ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΣΑΛΛΥ ΜΑΡΑ

ΤΟ ΑΠΟΚΡΥΦΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΣΑΛΛΥ ΜΑΡΑ

Συγγραφέας: ΚΕΝΩ ΡΕΪΜΟΝ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 28/12/2002
ISBN: 978-960-7073-11-2
Σελίδες: 240

€16.22 €18.02

  Στο καλαθι βιβλια

Το ημερολόγιο μιας αφελούς, άπειρης, νεαρής, Ιρλανδής (ή Ιρλανδίδος, ή Ιρλανδέζας) σπουδάστριας της γαλλικής μετά (πεπειραμένου) διδασκάλου. Το βιβλίο θέτει απερίφραστα το θέμα του Σαλλυμαρισμού επί τάπητος και τον καθένα προ των ευθυνών του…

13 Ιανουαρίου «Πάει, τελείωσε. » Το πλοίο φεύγει, εξακοντίζοντας τον μονότονο καπνό του στην οθόνη του ουρανού. Σφυρίζει. Ασθμαίνει. Φεύγει. Και παίρνει μαζί του τον κύριο Πρελ, τον καθηγητή μου των γαλλικών. Ανεμίζω το μαντίλι μου, το μουσκεύω στα δάκρυα, πριν να το σφίξω, απόψε, ανάμεσα στα πόδια μου, πάνω στην καρδιά μου. Oh, God! Ποιος θα μάθει ποτέ τον καημό μου; Ποιος θα μάθει ποτέ πως αυτός ο κύριος Πρελ παίρνει μαζί του την ψυχή μου ολάκερη, η οποία είναι ασφαλώς αθάνατη; Ο Μισέλ—θέλω να πω, ο κύριος Πρελ δε μου 'κάνε ποτέ τίποτα. Ξέρω πως οι κύριοι της ηλικίας του κάνουν διάφορα πράγματα σε παλαβιάρες της δικής μου. Τι είδους πράγματα και γιατί; Το αγνοώ. Εγώ είμαι παρθένος, που σημαίνει ότι δεν έχω εξερευνηθεί ποτέ («γη παρθένος: γη που δεν έχει εξερευνηθεί ποτέ» γράφει το λεξικό μου). Ο κύριος Πρελ δε μ' ακούμπησε ποτέ. Ποτέ. Το πολύ πολύ, καμιά φορά, έβαζε το χέρι του πάνω στο δικό μου. Κι άλλοτε πάλι, το χέρι του γλιστρούσε κατά μήκος της πλάτης μου, για να κάνει ένα ελαφρό πατ-πατ στον ποπό μου. Απλές χειρονομίες ευγενείας. Μου 'μαθέ γαλλικά. Με επιμονή! Και δε μου τα 'μαθέ και πολύ άσχημα, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι, προς τιμήν του, εις ανάμνησιν της αναχώρησης του θέλω να πω, πρόκειται να ξεκινήσω από τούδε, από σήμερα, από τώρα, να γράφω το ημερολόγιο μου στη μητρική του γλώσσα. Αυτά θα είναι τα γαλλικά γραπτά μου. Όσο για τα άλλα, τα αγγλικά, ποιος τα γαμεί... «Το γαμώ» μου έλεγε, «είναι μια απ' τις πιο ωραίες λέξεις της γαλλικής γλώσσας. Σημαίνει: σπρώχνω, πετάω, αλλά με περισσότερο πάθος. Λέμε, ας πούμε, για παράδειγμα — επαναλαμβάνω εδώ τα διδάγματα του, και τι γαργαλιστική ηδονή αισθάνομαι όταν επαναλαμβάνω τα διδάγματα του, μια γλυκιά θαλπωρή πλημμυρίζει τον θωρακικό κλωβό μου, από την ωμοπλατιαία πλάκα μου ως το νεανικό μου στήθος που δεν