€12.40 €13.78
Πρόλογος
Σήμερα όλοι μιλούν για αφηγήματα. Η υπερβολικά συχνή χρήση των αφηγημάτων μαρτυρά, παραδόξως, μιαν αφηγηματική κρίση. Στον πυρήνα του θορυβώδους storytelling επικρατεί ένα αφηγηματικό κενό, το οποίο εκδηλώνεται ως νοηματική ένδεια και αποπροσανατολισμός. Ούτε το storytelling ούτε η αφηγηματική στροφή δύνανται να επιφέρουν την επιστροφή της αφήγησης. Το γεγονός ακριβώς ότι ένα Παράδειγμα θεματοποιείται αλλά και αναδεικνύεται σε δημοφιλές αντικείμενο έρευνας, προϋποθέτει μια βαθιά εδραιωμένη αποξένωση. Η ηχηρή έκκληση για αφηγήματα παραπέμπει στη δυσλειτουργία του Παραδείγματος.
Όταν οι αφηγήσεις μάς αγκυροβολούσαν στο Είναι, δηλαδή όταν μας απέδιδαν σε έναν τόπο και από το Εν - τω - Κόσμω - Είναι δημιουργούσαν ένα Εν - Οίκω - Είναι, δίνοντας στη ζωή νόημα, θεμέλιο και προσανατολισμό, δηλαδή όταν η ίδια η ζωή ήταν αφήγηση, δεν γινόταν λόγος ούτε για storytelling ούτε για αφηγήματα. Αυτές οι έννοιες χρησιμοποιούνται υπερβολικά συχνά, ακριβώς όταν οι αφηγήσεις έχουν απολέσει την αρχική τους δύναμη, τη βαρύτητα, το μυστήριό τους, τη μαγεία τους. Θεωρούμενες ως κατασκευές, χάνουν την επικύρωση της εσωτερικής τους έποψης αλήθειας. Γίνονται αντιληπτές ως ενδεχόμενες, ανταλλάξιμες και επιδεκτικές βελτιώσεως. Δεν εκπηγάζει πλέον από αυτές δεσμευτικότητα ή δύναμη ενοποίησης. Δε μας στερεώνουν πια στο Είναι. Παρά το τρέχον hype γύρω από το αφήγημα, ζούμε σε μια μετα-αφηγηματική εποχή. Η αφηγηματική συνείδηση, που εκπηγάζει από την οιονεί σύσταση του ανθρώπινου εγκεφάλου, είναι δυνατή μόνο σε μια μετα-αφηγηματική εποχή, δηλαδή έξω από τον μαγικό κύκλο της αφηγηματικότητας.
Η θρησκεία είναι μια χαρακτηριστική αφήγηση με εσωτερική έποψη αλήθειας. Εξορκίζει την ενδεχομενικότητα. Η χριστιανική θρησκεία είναι μια μετα-αφήγηση, που περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ζωής και την εγκαθιστά στο Είναι. Ο ίδιος ο χρόνος φορτίζεται αφηγηματικά. Το χριστιανικό ημερολόγιο νοηματοδοτεί όλες τις ημέρες. Στη μετα-αφηγηματική εποχή μετατρέπεται σε μιαν απο-αφηγηματοποιημένη και κενή νοήματος διαδοχή ημερών. Οι θρησκευτικές εορτές είναι οι λαμπρές κορυφώσεις μιας αφήγησης. Δίχως αφήγηση δεν υπάρχει εορτή, εορταστική περίοδος, δεν υπάρχει το εορταστικό συναίσθημα ως κλιμακούμενη υπαρξιακή αίσθηση, αλλά μόνο εργασία και ελεύθερος χρόνος, παραγωγή και κατανάλωση. Στη μετα-αφηγηματική εποχή, οι γιορτές εμπορευματοποιούνται ως εκδηλώσεις (events) και θεάματα. Οι τελετουργίες είναι επίσης αφηγηματικές πρακτικές. Είναι πάντα ενσωματωμένες σ’ ένα αφηγηματικό πλαίσιο. Ως συμβολικές τεχνικές της εγκατάστασης, μετατρέπουν το Εν - τω - Κόσμω - Είναι σ’ ένα Εν - Οίκω - Είναι.
Μια αφήγηση που αλλάζει τον κόσμο, που διανοίγει τον κόσμο, δεν προτείνεται από ένα τυχαίο άτομο· μάλλον οφείλει την ανάδυσή της σε μια περίπλοκη διαδικασία, στην οποία λαμβάνουν μέρος ποικίλες δυνάμεις και ποικίλοι δρώντες. Ουσιαστικά, είναι η έκφραση της διάθεσης μιας εποχής. Αυτή η αφήγηση μ’ έναν εσωτερικό πυρήνα αλήθειας αντιτίθεται στα χλιαρά, ασταθή, σχετικοποιημένα αφηγήματα, δηλαδή στα σύγχρονα μικροαφηγήματα, που δεν διαθέτουν καμία βαρύτητα, κανέναν πυρήνα αλήθειας.
