ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ

ΑΥΤΑ ΔΕΝ ΛΕΓΟΝΤΑΙ

Συγγραφέας: ΠΑΛΟΜΑΣ ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ
Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΚΟΛΦΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόθηκε: 18/07/2025
ISBN: 978-618-5400-48-4
Σελίδες: 328

€15.26 €16.96

Μια σπαρακτική εξομολόγηση από τον συγγραφέα του
πολυδιαβασμένου μυθιστορήματος «Ένας γιος».
Η αφήγηση ενός κακοποιημένου παιδιού.

«Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης δημοσιοποίησα ότι μεταξύ οκτώ και εννέα ετών έπεσα θύμα επανειλημμένων κακοποιήσεων και σεξουαλικών επιθέσεων από έναν κληρικό, εκπαιδευτικό στο σχολείο Λα Σάγιε. Την επομένη, ορισμένες εγχώριες εφημερίδες αναπαρήγαγαν την είδηση, κι έτσι ξεκίνησε ένα ξέφρενο παραλήρημα στα μέσα ενημέρωσης, όπου ήμουν το επίκεντρο και ο πρωταγωνιστής: δελτία ειδήσεων, περιοδικά, ραδιόφωνα, ξένα μέσα…»
 
«Μ’ έχουν ρωτήσει αν κρατάω κακία στον άνθρωπο που κατέστρεψε την παιδική μου ηλικία, και είναι πολλοί αυτοί  που φαίνεται να έχουν εκπλαγεί με την απάντησή μου. Όχι, δεν του κρατάω κακία, αυτή είναι η αλήθεια, ίσως επειδή το βλέμμα μου είναι ακόμη αποκλειστικά στραμμένο στον εαυτό μου. Προς το παρόν, με ανησυχεί το παιδί κι ό,τι κρατάω απ’ αυτό μέσα μου. Δεν υπάρχει χώρος στον άνθρωπο που είμαι τώρα για να τον αφιερώσω στον δήμιο και σ’ εκείνους που τον συγκάλυψαν. Αυτό θα έπρεπε να είναι έργο όσων φτιάχνουν και εφαρμόζουν τους νόμους. Αλλά θέλω να είμαι ειλικρινής και οφείλω να ομολογήσω ότι, αν υπάρχει κάτι που δε θα μπορέσω ποτέ να συγχωρήσω στον Αδελφό και στο σχολείο που ακρωτηρίασε την παιδική μου ηλικία, είναι το τραύμα που προκάλεσαν στη μητέρα μου. Το δικό μου κατάφερα να το επεξεργαστώ, να το βιώσω και να το φιλτράρω όσο καλύτερα μπορούσα. Το τραύμα, όμως, πάνω στη μητέρα μου δεν το συγχωρώ.»
 

 

  Στο καλαθι βιβλια




Πριν αρχίσω…


Στις 26 Ιανουαρίου 2022, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης στην εκπομπή «Ώρα 25» του ραδιοφωνικού σταθμού SER, δημοσιοποίησα ότι μεταξύ οκτώ και εννέα ετών έπεσα θύμα επανειλημμένων κακοποιήσεων και σεξουαλικών επιθέσεων από έναν κληρικό, εκπαιδευτικό στο σχολείο Λα Σάγιε του Πρεμιά, τον οποίο, κατόπιν υπόδειξης της δικηγόρου μου, αποκάλεσα τότε «αδελφό Λ.». Την επομένη, ορισμένες εγχώριες εφημερίδες αναπαρήγαγαν την είδηση, κι έτσι ξεκίνησε ένα ξέφρενο παραλήρημα στα μέσα ενημέρωσης, όπου ήμουν το επίκεντρο και ο πρωταγωνιστής: δελτία ειδήσεων, περιοδικά, ραδιόφωνα, ξένα μέσα… και η πολιτική. Μερικές μέρες αργότερα, συναντήθηκα με τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης στη Μονκλόα για να συζητήσω μαζί του κατ’ ιδίαν σχετικά με τα μέτρα που το κόμμα του σκόπευε να παρουσιάσει στο κοινοβούλιο με στόχο την εξάλειψη της μάστιγας των κακοποιήσεων ανηλίκων από μέλη της καθολικής εκκλησίας. 