είναι (πλάκα) —, λέμε λοιπόν για παράδειγμα: "Πήγε και τα 'σπρώξε κανονικά στον ιππόδρομο" ή "Της πέταξε τα μάτια έξω." Του άρεσε πολύ του κυρίου Πρελ να μου μαθαίνει όλες τις λεπταίσθητες αποχρώσεις της γαλλικής γλώσσας, κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον αποφάσισα, για να του πετάξω κι εγώ τα μάτια έξω, να συνεχίσω το απόκρυφο ημερολόγιο μου στο γενέθλιο ιδίωμα του. Αυτό λοιπόν το ημερολόγιο το γράφω από όταν ήμουν δέκα χρονών. Η μαμά μου έλεγε: «Πολύ ωραία απασχόληση για κοπέλες· βοηθάει στην ηθική τους διαπαιδαγώγηση, στην τελειοποίηση τους, και, στο φινάλε φινάλε, πετάει και τα μάτια έξω στους παπάδες που τις θέλουν καλόγριες ώσπου να πεθάνουν». Εγώ δεν συμφωνώ μ' αυτό. Όχι πως έχω τίποτα με τις αδελφές του ελέους, αλλά υπάρχουν άλλα πράγματα που μπορεί να κάνει επί της γης ένα πρόσωπο θήλεος φύλου. Σ' αυτό συμφωνώ απόλυτα με τον Μισέλ, τον αγαπημένο μου καθηγητή των γαλλικών — αχ και να 'ξερέ πώς έλεγα και ξανάλεγα τ' όνομα του όλη τη νύχτα, μέχρι που μ' έπιαναν ρίγη. Είναι περίεργο, αλλά καμιά φορά, τη νύχτα, όταν τον σκέφτομαι, παθαίνω κάτι κρίσεις. Μετά, κοιμάμαι σαν πουλάκι. Μάλιστα. Έφυγε. Πάνω στο πλοίο του και, ταυτοχρόνως, πάνω στον Πορθμό Σαιντ Τζωρτζ. Και τι δεν του χρωστώ... Το ότι μπορώ να γράψω στα γαλλικά το απόκρυφο ημερολόγιο μου, πρώτον, το ότι έχω μια καρδιά λιώμα, δεύτερον, και τα προαναφερθέντα ρίγη, τρίτον. Κι εκεί που ένιωθα τόσο μόνη στην άκρη της προκυμαίας, πήρα με κάθε επισημότητα δυο αποφάσεις την σήμερον ημέραν, ενόσω η σελήνη των νυκτών μετεωριζόταν σεληνιακώς ακίνητη κάτω από ασέληνους ουράνιους θόλους, καταυγάζοντας με τη σεληνιακή της ωχρότητα το πλοίο πάνω στο οποίο ο Μισέλ κατευθυνόταν καμαρωτός προς το πανεπιστημιακό και διόλου ιρλανδικό του μέλλον. Πήρα λοιπόν τη διπλή απόφαση, άνω κάτω τελεία, κατ' αρχάς, νούμερο ένα, να συντάξω το ημερολόγιο μου όχι πια στα αγγλικά, γλώσσα νησιωτών ναυτικών (δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο το να ζεις σ' ένα νησί και να 'σαι ναυτικός), αλλά στα γαλλικά, τη γλώσσα δηλαδή των Γάλλων, που ζουν ενίοτε και πάνω σε βουνά, ακόμα και εν μέσω πεδιάδων εν συνεχεία, νούμερο δύο, να γράψω ένα μυθιστόρημα. Αλλά ένα μυθιστόρημα κάπως τέλειο, κάπως που να μη φαίνεται ότι έχει γραφτεί από μιαν ανεξερεύνητη κοπέλα, και, σαν να μην έφτανε αυτό, στα ιρλανδικά παρακαλώ, γλώσσα την οποίαν αγνοώ, θα χρειαστεί λοιπόν να τα μάθω. Και