και τα σύκα, χοροπηδούσαν ασταμάτητα κι έκαναν τούμπες απ' το ένα κλαδί στο άλλο. Μόνη έγνοια του ήταν το παιχνίδι. Όταν, επιτέλους, κουραζόταν απ' όλο αυτό το σβούρισμα, ξάπλωνε στα μαλακά φύλλα του κρεβατιού του και κοιμόταν του καλού καιρού. Κι όταν πια χόρταινε τον ύπνο, σειρά είχε η τέρψη της κοιλιάς του. Έφτιαχνε μερικούς σβώλους με το κόμμι κάποιου καουτσουκόδεντρου, άραζε ξαπλωμένος ανάσκελα και χα ζεύε τις κορφές των δέντρων μασουλώντας ασταμάτητα. Αυτές οι στιγμές ρέμβης ήσαν κι η πιο βαθυστόχαστη πλευρά του, αν και,για να πούμε την αλήθεια, δεν φόρτωνε με σκοτούρες το κεφάλι του. Ο Αδελφός μου, από φόβο μήπως μπερδευτεί ακόμη περισσότερο, απέφευγε οποιοδήποτε πνευματικό προβληματισμό. Στη ζωή του,πάντως, τα βόλευε μια χαρά γιατί είχε μια απέραντη καρδιά. Εμένα μ'αγαπούσε απεριόριστα. Ζούσαμε όπως μας έκανε κέφι κι είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν.Ένα γειτονικό βουνό, που έμοιαζε με τεράστιο κεφάλι χιμπαντζή, αντιπροσώπευε για όλους μας τον πατέρα προστάτη. Υπήρχε, ακόμη, ένα πυκνό, κατάφυλλο δάσος με όλων των ειδών τα δέντρα: αναρριχητικά φυτά που οι κορυφές τους έφταναν στον ουρανό, θάμνοι και λουλούδια με φανταχτερά χρώματα, δροσερό χορτάρι, το λαγαρό νερό ενός ποταμού, και λίγο πιο πέρα η σαβάνα με τους θυσανωτούς θάμνους και τους απολαυστικούς καρπούς, πρόσφορη πάντα για σύντομες εκδρομές. Τρώγαμε ό,τι τραβούσε η όρεξη μας: φρούτα γλυκά ή πικρά, μέλι, φύλλα συκιάς, μιμόζες κι ορχιδέες, μυρμήγκια, τερμίτες, προνύμφες από σφήκες, μέλισσες, σκαθάρια και χρυσαλλίδες, αυγά πουλιών... Μερικές φορές, οι αρσενικοί ενήλικες πήγαιναν για κυνήγι και επέστρεφαν θριαμβευτικά μ' ένα κομμάτι αγριογούρουνο ή καμιά μικρή γαζέλα — το αγαπημένο μου πιάτο, θυμάμαι ακόμη εκείνη την ημέρα που έφεραν έναν μικρό μπαμπουίνο. Για κάποιο λόγο που ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω, μόλις αντίκρισα τα γουρλωμένα μάτια του δύστυχου εκείνου ζώου, μου κόπηκε η όρεξη·ήταν λες κι οθάνατος το 'χε αιφνιδιάσει να ζητάει ελεημοσύνη. Η Μητέρα, όμως,έβαλε τα γέλια, κι Εγώ δοκίμασα τελικά εκείνο το κρέας — και καλά έκανα, γιατί ήταν σκέτη λιχουδιά. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως διηγούμαι μόνο την ευχάριστη όψη από εκείνη την περίοδο της ζωής μου, αλλά δεν είναι έτσι.Σίγουρα, δεν μας έρχονταν πάντα όλα ρόδινα, τις περισσότερες φορές, όμως, οι αναποδιές είχαν και τη θετική πλευρά τους. Για παράδειγμα, όταν έφτανε η εποχή των μεγάλων βροχοπτώσεων, αναγκαζόμασταν να μένουμε στην πιο πυκνή και σκοτεινή ζώνη του δάσους.