Από εκείνη την ημέρα μέχρι σήμερα έχει περάσει καιρός. δεν ξέρω αν είναι πολύς ή λίγος ούτε αν είναι αρκετός. Η μοναδική βεβαιότητα που με συντροφεύει τώρα, είναι ότι αυτούς τους μήνες έχω ζήσει τόσα πράγματα —τα περισσότερα, ανακουφιστικά. άλλα, πολύ επώδυνα— που έκαναν κατά κάποιον τρόπο τον κόσμο μου ν’ αλλάξει για πάντα. Και ίσως άλλαξα κι εγώ, παρόλο που υποθέτω ότι είναι πολύ νωρίς για να το μάθω. Αν αυτή τη στιγμή, εδώ, μπροστά σ’ αυτές τις σελίδες, κάποιος με ρωτούσε γιατί το έκανα —εκείνο το πρωινό του Ιανουαρίου σηκώθηκα απ’ το τραπέζι έχοντας διαβάσει στην εφημερίδα ότι η διοίκηση του Λα Σάγιε δεν σκόπευε να δώσει σημασία στις σεξουαλικές κακοποιήσεις που είχαν διαπράξει τα μέλη της, παρά τον αριθμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του τάγματος για τα οποία υπήρχαν και υπάρχουν καταγγελίες για παιδεραστία— αν, λοιπόν, με ρωτούσαν για ποιο λόγο αποφάσισα να πω όσα μόνο η οικογένειά μου γνώριζε, δε θα μπορούσα ν’ απαντήσω. 
Γιατί το έκανα;
Δεν έπαψα ν’ αναρωτιέμαι ούτε μια μέρα όλους αυτούς τους μήνες. Τι συνέβη; Τι ήταν αυτό που είδα; Ποια χορδή άγγιξε εκείνος ο τίτλος που δεν είχαν αγγίξει τόσοι άλλοι νωρίτερα — κάποιοι, μάλιστα, πιο προσβλητικοί και προκλητικοί; Τι «διάβασα»; Τι με πόνεσε; 
Είπα ψέματα. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δημόσια δήλωσή μου, είπα ψέματα όταν αναζήτησα απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση. Είπα ψέματα επειδή δεν είχα υπολογίσει σωστά, γιατί έτσι γίνεται όταν αντιδρούμε ενστικτωδώς, πληγωμένοι ή τσακισμένοι από παλιά, στερώντας απ’ τον εαυτό μας τα πέντε λεπτά που είναι απαραίτητα για να βρούμε τι αρμόζει σ’ εμάς. Είπα ψέματα επειδή είχα πέσει έξω στους υπολογισμούς μου και δεν έβρισκα απάντηση σε μια ερώτηση που δεν είχα προβλέψει. Από εκείνο το πρωί του Ιανουαρίου που αποφάσισα να μιλήσω και βούλιαξα στη δίνη των μέσων ενημέρωσης που παραλίγο να με ρουφήξει, ποτέ, ούτε στιγμή, δε μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι απ’ την άλλη πλευρά —πέρα απ’ τις λεπτομέρειες, πέρα απ’ τη σκληρότητα και τον αντίκτυπο που η λεπτομερής εξιστόρηση των κακοποιήσεων και των σεξουαλικών επιθέσεων μπορούσε να προκαλέσει— το επίκεντρο της περιέργειας θα κρυβόταν στη συνεχώς επαναλαμβανόμενη ΕΡΩΤΗΣΗ: «Γιατί τώρα;». Δε μου περνούσε απ’ το μυαλό ότι η κοινωνία μας ρωτάει —όλοι ρωτάμε— έτσι, αμυνόμενοι απέναντι σ’ αυτό που μας βρίσκει απροετοίμαστους. Και ήμουν αδέξιος. πολύ αδέξιος. Στην ηλικία μου, με την εμπειρία που είχα αποκτήσει με τον Τύπο και με την περιέργεια των άλλων, θα έπρεπε να είχα προετοιμάσει τις απαντήσεις μου στις πέντε βασικές ερωτήσεις που ήταν αναμενόμενες. Έπεσα έξω, όμως. Θεώρησα δεδομένο ότι αποκαλύπτοντας μιαν αλήθεια όπως αυτή που είχα αποφασίσει να μοιραστώ, κανείς δε θα μου ζητούσε να αιτιολογήσω τη στιγμή που επέλεξα να τη δημοσιοποιήσω. 
