Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

Ο ΚΛΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

Συγγραφέας: ΛΕ ΤΕΛΙΕ ΕΡΒΕ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 03/01/1997
ISBN: 960-7073-57-6
Σελίδες: 186

€13.36 €14.84

  Στο καλαθι βιβλια

Ένας δημοσιογράφος δημοσιεύει συνταγές για ζυμαρικά υπογράφοντας με ψευδώνυμο. Δέχεται μια επιστολή από έναν συνονόματό του αναγνώστη. Του απαντά πάντα με ψευδώνυμο. Σε λίγο, κι άλλος συνονόματος του γράφει. Συνονόματοι (ή ψευδώνυμοι) οι αναγνώστες πληθαίνουν και αρχίζει μια ανεπανάληπτη σύγχυση ταυτοτήτων.

Το άρωμα του πρώτου μαθήματος (χρονογράφημα που δημοσιεύτηκε στις../../ ., στη γαστρονομική σελίδα του εβδομαδιαίου γαλλικού περιοδικού «...»). Την πρώτη φορά τη θυμάμαι σαν τώρα. Η μαμά χτύπησε την πόρτα — τρεις φορές. ʼνοιξε μια νόστιμη μελαχρινή κυρία, λίγο πιο νέα απ' τη μαμά, και η μαμά είπε: «Συγγνώμη, Σουζάνα, αλλά βιάζομαι. Τζιοβάνι, από δω η κυρία Καπέλα. Είναι η κυρία που θα σε κρατάει κάθε Τρίτη βράδυ». Κούνησα το κεφάλι, και η κυρία Καπέλα γέλασε και μου ανακάτεψε τα μαλλιά. Κοκκίνισα, και η μαμά μ' αγκάλιασε: «Δε θ' αργήσω. Να 'σαι καλό παιδί». Η πόρτα έκλεισε πίσω της, και η κυρία γονάτισε και με κοίταξε με τα μεγάλα μαύρα μάτια της: «θα με λες Σουζάνα — εντάξει;» Σαν πέπλο με τύλιξε το άρωμα της — ένα άρωμα που, ακόμα και σήμερα, μου συμβαίνει καμιά φορά να το μυρίζω στο τραμ, χωρίς να μπορώ να πω ποια απ' όλες τις γυναίκες γύρω μου το φοράει. Η Σουζάνα με πήρε από το χέρι και με πήγε στην κατάλευκη κουζίνα. Με τύφλωσε η αντηλιά, κι έκλεισα τα μάτια. «Έχω να μαγειρέψω. Τι λες... φτιάχνουμε φουζίλι με μοτσαρέλα;» Πριν προλάβω ν' απαντήσω (δεν ήξερα, άλλωστε, και τι να πω), η Σουζάνα μου έδωσε το τυρί κι ένα μεγάλο μαχαίρι: «Κόψ' το μικρά μικρά κομμάτια. Όταν βράσουν τα ζυμαρικά, θα ρίξουμε το τυρί και θα τ' ανακατέψουμε, κι έτσι θα τα 'χουμε όλα έτοιμα πριν γυρίσουν οι άντρες». Σήκωσα τα μανίκια μου κι έκοψα πολύ προσεκτικά τη μοτσαρέλα σε στενόμακρες φέτες. Εκείνη έριξε τα φουζίλι σ' έναν μεγάλο τέντζερη όπου έβραζε το νερό. «Πρώτο μάθημα, Τζιοβάνι μου: τα ζυμαρικά, για να 'ναι ευτυχισμένα, πρέπει να βράζουν σε πολύ νερό, τουλάχιστον ένα λίτρο για κάθε εκατό γραμμάρια ζυμαρικά, κι αλατισμένο. Προσθέτεις αναλόγως μισή κουταλιά λάδι και μισή κουταλιά αλάτι, κι ανακατεύεις κάθε τόσο. Δοκιμάζεις, κι όταν τα ζυμαρικά είναι al dente (τα νιώθεις, δηλαδή, στα δόντια σου), τα σουρώνεις. Capisci?» Έκανα «ναι» με το κεφάλι, κι εκείνη συνέχισε: «Και ν' αφήνεις πάντα λίγο νερό, για να μην κολλήσουν. Δε θα το ξεχάσεις αυτό που σου λέω, ε;» Έκανα όχι με το κεφάλι, κι η Σουζάνα χαμογέλασε και, σκύβοντας πάνω μου, μ' έσφιξε στην αγκαλιά της: «Molto bene». Έκλεισα τα μάτια για να βυθιστώ καλύτερα στο άρωμα της, και σκέφτηκα, σχεδόν μεγαλόφωνα: «Όχι· δε θα το ξεχάσω ποτέ». Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο Φλωρεντία,../'../ Αγαπητέ Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο, Alea jacta est: έχεις μόλις σκίσει τον μπλε αεροπορικό φάκελο και βυθίζεσαι στη θολότητα της επιστολής μου. Κι αμέσως αμέσως, για να κεντρίσω ακόμα περισσότερο την περιέργεια σου, ορίστε ένας γρίφος: δε γνωριζόμαστε, αλλά ούτε σου είμαι άγνωστος. Είναι τέσσερις το απόγευμα, και σου γράφω από μια σοφίτα. Η σοφίτα βλέπει σε μια στενή, δροσερή και σκιερή αυλή· στο βάθος, ένας φαιόχρωμος ορίζοντας από κεραμίδια και τσίγκους — κι όλα αυτά, κάτω απ' το φως ενός γαλάζιου και σχεδόν ανέφελου ουρανού: του ουρανού μιας ωραίας φθινοπωρινής μέρας στη Φλωρεντία. Ανάμεσα σε δύο ηλιόλουστα κτίρια, διακρίνω μια γωνίτσα της οδού Σαν Πιέτρο. Σήμερα, δεν είναι πια παρά ένα μακρόστενο κομμάτι βρόμικη άσφαλτος, όπου η σκόνη στροβιλίζεται στο φως του ήλιου. Πήρα κι εγώ την καλύτερη πένα μου, έσκισα ένα φύλλο από ένα παλιό, σπιράλ σχολικό τετράδιο, και ecco. Χτες βράδυ, για να καταλάβεις, δείπνησα αργά, μ' ένα φίλο, στο μπαλκόνι του διαμερίσματος του που βλέπει όλη τη Φλωρεντία: φουζίλι αλά Πάολο, ένα παγωμένο Valpolicella... μα δεν υπάρχει λόγος να σ' τα λέω όλα αυτά, φεύγω από το θέμα. Καθώς η νύχτα τύλιγε την πόλη, έφερα στην κουβέντα το άρωμα των γυναικών, αυτή την ευωδιά του παρελθόντος μας που μένει μέσα μας για πάντα. Και σήμερα, στο δρόμο, πέφτω πάνω στον ίδιο φίλο, που μου δίνει, γελώντας, το παριζιάνικο περιοδικό σου. Εκεί μέσα, στη «γαστρονομική σελίδα», ανακαλύπτω τη συνταγή σου για φουζίλι με μοτσαρέλα. Στην αρχή, επειδή κι εσύ στο κείμενο σου αναφέρεσαι στο εξαίσιο βάθος που ενυπάρχει στο τυχαίο κάποιων συναντήσεων, νόμισα πως ο φίλος μου γελούσε γι' αυτήν ακριβώς τη σύμπτωση. Όμως, όχι: γελούσε για κάτι άλλο, για μια λεπτομέρεια, για την ίδια αυτή λεπτομέρεια που μου δίνει το δικαίωμα να σου γράψω. Εξ άλλου, επίτρεψέ μου να σου μιλάω στον ενικό (πάλι καλά που θυμήθηκα να σου ζητήσω την άδεια...) και να σε αποκαλώ Τζιοβάνι — ψευδώνυμο, το δίχως άλλο. Διάβασα, λοιπόν, τη συνταγή σου κι έμεινα άναυδος: το ύφος σου θυμίζει τόσο πολύ το δικό μου όταν γράφω κι εγώ στα γαλλικά! Σε φαντάστηκα να ξαναδιαβάζεις το τελειωμένο άρθρο. Δεν αναγνώρισες στις λέξεις σου αυτό που θα 'θελες να διαβάσεις, αλλά σε πίεζε ο χρόνος — μπορεί και η κόπωση. Αχ, αυτά τα κείμενα-παραγγελίες... Οπότε, τα παράτησες μ' έναν αναστεναγμό κι αποφάσισες να μην πειράξεις τίποτα. Όπως είπε κάποιος, ακόμα και τον Όμηρο τον πιάνει καμιά φορά ο ύπνος... Θα 'χουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε μια άλλη φορά για τα ημιτελή δημιουργήματα, αυτές τις φανταστικές οντότητες που περιμένουν να τους εμφυσήσει κανείς αληθινή ζωή. Αυτή τη στιγμή, θα πρέπει να λες από μέσα σου: τι παράξενο γράμμα! Και ιδού η εξήγηση: το όνομα που αναγράφει το διαβατήριο μου, είναι Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο. Δεν ξέρω πώς σου 'ρθε και διάλεξες αυτό το ψευδώνυμο. Πάντως, το «Ντ' Αρέτσο» έχει αφ' εαυτού μια ευγένεια, που σε κάνει να ξεχνάς εύκολα την κοινοτοπία του «Τζιοβάνι», ενώ και τα δυο μαζί παρουσιάζουν, φαντάζομαι, όση ιταλικότητα χρειάζεται για να δημιουργηθεί ο εξωτισμός και η απόσταση. Εγώ, πάντως, που ζω μαζί του εκ γενετής, δεν έχω κανένα παράπονο. Σ' αφήνω εδώ, μετά λύπης μου. Περιμένω με ανυπομονησία τη δεύτερη συνταγή και θα παρακολουθώ από κοντά τις προόδους σου. Εξ άλλου, μπορείς να ενημερώσεις τον αρχισυντάκτη σου ότι, χάρη σ' αυτή την ονοματική σύμπτωση, το περιοδικό σας εξασφάλισε μια συνδρομή από το εξωτερικό. Τζιοβάνι ντ' Αρέτσο

ΛΕ ΤΕΛΙΕ ΕΡΒΕ