Τότε τα παιχνίδια τελείωναν. Σκεπασμένοι με αυτοσχέδιες βεντάλιεςαπό φτέρες, περνούσαμε όλη την ημέρα κάτω απ' το φυσικό υπόστεγο των δέντρων. Κι εγώ, προσποιούμενος πως κρύωνα, χωνόμουν ανάμεσα στα πόδια της Μητέρας για να με ζεστάνει στην πυροστιά της κοι λιάς της. Μέσα σ' αυτή τη θαλπωρή άρπαζα μια ρώγα της, κι ένα γάλα ευεργετικό άρχιζε να στάζει από εκείνη την πηγούλα. Ήταν λες και γυρνούσα πίσω στον χρόνο, πριν ακόμη γεννηθώ, όταν ζούσα μέσα στο όνειρο κάποιου πιο ισχυρού από μένα. Και τότε πια, κανένας τυφώνας δεν με φόβιζε. Όσο για τους κινδύνους της ζούγκλας, δεν ήσαν λίγοι οι εχθροί που μας είχαν για μια χαψιά. Πολλές φορές, κοπάδια πεινασμένων λύκων γυρόφερναν στην περιοχή μας. Οι κακοτοπιές ήταν πολλές, και με λίγη αφηρημάδα μπορούσαν να γίνουν φονικές, ενώ οι επιδημίες έπεφταν πάνω μας κατά καιρούς κι έπαιρναν όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον θάνατο του πρωτότοκου γιου της θείαςμου·ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσα στ' αλήθεια τι σημαίνει να πεθαίνει κανείς. Ψαχουλεύαμε σε μια μυρμηγκοφωλιά, όταν τον πλησίασε ύπουλα μια κόμπρα και τον δάγκωσε στο πόδι: έφυγε πολύ γρήγορα με σπασμούς, βγάζοντας αφρούς από το στόμα του. Στην αρχή, νόμιζα πως μου 'παίζε κάποιο παιχνίδι, και βάλθηκα να τον γαργαλάω και να πηδάω πάνω στην κοιλιά του εκείνος, όμως, χωρίς να μου δίνει καμία σημασία, παρέμενε έτσι, ξερός κι ακίνητος. Τότε κατάλαβα. Ύστερα ήρθε η.θεία μου, τον πήρε στον ώμο της και για τρεις μέρες τον τριγυρνούσε έτσι σ' όλο το δάσος, θαρρείς κι ήθελε να του δείξει για τελευταία φορά την ομορφιά αυτού του κόσμου, για τον οποίο εκείνος είχε χάσει ξαφνικά κάθε ενδιαφέρον. Τέλος, ένα σμήνος από μύγες έφτιαξε φωλιά μέσα στα ρουθούνια του κι η μυρωδιά έγινε ανυπόφορη. Τότε η θεία τον πήγε στην κορυφή του Βουνού Πατέρα. Επέστρεψε λίγο αργότερα, μόνη της, εξαντλημένη, με μια έκφραση πίκρας κι οργής στο πρόσωπο της. Από τότε, δεν έπαιξα ποτέ ξανά με τον μικρό μου Εξάδελφο. Όμως, ο πόνος είναι κι αυτός μέσα στη ζωή, κι εμείς δεν θα μπορούσαμε ν' αποτελέσουμε εξαίρεση, μα κι έτσι πάλι πιστεύω πως ήμασταν πλάσματα προνομιούχα. Στο περιβάλλον μας, με εξαίρεση κάποιες μικρές διαμάχες, βασίλευε πάντα η ειρήνη. Δεν ξέρω πώς να σας εξηγήσω καλύτερα αυτό που εννοώ. Ίσως η σωστή λέξη να είναι η ευτυχία, αλλά η πραγματική ευτυχία, που την ζεις και την αναπνέεις, κι όχι εκείνη η άπιαστη «ευτυχία» που έχετε εσείς για να θυμάστε και να χαίρεστε. Εμείς, αντίθετα, δεν κοιτούσαμε ούτε πίσω ούτε μπροστά: ζούσαμε ρουφώντας την κάθε μέρα και ξέραμε πώς να ξεπερνάμε τις δυσκολίες της ζωής χωρίς να κρυβόμαστε πίσω απ' το δάχτυλο μας και χωρίς να χάνουμε τον μπούσουλα ανάμεσα σε αυταπάτες. Θα μπορούσε, βέβαια, τίποτ' απ' όλα αυτά να μην ήταν έτσι, αν δεν είχε έρθει στην κοινότητα μας Εκείνος, ο άντρας με την άσπρη τούφα κάτω απ' τη μύτη. Μου έμαθε να το λέω «μουστάκι» και μου εξήγησε πως ήταν άσπρο επειδή είχε γεράσει. Τώρα, σχεδόν δεν τον θυμάμαι πια, αφού εξαφανίστηκε απ' τη ζωή μας όταν Εγώ ήμουν ακόμη πολύ μικρός. Όμως, όλοι όσοι τον γνώρισαν είναι της γνώμης πως εκείνος ο ευγενής ασπρομάλλης ήταν ουρανόσταλτος για την αποικία μας. Αυτός μας δίδαξε τα χρειαζούμενα για να επιβιώνουμε στιςδυσκολίες της ζωής μας. Μας βοήθησε να τελειοποιήσουμε τη μασέλα