Εκείνη την ημέρα έμαθα ότι οποιαδήποτε πληροφορία, ακόμα και η πιο προσωπική και οδυνηρή εξομολόγηση, πρέπει να είναι αιτιολογημένη στο χιλιοστό. Ότι ακόμα και μια τόσο επίπονη πράξη, όπως το ν’ ανοίγεις διάπλατα τον εαυτό σου μπροστά στον κόσμο για να καταγγείλεις αυτό που κανείς δεν θα έπρεπε να έχει ποτέ υποστεί, πρέπει να γίνεται μ’ ένα δίχτυ ασφαλείας από κάτω, για να μη πέσεις στην άσφαλτο. Και κατάλαβα επίσης ότι, ίσως, ακριβώς αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η μεγάλη πλειονότητα των ανδρών και γυναικών που έχουν υποστεί σεξουαλική βία κατά την παιδική ή εφηβική τους ηλικία, δεν το λένε ποτέ. Γνωρίζουν διαισθητικά ότι θα χρειαστεί να περάσουν από το φίλτρο εκείνου του: «Γιατί τώρα;», που δεν είναι παρά ένας άλλος τρόπος για ν’ αμφισβητηθούν οι προθέσεις τους και, συνεπώς, η αλήθεια τους. Αυτή η ερώτηση κρύβει πολλές άλλες που φοβόμαστε και που ζουν κρυμμένες κάτω απ’ αυτό το κακάδι. ερωτήσεις και υπονοούμενα που δέχτηκα αμέσως και εμμέσως: «Μιλάς τώρα από εκδίκηση;», «Κοίτα να δεις που θα θέλει χρήματα», «Σίγουρα ετοιμάζεται να βγάλει κανένα μυθιστόρημα και χρειάζεται επιπλέον δια­φήμιση», «Τι επιδιώκεις βλάπτοντας έναν ανυπεράσπιστο ηλικιωμένο ύστερα από τόσον καιρό;», «Για ποιο λόγο;», «Εναντίον τίνος;». Η κοινωνία δε βλέπει με καλό μάτι αυτού του είδους τις μαρτυρίες, με τον ίδιο τρόπο που δε θέλει να δει τα μελανά σημεία που βγάζουν στη φόρα τα λάθη μας —την κακομεταχείριση των ηλικιωμένων, των γυναικών, των ζώων και των ευάλωτων γενικά— κι αυτή τη διπλή όψη που χαρακτηρίζει την ατελή μας ομάδα. Ένας άνδρας που στα πενήντα τέσσερά του αφηγείται δημοσίως και χωρίς φίλτρο προστασίας ότι ένας άλλος άνδρας, μέλος μιας ιστορικά επιφανούς χριστιανικής αδελφότητας, ασέλγησε σε βάρος του όταν ήταν εννέα ετών και τον υπέβαλε σε κάθε λογής σωματική και ψυχολογική ατίμωση, ξεριζώνοντας από το σώμα του την παιδική ηλικία, είναι κατά βάθος ένα φως που φωτίζει τη λίστα με τις τρομερές σκιές που δεν έχουμε καταφέρει να εξαλείψουμε ως κοινωνία. Οποιαδήποτε κακοποίηση εναντίον ενός ανυπεράσπιστου πλάσματος είναι μια καταγγελτική φωνή που δεν αρέσει. Κανείς μας δεν αισθάνεται άνετα όταν του επισημαίνουν τις αδυναμίες του. Δε βλέπουμε με καλό μάτι τις προειδοποιήσεις. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι το λάθος παύει να υφίσταται ούτε ότι ο υπεύθυνος που δεν το διόρθωσε είναι λιγότερο υπεύθυνος. 