γιατί θέλω να τα μάθω; Για να μοιάσω στον κύριο Πρελ. Ο κύριος Πρελ είναι γλωσσολόγος: ξέρει ένα σωρό γλώσσες. Δεν πάει πολύς καιρός που πήρε μαθήματα λαζικών και τρανσυλβανικών από τον Κο Ντυ-μεζίλ. Και τα ιρλανδικά τα έμαθε εν ριπή οφθαλμού: η διαμονή του στο Δουβλίνο διαπέρασε σαν αστραπή το μυοκάρδιο μου. Είχε όμως αδυναμία στα γαλλικά. Και τι καλός καθηγητής που ήταν! Η απόδειξη; Ότι αυτή τη στιγμή γράφω τις εκμυστηρεύσεις μου σ' αυτή τη γλώσσα, με άνεση και ευχέρεια. Κι αν καμιά φορά μου διαφεύγει κάποια λέξη, δεν κάθομαι να το ψειρίσω: συνεχίζω ακάθεκτη. Και να λοιπόν που έφευγε. Ο αέρας πήρε να φυσάει στο λιμάνι, κι η καταβόθρα η καταχνιά κατάπιε το καράβι. Έμεινα λίγο ακόμα να κοιτάζω τις κυματώσεις του Πορθμού Σαιντ Τζωρτζ, τη γρανιτώδη ευθυγραμμία της αποβάθρας, τους κά- βους και τα τεντωμένα παλαμάρια — να μια από τις πρώτες λέξεις που μου 'μαθέ ο κύριος Πρελ, εξαιτίας της σκανδιναβικής ετυμολογίας της. Σάμπως και το πράσινο νησί μας, δεν κατακτήθηκε απ' τους Βίκινγκ; Ο κύριος Πρελ έφυγε. Ο αέρας άρχισε να φυσάει με ενεργητικότητα. Έκανα στροφή και πήρα το δρόμο για το τραμ. Βάδιζα κατά μήκος της αποβάθρας. Κι άλλοι άνθρωποι — σκιώδεις — έκαναν το ίδιο, αφού είχαν ολοκληρώσει τις δουλειές τους ή τους αποχαιρετισμούς τους. Η πυκνή νύχτα αναδευόταν από μια πραγματική ανεμοθύελλα. ʼκουσα γι' άλλη μια φορά τη σειρήνα του βαποριού. Για να φτάσω στο τέρμα του τραμ, έπρεπε να διασχίσω μια μικρή πεζογέφυρα πάνω από ένα κανάλι. Στην απέναντι όχθη, ένα όχημα με αναμμένα τα φώτα του έκανε μανούβρες. Με την καρδιά γεμάτη αναμνήσεις απ' τον κύριο Πρελ, έπιασα να διασχίζω τη μικρή πεζογέφυρα, αλλά στη μέση της διαδρομής αναγκάστηκα ν' ακινητοποιηθώ. Νόμιζα πως ο αέρας θα με σήκωνε ψηλά και θα με πέταγε εκεί κάτω, στη δεξαμενή, στο κέντρο μιας πετρελαιοκηλίδας που ιρίδιζε στο σεληνόφως. Γραπώθηκα απ' την κουπαστή και προσπάθησα μηχανικά με τ' άλλο μου χέρι να βρω ένα δεύτερο στήριγμα. Τότε, ξαφνικά, ένιωσα πίσω μου την παρουσία ενός κυρίου. Κατάλαβα αμέσως ότι επρόκειτο για έναν gentleman: ούτε γυναίκα ούτε κάνας ναύτης. Κι άκουσα μια γλυκιά κι ευγενική φωνή να βυθίζει στον ακουστικό μου σωλήνα αυτά τα παρήγορα λόγια: «Κρατηθείτε από τη μπάρα, δεσποινίς». Και πράγματι, την ίδια στιγμή, ένιωσα στο ελεύθερο χέρι μου ένα αντικείμενο που είχε ταυτόχρονα την ακαμψία μιας σιδερένιας μπάρας και τη γλυκύτητα του βελούδου. Το άδραξα