μας, αυτό το πανάρχαιο φυσικό εργαλείο, με το οποίο το γένος μαςέχει καταφέρει να βρει διάφορες τεχνικές για να πιάνει τους τερμίτες,να ρουφάει τους χυμούς των φυτών σε περιόδους ξηρασίας και να αμύνεται στις επιθέσεις των ιαγουάρων. Μας έμαθε πόσο σημαντικό είναι να πλένουμε τα φρούτα, μας μύησε στις ευεργετικές ιδιότητεςτης προσωπικής υγιεινής, όπως επίσης και στους κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς που υπαγόρευαν την εκπλήρωση της φυσικήςμας ανάγκης μακριά από πολυσύχναστους χώρους. Επιπλέον, μας δίδαξε τεχνικές παραπλάνησης του εχθρού και μας έμαθε πως η αγάπη για τη ζωή είναι το καλύτερο όπλο που διαθέτουμε, ακόμη κι όταν ο κίνδυνος τείνει να σβήσει κάθε ελπίδα. Τέλος, μας έδωσε μια γλώσσα πολύ πλουσιότερη από τη δική μας, που το λεξιλόγιο της, καθώς γνωρίζετε, περιορίζεται στα ονόματα των απτών πραγμάτων και σε κά ποιους βασικούς συνδυασμούς ανάμεσα τους. Η γλώσσα Εκείνου,όμως, που μοιάζει τόσο πολύ με τη δική σας, προχωράει ακόμη πιο πέρα. Πρόκειται, κατά κάποιον τρόπο, για ένα συναρπαστικό κυνήγι φαντασμάτων, αφού αρκεί να σκεφτείς μια λέξη —ελευθερία, λύπη,υπερηφάνεια— και τσουπ!, να σου μια διαφορετική πραγματικότητα: να την πιάσεις δεν μπορείς, να τη δεις αδύνατον, με τη σκέψη και τη φαντασία σου, όμως, την κάνεις ό,τι θέλεις. Όποτε μας μιλούσε Εκείνος, κρεμόμασταν όλοι απ' τα χείλη του, κι ο ίδιος το ήξερεκαλά αυτό. Έτσι, όταν νύχτωνε και η συσσωρευμένη κούραση όλης της ημέρας ευνοούσε τις περιπέτειες της σκέψης, μας συγκέντρωνεόλους γύρω από μια μεγάλη φωτιά για να μας μάθει καινούργιες λέξεις και όρους, για να δώσουμε στα χρώματα της ζούγκλας ένα δικό τους όνομα, ή για να να πλάσουμε με τη φαντασία μας τους μυθικούς, γιγάντιους συγγενείς των χιμπαντζήδων, τους άρχοντες εκείνου του βασιλείου, που ίσως να 'ταν η δική μας γη της επαγγελίας. βάλθηκε να μας μάθει πως το τρία είναι διαφορετικό απ' το τριακόσια, μολονότι, όταν δεν ήμασταν και πολύ σίγουροι, προτιμούσαμε να το βάζουμε στα πόδια και ν' αφήνουμε το μέτρημα στον άλλον. Κάπου κάπου άνοιγε ένα βιβλίο με θρύλους μυθικών ηρώων, όπως ο τίγρης της Κουάλα Λαμπούρ ή το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος. Ακόμη, μας εξηγούσε τον μυστηριώδη κύκλο των εποχών και το πώς η νύχτα διαδεχόταν την ημέρα και αντίστροφα. Αυτό που μας άρεσε, όμως, περισσότερο στις διηγήσεις του, ήταν που μας θύμιζε ανέκδοτα ή περιστατικά στα οποία είχαμε πρωταγωνιστήσει εμείς οι ίδιοι πριν από μερικές μέρες ή και μήνες. Γιατί, ντυμένα όλα αυτά με τις δικές τους λέξεις, έμοιαζαν με περιπέτειες μυθικών ηρώων. Κι αυτή η αίσθηση πως υπήρξαμε πρωταγωνιστές σε διάφορες ιστορίες που στο εξής, διατυπωμένες με τα λόγια τα δικά του, θα περιπλανιό νταν στο σύμπαν, μας γέμιζε με μια υπέροχη αισιοδοξία. Λες και μπορούσαμε ακόμη κι εμείς, οι χιμπαντζήδες, να ονειρευτούμε κάτι ανάλογο μ' αυτό που, καθώς λένε, απολαμβάνετε εσείς: την ονομαζόμενη «αιωνιότητα». Όλο