Την Πέμπτη, 27 Ιανουαρίου, η χώρα ξύπνησε με τις δισέλιδες δηλώσεις μου σε πολλές εγχώριες εφημερίδες. Αμέσως, τα τηλεφωνήματα έπεσαν βροχή. Εκείνη την ημέρα δεν έφαγα πρωινό ούτε μεσημεριανό ούτε βραδινό. Ο χρόνος δε μου έφτασε για να εξυπηρετήσω όλον τον κόσμο. Θυμάμαι την αγωνία, τη συσσώρευση των μηνυμάτων, τα μέιλ, τις αναπάντητες και επικαλυπτόμενες κλήσεις: «Αν δεν μπορείς να έρθεις εδώ, το κάνουμε μέσω skype, μην ανησυχείς», «Θα μπορούσες να έρθεις αύριο στη ζωντανή εκπομπή στις 8:30;», «Όχι, θα έρθουμε εμείς να σε πάρουμε. Δεν πειράζει που μένεις μακριά, το αναλαμβάνει η παραγωγή αυτό»… Η πρεμούρα: διαφορετικά πρόσωπα, διαφορετικά μέσα, όλοι ήθελαν να μάθουν και, κυρίως, όλοι ήθελαν να είναι οι πρώτοι. Μέσα σε λίγες ώρες είχα πάψει να είμαι ο εαυτός μου και είχα μετατραπεί στην είδηση που όλοι ήλπιζαν πως θα έκρυβε —το δίχως άλλο— πολλές αλήθειες που θα μπορούσαν ν’ αποκαλυφθούν, καθώς είχα εξαρχής ανοίξει τα χαρτιά μου και είχα αφηγηθεί ανοιχτά την ιστορία μου, σκηνή προς σκηνή, δίχως να καμουφλάρω το παραμικρό. Μέσα σε μια νύχτα είχα πάψει να είμαι ο συγγραφέας Αλεχάντρο και είχα μετατραπεί σε «επικαιρότητα». Εκείνες τις μέρες δεν συναντήθηκα μόνο με τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης. Ήταν πολλές και πολλοί αυτοί που είδα και με τους οποίους μίλησα: πολιτικοί, άνδρες και γυναίκες του πολιτισμού, δικηγόροι. συνάντησα πολλά άτομα τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ορισμένα απ’ αυτά με μεγάλη επιρροή, άνθρωποι τους οποίους δεν έχω αναφέρει ποτέ και στους οποίους ίσως δε θα έχω ποτέ ξανά άμεση πρόσβαση και που τα ονόματά τους, κατόπιν ρητής επιθυμίας τους, θα διατηρήσω κρυφά.
Εκτός από πολύ σπάνιες περιπτώσεις, οι συνεντεύξεις και οι συζητήσεις ξεκινούσαν στην ουσία πάντα με την ίδια ερώτηση:
«Γιατί τώρα;».