σπασμωδικά και, χωρίς να πάψω να εκπλήττομαι που αυτή η μπάρα παρέμενε χλιαρή παρά το γεγονός ότι ο βοριάς εξακολουθούσε να φυσάει κατά τρόπο χειμέριο, κατάφερα με τη βοή- θεια της να φτάσω σώα και αβλαβής στην άλλη όχθη. Ο αξιαγάπητος gentleman που μ' είχε συνοδεύσει κατ' αυτό τον τρόπο, συμμάζεψε το μπουφάν του (μπορεί και να 'ταν παρντεσού ή τζάκετ — μες στο σκοτάδι, δεν μπορούσα να διακρίνω — κι εξάλλου, είχα χαμηλωμένα τα μάτια από συστολή). Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπο του, και το μόνο που διέκρινα να διαγράφεται πάνω στο ανισοϋψές πλακόστρωτο της αποβάθρας, ήταν η σκιά του μπουφάν (ή του τζάκετ) (ή του παρντεσού) του, η οποία, ενώ στην αρχή έδειχνε εξογκωμένη, έπαιρνε σιγά σιγά και περιέργως ένα σχήμα πιο ευθύγραμμο ή, έστω, ελαφρώς κυματιστό. Είχαμε μείνει σιωπηλοί' παρ' όλο που ήξερα καλά πως δεν είναι σωστό ν' απευθύνεις το λόγο σ' έναν κύριο στον οποίο δε σ' έχουν συστήσει, είπα, με όλη τη γλυκύτητα για την οποία είμαι ικανή: «Σας ευχαριστώ, κύριε». Εκείνος όμως δεν απάντησε και έφυγε. Και ξανά μόνη, ξανά το λιμάνι, η νύχτα, οι σειρήνες. Το τραμ είχε τελειώσει τη μανούβρα του κι ετοιμαζόταν να την κοπανήσει. Έτρεξα να το προλάβω. Σωριάστηκα λαχανιασμένη σ' ένα κάθισμα. Οι μόνοι άλλοι επιβάτες ήταν δύο νυσταλέοι λιμενεργάτες κι ένας νεαρός, που τον είχα δει να συνοδεύει μια γηραιά κυρία (μητέρα του;) στο βαπόρι. Φαίνεται πως χαμογελούσα ακαθορίστως, γιατί εκείνος έγινε παπαρούνα κι έκανε πως διάβαζε εφημερίδα: τα χέρια του έτρεμαν ελαφρώς. Το τραμ ξεκίνησε. Πλήρωσα το εισιτήριο μου και απορροφήθηκα στις σκέψεις μου. Ω ταραχή γλυκιά μιας κοριτσίστικης καρδιάς, ω χαρΐεντα ρίγη της άνοιξης μιας ευαισθησίας, ω πάναγνες περιέργειες μιας παρθενίας εις το άνθος της! Μια ευχάριστη έξαψη με κυρίευε ολόκληρη, και δεν ήξερα από πού να φυλαχτώ. Χιλιάδες ιδέες πάλευαν κάτω απ' την κόμη μου (που είν' όμορφη... λίγο καστανή... δηλαδή, βαθυκάστανη... σκούρα καστανή, για να είμαστε ακριβείς), και μια γλυκιά θαλπωρή ανεβοκατέβαινε στην πλάτη μου, μέσα στο ασανσέρ της σπονδυλικής μου στήλης, από το ισόγειο του πισινού μου ως τον έκτο όροφο της γέφυρας του εγκεφάλου μου. Λέω «έκτο», παρ' όλο που στο Δουβλίνο τα κτίρια σπανίως ξεπερνούν τους τέσσερις ορόφους, γιατί είμαι αρκετά ψηλή, όπως και να το κάνουμε. Αντιλαμβάνομαι, όμως, ότι δε συστήθηκα ακόμα κι ότι το ειδικό τετράδιο μου απόκρυφου ημερολογίου ανυπομονεί να