αυτό το γιορτάζαμε με γέλια και χειροκροτήματα, φροντίζαμε όμως να μην το παρατραβάμε στον τζερτζελέ γιατί, τέτοια ώρα τη νύχτα, καθώς μας είχε εξηγήσει, τα υπόλοιπα ζώα είχαν το δικαίωμα να κοιμηθούν. Απ' τα παραπάνω, θα έχετε ήδη αντιληφθεί πόσο αντιφατικά ήσαν για μας τα διδάγματα του. Την ίδια στιγμή που μας άνοιγε το δρόμο σε κόσμους άγνωστους, όρθωνε εμπρός μας αόρατα κι απροσπέλαστα φράγματα. Έτσι, μαζί με τα μυστικά της φωτιάς, μας μάθαινε ότι απαγορευόταν να βάλουμε φωτιά στο δάσος, έστω κι αν ο απώτερος και ιερός σκοπός μας ήταν να ξεμπερδεύουμε μια και καλή απ' τους εχθρούς μας. Απ' τη μια ανακαλύπταμε τη δύναμη της πληροφόρησης κι απ' την άλλη μαθαίναμε πως δεν έπρεπε να λέμε ψέματα. Αυτό όμως που κανένας μας δεν μπορούσε ν' αντέξει, ήταν η απαγόρευση της διατάραξης της κοινής ησυχίας μετά τα μεσάνυχτα. Γιατί, όσο καλές προθέσεις κι αν είχε Εκείνος, σ' αυτό το σημείο θα έπρεπε να έχει προβλέψει ότι στην αλυσίδα της εξέλιξης των ειδών υπάρχουν ορισμένες παραβιάσεις που, στο τέλος, πληρώνονται πολύ ακριβά. Όπως και να 'χει πάντως, για μας δεν ήταν τόσο εύκολο ν' αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα σ' ένα λογικό επιχείρημα κι ένα παράλογο καπρίτσιο. Για παράδειγμα, χρειαστήκαμε τρεις ολόκληρες ημέρες για να καταλάβουμε για ποιο λόγο δεν ήταν σωστό να κατουράμε μέσα στο φαγητό των άλλων για να σπάσουμε πλάκα. Καθώς και άλλες τρεις για να αποδεχθούμε πως ένα καλά αυτορρυθμιζόμενο σύστημα καθιστά περιττό το πειθαρχικό δίκαιο. Σ' αυτό το τελευταίο μάλιστα, υπήρξανε πολλοί που σήκωσαν παντιέρα, κι αντί για τους δίκαιους κανόνες που μας υπαγόρευε Εκείνος, προτίμησαν να μπουν μπροστάρηδες στην υπεράσπιση των παλιών κι αρχέγονων ιεραρχικών δομών, εκείνων που αντιπροσώπευε για όλους μας ο νόμος του Χιμπαντζόμπατσου, τον οποίο, χωρίς καν να το 'χουμε αντιληφθεί,είχαμε καθαιρέσει κιόλας απ' το αξίωμα του αρχηγού. Ωστόσο, ενώ κάποιοι λίγοι καλούσαν σε αντίσταση, οι περισσότεροι απολαμβάναμε τον ιδιαίτερο μας παράδεισο. Όπως έχω ήδη πει,Εγώ ήμουν πολύ μικρός τότε. Οι αναμνήσεις από εκείνο το στάδιο της ζωής μου φτάνουν στο μυαλό μου θολές και μπερδεμένες και, σίγουρα, ανάμεικτες με όσα μου ανιστορούσε η Μητέρα την ίδια εκείνη περίοδο. Απ' αυτήν την άποψη, ίσως να μην είμαι πολύ αξιόπιστος μάρτυρας. Δεν θεωρώ, όμως, τον εαυτό μου υπεύθυνο γι' αυτό' αφήνω, λοιπόν, κατά μέρος τους ενδοιασμούς και προχωράω στην αφήγηση: Εκείνος με αγαπούσε σαν παιδί του. Έλεγε πως ήμουν σχεδόν άνθρωπος. Πως διέθετα, λέει, ένα ιδιαίτερο χάρισμα. Αυτές ακριβώς ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιούσε: «ένα ιδιαίτερο χάρισμα», αν και ποτέ δεν κατάλαβα τι άλλο προσπαθούσε να μου μεταδώσει μ' αυτόν τον τρόπο, εκτός απ' την αιτία που προκάλεσε —όπως θα εξηγήσω αργότερα— όλες τις μετέπειτα κακοτυχίες μου και την πρωτοφανή μου ιστορία.

ΡΟΥΜΠΙΟ ΜΑΝΟΥΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