Κανείς δε φαντάζεται πόσο με πόνεσε αυτό, ούτε καν όταν το κύμα της επικαιρότητας με είχε προσπεράσει για να με αντικαταστήσει στα γρήγορα με άλλα ειδησεογραφικά πυροτεχνήματα. Και πόνεσε επειδή, κάθε φορά που κάποιος μου έκανε αυτήν την ερώτηση, ο εννιάχρονος Αλεχάντρο, που επί μήνες αποσιωπούσε τις φρικαλεότητες που τον ακολουθούν μέχρι σήμερα, κοίταζε και πάλι τον κόσμο από χαμηλά, σαν να τον είχαν πιάσει στα πράσα κουλουριασμένο σε μια σκοτεινή γωνιά, να περιμένει την τιμωρία. Πόνεσε η αμφισβήτηση, πόνεσε αυτή η διαρκής υπενθύμιση ότι αν δεν ήμουν ικανός να περάσω απ’ αυτό το φίλτρο, αν δεν απαντούσα σ’ αυτό το πρώτο ερώτημα, η υπόλοιπη αφήγησή μου θα ήταν αμφίβολης αξίας.
Είπα ψέματα για να υπερπηδήσω αυτόν το φράχτη, τον πρώτο ανάμεσα στους πολλούς που με περίμεναν σε μια πορεία μετ’ εμποδίων, που ακόμα και τώρα απέχει πολύ απ’ το τέλος της. Είπα ψέματα και λειτούργησε.
«Το λέω τώρα, επειδή η μητέρα μου δεν είναι πια εδώ.»
Αυτό είπα. Μόλις το άκουσαν, τα βλέμματα έπεσαν στο έδαφος και τα κεφάλια κατένευσαν. «Βέβαια» είπαν, «κατανοητό.» «Δεν ήθελες να της κάνεις κακό.» Κανείς δεν επέμεινε, κανείς δεν αμφισβήτησε. Υπήρχε υπερβολική βιασύνη για ν’ ακουστούν τα υπόλοιπα και να γίνουν γνωστές οι λεπτομέρειες. Στο κάτω κάτω, τι σημασία είχε το γιατί, αν η συνέχεια δεν χρησίμευε σε κάτι. 
Ξεπέρασα αυτό το πρώτο φίλτρο αξιοπιστίας χάρη —για μια ακόμα φορά— στη μητέρα μου, τον άνθρωπο που όσο ζούσε με γλίτωσε τόσες φορές απ’ το θάνατο. Χρειάστηκε να καταφύγω σ’ εκείνην και, ακόμα και σήμερα που θρηνώ την απουσία της, την ευχαριστώ που είναι παρούσα, κι ας μην μπορώ να την έχω εδώ για να νιώσω τη ζεστασιά της συντροφιάς της, για να της πω ενώ κάνουμε μια βόλτα στο δάσος μας ότι χωρίς εκείνη είναι δύσκολα. πολύ δύσκολα. Ότι η ζωή, τώρα πια, είναι λιγότερο ζωή.
Η απάντηση, στην πραγματικότητα, ήταν διαφορετική. Ωστόσο, αν εκείνη τη στιγμή είχα ποντάρει στην αλήθεια και την είχα αποκαλύψει —την αλήθεια και μόνο την αλήθεια—, θα είχα καταρρεύσει, και το πιθανότερο είναι ότι σήμερα δε θα βρισκόμουν εδώ, να μοιράζομαι όσα πρόκειται να μοιραστώ σ’ αυτές τις σελίδες. Η αλήθεια ήταν άσχημη και πονούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. 