γνωρίσει καλύτερα το πρόσωπο που σκαλίζει στις σελίδες του. Ε λοιπόν ιδού, αγαπητέ μου έμπιστε: ονομάζομαι Μάρα, το μικρό μου Σάλλυ. Ήρθα στην περίοδο μου όταν ήμουν δεκατρία και μισό, λίγο καθυστερημένα ίσως, οφείλω όμως να ομολογήσω ότι σ' αυτό το θέμα είμαι ρολόι κανονικό. Δεν έχω πια πατέρα: πριν από δέκα χρόνια, βγήκε ν' αγοράσει ένα κουτί σπίρτα και δεν ξαναγύρισε ποτέ· δεν ήταν εθνικιστής, αλλά δεν το 'λέγε σε κανέναν. Ήμουν οχτώ χρονών τότε. Τα θυμάμαι όλα σαν να 'ταν τώρα. Ο πατέρας φορούσε τις παντόφλες του και τη ρομπ-ντε-σαμπρ του με τα κίτρινα και βιολετιά καρό της. Διάβαζε εφημερίδα και κάπνιζε την πίπα του. Είχε κερδίσει στο Σουηπστέικ κι είχε δώσει όλα του τα κέρδη στη μαμά. Η μαμά, έτσι, ξαφνικά, είπε κάποια στιγμή: «Κοίτα να δεις που μας τέλειωσαν τα σπίρτα!» «Πάω ν' αγοράσω κάνα κουτί» είπε ατάραχος ο μπαμπάς, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Έτσι θα βγεις;» ρώτησε ήρεμα η μαμά. «Ναι» απάντησε ατάραχος ο μπαμπάς. Αυτή ήταν κι η τελευταία λέξη που τον άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ πια. Ο μπαμπάς μου τις έβρεχε τακτικά στον πισινό, δυο φορές τη μέρα, για να διατρανώσει, όπως έλεγε, το ότι είχε ενστερνιστεί τις παιδαγωγικές μεθόδους που συνιστούσε το στέμμα της Αγγλίας. Η μητέρα μου, με τη μικρή προσωπική της περιουσία και το ποσό του Σουηπστέικ, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μας δώσει μια σωστή μόρφωση, σε μένα, την αδελφή μου και τον αδελφό μου· εγώ, προσωπικά, δεν κάνω τίποτα, θα μπορούσα όμως να είμαι φοιτήτρια, αν ήθελα. Η αδελφή μου, που είναι δυο χρόνια μικρότερη μου, θέλει να γίνει ταχυδρομική υπάλληλος: της έχει μπει να θέλει να κερδίζει η ίδια το ψωμί της και να είναι ανεξάρτητη. Σκοτώνεται στο διάβασμα της Γεωγραφίας, για να μπορέσει να τα καταφέρει μια μέρα. Ο Τζόελ, ο αδελφός μου, ο πρωτότοκος, αυτός τα πάει πολύ καλά με το πιοτό, κυρίως με το ουίσκι και τη μπίρα Guinness, που εδώ την έχουμε με τη σέσουλα. Επίσης, του αρέσει πολύ το Ricard. Δεν το βρίσκεις όμως εύκολα. Ο κύριος Πρελ του είχε φέρει ένα μπουκάλι. Τι γέλια που κάναμε εκείνη τη μέρα! Το αδειάσαμε σ' ένα βράδυ. Εμένα μ' αρέσουν οι ρέγκες με τζεντζεφίλι, το βραστό πράσο και τα rollmops. Έχω ύψος 1.68 και ζυγίζω 63 κιλά. Το στήθος μου είναι 88 εκ., η μέση 65 και η περιφέρεια 92. Φοράω πολύ κοντές φούστες, βρακιά, παπούτσια χωρίς τακούνι. Πολύ κοντά είναι και τα μαλλιά μου, και