Και ακουγόταν έτσι:
Μιλάω σήμερα, ύστερα από σαράντα πέντε χρόνια διαδρομής σε μια έρημο όπου δεν ήταν εύκολο να ζήσω, επειδή επιτέλους αισθάνομαι ότι δεν τον φοβάμαι. Αυτόν, τον άνθρωπο που διέλυσε το σώμα μου από μέσα και του οποίου η σκιά με καταδιώκει αδιάλειπτα κατά τη διάρκεια αυτής της αιωνιότητας που, ως εκ θαύματος, έφτασε στο τέλος της. Γι’ αυτό το αφηγούμαι έτσι, δημοσίως, για να μάθει ο κόσμος ότι ο τρόμος τελείωσε. Να το μάθει ο κόσμος και, κυρίως, εκείνος. Να μάθει ότι το παιδί επέζησε από τη φρίκη που με κράτησε βουβό από τότε που εκείνος μου σκότωσε τη φωνή και μ’ έκανε να ζω με τον ατελείωτο φόβο ότι θα γύριζα το κεφάλι και θα τον έβλεπα εκεί, πίσω μου, σε κάθε γωνιά, σε κάθε μου όνειρο, να με κατηγορεί ότι εγώ ήμουν αυτός που τον μόλυνα κι ότι έπρεπε να του το ξεπληρώσω. Αν μιλάω και το κάνω τώρα, είναι επειδή έχω ζήσει περισσότερα χρόνια απ’ όσα μου απομένουν να ζήσω και φοβάμαι ότι, αν δεν τα καταφέρω, δεν θα το κάνω ποτέ πια. Κι επειδή, μετά από τόσο καιρό, κατάλαβα ότι ένας πόνος σαν κι αυτόν που βίωσα χρειάζεται μια μαρτυρία για να μη λησμονηθεί και να μη διαιωνιστεί πάνω σε άλλους σαν κι εμένα. Δίχως τη μητέρα μου στο πλευρό μου έμεινα ορφανός σ’ αυτόν τον αγώνα και χρειάζομαι —τώρα, ναι— το βλέμμα της ομάδας και τη συντροφιά των ομοίων μου.
Αν μιλάω τώρα, είναι επειδή δε χωράει πια τόση σιωπή στο κορμί του παιδιού που εξακολουθώ να είμαι.
Έτσι είναι: ο φόβος εξαντλήθηκε και ξανακούστηκε η φωνή. Η φωνή του παιδιού. Αυτή είναι η αλήθεια.
Παρόλο που δεν είναι η μοναδική.
Η άλλη, είναι ότι κανένα άτομο που έχει υποστεί βιασμό ή έχει πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στην παιδική του ηλικία δεν θα έπρεπε ν’ αντιμετωπίζει την ερώτηση: «Γιατί τώρα;». Ποτέ πια αυτή η ερώτηση. Σε κανέναν. Ούτε στα μέσα ενημέρωσης, ούτε στο δικαστήριο, ούτε μπροστά στους ανθρώπους που εμπιστεύεται. Η ερώτηση είναι κακά διατυπωμένη επειδή θυματοποιεί εκ νέου τον πάσχοντα χτυπώντας τον πάνω στην πληγή, και μερικές φορές αυτό είναι θανατηφόρο. Όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτήν την ερώτηση, η ανάγνωση που κάνουμε όσοι τολμάμε να μιλήσουμε είναι:
«Γιατί “ειδικά τώρα” και όχι νωρίτερα;», «Τι κρύβεις;», «Τι δε λες;», «Είσαι σίγουρος;».
Το θύμα ενός τόσο τραυματικού επεισοδίου όπως αυτό που βίωσα εγώ, μιλάει όποτε μπορεί και δε φοβάται πια —όχι να μιλήσει, αλλά— τη σκιά του βιαστή του. Μερικές φορές χρειάζεται μια ολόκληρη ζωή για να πειστεί το παιδί που κατοικεί μέσα στον κακοποιημένο άνδρα ή στη γυναίκα ότι ο κίνδυνος δεν υπάρχει πια, ότι δε θα υπάρξει τιμωρία επειδή μίλησε, γιατί ΕΚΕΙΝΟΣ δεν έχει πια εξουσία πάνω στο θύμα του. Δυστυχώς, μερικές φορές μια ζωή δεν αρκεί. Ή, ακόμα χειρότερα, αυτή η δίχως τέλος φρίκη λήγει μαζί με τη ζωή αυτού που δεν την αντέχει. 
Ένα από τα πράγματα που δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω στις διαλέξεις που δίνω σε παιδιά και εφήβους στα σχολεία που επισκέπτομαι είναι το εξής: αυτό που καθορίζει την ικανότητα παρατήρησης και το βαθμό της περιέργειάς μας, δεν είναι μια σωστή απάντηση, αλλά μια εύστοχη ερώτηση. Δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να ξέρεις να διατυπώνεις ερωτήσεις, και αυτό τα παιδιά δυσκολεύονται να το καταλάβουν, επειδή το σύστημα επιδιώκει να μας αξιολογεί από πολύ μικρή ηλικία με γνώμονα τις απαντήσεις μας. Μεγάλο λάθος: είμαστε σε μεγάλο βαθμό αυτό που ρωτάμε, και σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό, είμαστε οι ερωτήσεις που αποσιωπούμε. Από τη στιγμή που ανακαλύπτουμε τη γλώσσα ως γέφυρα έκφρασης της περιέργειάς μας, μαθαίνουμε επίσης ότι το να διατυπώνουμε ερωτήσεις δεν είναι εύκολο: ρωτώντας προδίδουμε πολλά για τον εαυτό μας. τον εκθέτουμε με όλες τις αδυναμίες του. Οι ερωτήσεις μας λένε πολλά για το ποιοι είμαστε και, κυρίως, ιχνογραφούν, για όποιον ξέρει να τους διαβάσει, τους χάρτες των ελλείψεών μας.
Το να ρωτάς, έχει κόστος. κόστος όσο μια ζωή, κι αυτό το έχω μάθει καλά. 
Απ’ αυτή τη στιγμή, αν κάποια μέρα σας πλησιάσει κάποιος με την πρόθεση να σας πει κάτι σαν αυτό που σας λέω εγώ, μην κάνετε το λάθος να ρωτήσετε: «Γιατί τώρα;». Αφήστε τον να πει ό,τι έχει να πει με τη σειρά που επιτάσσει το μυαλό ή το συναίσθημά του και δώστε του όσο χρόνο χρειάζεται. Η ερώτηση που πρέπει να κάνετε στον εαυτό σας είναι άλλη, πιο κοντά στην αλήθεια: «Τι πρέπει να έχει συμβεί στη ζωή κάποιου που μου εξομολογείται κάτι τέτοιο, ώστε να μη μπόρεσε να μιλήσει τόσα χρόνια; Πώς πορεύτηκε; Πόσα τον στοίχειωσαν και πόσο σκληρά πάλεψε;».
Αυτό που ακολουθεί είναι η αληθινή ιστορία όλων αυτών των χρόνων της σιωπής, μια μακρά πορεία επιβίωσης, αποκατάστασης, αρρώστιας, καθημερινής πάλης και πόνου. Αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι μια μαρτυρία ακούραστης προσήλωσης στη ζωή. Όσες ήταν οι σκοτεινές μου μνήμες, όση ήταν η αδυναμία κι ο φόβος μου να μιλήσω μέχρι σήμερα, τόση ήταν κι η ανάγκη μου να δω τι υπήρχε απ’ την άλλη μεριά. τόση ήταν και η περιέργειά μου να μάθω πώς λειτουργεί η καρδιά —κι όλες οι καρδιές— μέσα από τη σωτήρια απόλαυση της συγγραφής και μέσα από τον αντίλαλο των φιλικών φωνών που με συντρόφευσαν χάρη στην ανάγνωση. Είμαι ένα παιδί που αποφάσισε να ζήσει, ένας έφηβος που αποφάσισε να μην πεθάνει κι ένας άνθρωπος που ζει για να αφηγείται. 
Αυτή είναι, εν ολίγοις, η κρυμμένη βάση τού όχι πάντα λευκού παγόβουνου, η κορυφή του οποίου ήρθε δειλά στη θέα πριν από λίγους μήνες, στα κύματα μιας κρύας νύχτας του Γενάρη. Εκείνη τη νύχτα αφηγήθηκα μόνο όσα λέγονται.
Όσα δεν λέγονται είναι γραμμένα εδώ.
Η αλήθεια είναι αυτή.
Τώρα είναι δική σας.
 

ΠΑΛΟΜΑΣ ΑΛΕΧΑΝΤΡΟ