δε βάζω ούτε κοκκινάδια ούτε πούδρες. Ανήκω επίσης σ' έναν αθλητικό σύλλογο. Τρέχω τα 100 μ. σε 10 δεύτερα και 2εκ. Πηδάω εις ύψος 1μ.11εκ και ρίχνω σφαίρα στα 14μ. 38εκ. Αυτό τον καιρό, όμως, τον αθλητισμό τον έχω κάπως παραμελήσει. Μ' αρέσει να σταυρώνω τα πόδια· είναι κάτι που το θεωρώ ταυτόχρονα σεμνό και καθωσπρέπει, κάτι για το οποίο θα συμφωνούσε σίγουρα εκείνος ο νεαρός στο τραμ, γιατί κάθε τρεις και λίγο χαμήλωνε λίγο την εφημερίδα του, σήκωνε το πρόσωπο του για να εκτοξεύσει ένα βλέμμα, κι ύστερα τ' άφηνε να του ξαναπέσει (το πρόσωπο). Εμένα όμως το μυαλό μου έτρεχε σ' εκείνον που τώρα αρμένιζε στα κύματα του Πορθμού Σαιντ Τζωρτζ. Φτάσαμε στην πόλη. Κι εμείς — ο νεαρός κι εγώ —, ασφαλώς κατά τύχην, σηκωθήκαμε την ίδια στιγμή, για να κατεβούμε στην ίδια στάση. Δεν τον είχα ξαναδεί στη γειτονιά. Αντιλήφθηκα ότι τα πόδια του έτρεμαν. Για μια στιγμή αναρωτή- θηκα μήπως επρόκειτο για τον ίδιο αξιαγάπητο κύριο που με είχε βοηθήσει να περάσω την πεζογέφυρα. Αλλά όχι, αυτό ήταν αδύνατον ο νεαρός ήταν ήδη καθισμένος όταν εγώ ανέβηκα στο τραμ, κι ο ιπποτικός gentleman είχε φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ενώ το τραμ κλυδωνιζόταν, ο νεαρός στάθηκε στο μαρσπιέ, για να κατέβει πριν ακινητοποιηθεί εντελώς το όχημα. Φοβήθηκα για λογαριασμό του, και παραλίγο να του φωνάξω: «Κρατηθείτε από τη μπάρα, κύριε!», ήδη όμως είχε πηδήξει, τρέξει και εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα. Αντ' αυτού, κρατήθηκα εγώ από τη μπάρα και τη βρήκα υγρή και παγωμένη, χωρίς τίποτα από τη γλυκύτητα, τη θαλπωρή ή τη δύναμη της περί ης ο λόγος προηγουμένως. Όταν έφτασα σπίτι, βρήκα τη Μαίρη ν'αποστηθίζει τις επαρχίες όλων των Νομών της Γαλλίας, πάντα για τις εισιτήριες εξετάσεις της στα Ταχυδρομεία. Ο Τζόελ, μ' ένα μάτι χαύνο κι ένα ύφος απροσδιόριστο, ήταν καθισμένος, ακίνητος και αμίλητος, μπροστά σ' εφτά μπουκάλια μπίρας Guinness, πέντε κενά και δύο προς κένωσιν. Μόλις με είδε, κάγχασε. Νόμιζε πως ήμουν στενοχωρημένη λόγω της αναχώρησης του κυρίου Πρελ. Η μαμά κουβέντιασε αρκετή ώρα με τη Mrs. Κιλλάρνυ· θέμα τους: ο κύριος Πρελ. Ο Τζόελ έβγαζε πού και πού έναν ηλίθιο λόξιγκα. Εγώ όμως χαμογελούσα. Η Μαίρη το πρόσεξε. Μετά το δείπνο, προσπάθησε να με κάνει να μιλήσω, αλλά εγώ δεν πιάνομαι εύκολα κορόιδο: της διηγήθηκα με κάθε λεπτομέρεια τα της μπάρας και δεν της είπα σχεδόν τίποτα για τον κύριο Πρελ.

ΚΕΝΩ ΡΕΪΜΟΝ