Η αφήγηση είναι μια μορφή περάτωσης. Σχηματίζει μια κλειστή τάξη, που εγκαθιδρύει νόημα και ταυτότητα. Στην όψιμη νεωτερικότητα, που χαρακτηρίζεται από το άνοιγμα και την κατάλυση των ορίων, μορφές της περάτωσης και της οριστικής κατάληξης αποδομούνται όλο και περισσότερο. Ταυτοχρόνως, ενόψει της κλιμακούμενης ανεκτικότητας αυξάνεται η ανάγκη για αφηγηματικές μορφές περάτωσης. Λαϊκιστικά, εθνικιστικά, ριζοσπαστικά δεξιά ή φυλετικά αφηγήματα, συμπεριλαμβανομένων των θεωριών συνωμοσίας, καλύπτουν αυτήν την ανάγκη. Εκλαμβάνονται ως φορείς νοήματος και ταυτότητας. Στη μετα-αφηγηματική εποχή με την αυξημένη εμπειρία ενδεχομενικότητας, η δεσμευτική ισχύς των αφηγημάτων είναι αδύναμη.
Οι αφηγήσεις δημιουργούν μια community. Αντιθέτως, το storytelling σχηματίζει απλώς μια εμπορευματική μορφή της community. Αυτή η community αποτελείται από καταναλωτές. Κανένα storytelling δε θα μπορούσε ν’ αναζωπυρώσει την υπαίθρια εστία γύρω από την οποία συγκεντρώνονται οι άνθρωποι και αφηγούνται από κοινού ιστορίες. Η υπαίθρια εστία έχει σβήσει εδώ και πολύ καιρό· έχει αντικατασταθεί από την ψηφιακή οθόνη, που απομονώνει τους ανθρώπους ως καταναλωτές. Οι καταναλωτές είναι μοναχικοί. Δε σχηματίζουν κοινότητα. Επίσης, οι «ιστορίες» στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης δεν μπορούν να εξαλείψουν το αφηγηματικό κενό. Δεν είναι παρά πορνογραφικές αυτοπροβολές ή αυτοδιαφημίσεις. Οι αναρτήσεις, τα likes και οι κοινοποιήσεις ως καταναλωτικές πρακτικές επιδεινώνουν την αφηγηματική κρίση.
Με το storytelling ο καπιταλισμός σφετερίζεται την αφήγηση, την υποτάσσει στην κατανάλωση. Το storytelling παράγει αφηγήσεις υπό καταναλωτική μορφή. Με την αρωγή του, τα προϊόντα φορτίζονται με συναισθήματα και υπόσχονται ιδιαίτερες εμπειρίες. Οπότε, αγοράζουμε, πουλάμε και καταναλώνουμε αφηγήματα και συναισθήματα. Stories sell. Το storytelling είναι storyselling.
Η αφήγηση και η πληροφορία είναι αντιτιθέμενες δυνάμεις. Η πληροφορία οξύνει το βίωμα της ενδεχομενικότητας, ενώ η αφήγηση το μειώνει, μετατρέποντας την τυχαιότητα σε αναγκαιότητα. Απ’ την πληροφορία απουσιάζει η σταθερότητα του Είναι. Ο Νίκλας Λούμαν σημειώνει διορατικά: «Η κοσμολογία της [της πληροφορίας] δεν είναι μια κοσμολογία του Είναι, αλλά της ενδεχομενικότητας». Το Είναι και η πληροφορία αλληλοαποκλείονται. Έτσι, στην κοινωνία της πληροφορίας παρατηρείται μια εγγενής έλλειψη του Είναι, μια λήθη του Είναι. Η πληροφορία είναι προσθετική και σωρευτική. Δεν είναι φορέας νοήματος, ενώ η αφήγηση μεταφέρει νόημα. Νόημα σημαίνει, αρχικά, κατεύθυνση. Σήμερα, λοιπόν, είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, αλλά αποπροσανατολισμένοι. Εκτός αυτού, η πληροφορία κατακερματίζει το χρόνο σε απλή διαδοχή της εκάστοτε παρούσας στιγμής. Η αφήγηση, αντιθέτως, παράγει μια χρονική συνέχεια. δηλαδή, μια ιστορία.
Από τη μία πλευρά, η πληροφορικοποίηση της κοινωνίας επιταχύνει την απo-αφηγηματοποίηση· από την άλλη, μέσα στο τσουνάμι της πληροφορίας αφυπνίζεται η ανάγκη για νόημα, ταυτότητα και προσανατολισμό, δηλαδή η ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα ξέφωτο στο πυκνό δάσος της πληροφορίας στο οποίο κινδυνεύουμε να χαθούμε. Ο τωρινός κατακλυσμός εφήμερων αφηγημάτων, συμπεριλαμβανομένων των θεωριών συνωμοσίας, και το τσουνάμι της πληροφορίας είναι ουσιαστικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μέσα στο πέλαγος της πληροφορίας και των δεδομένων αναζητούμε ένα αφηγηματικό αγκυροβόλιο.
Σήμερα, η αφήγηση ιστοριών δεν αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας. Είναι σε παρακμή, επειδή η επικοινωνία έχει πάρει τη μορφή ανταλλαγής πληροφοριών. Αλλά η αφήγηση ιστοριών απουσιάζει σχεδόν ολοσχερώς και από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Οι ιστορίες συνδέουν τους ανθρώπους μεταξύ τους, καθώς ενισχύουν την ικανότητα ενσυναίσθησης. Δημιουργούν μια κοινότητα. Η απώλεια της ενσυναίσθησης την εποχή των smartphones είναι μια ισχυρή ένδειξη ότι αυτό το αντικείμενο δεν είναι ένα μέσο αφήγησης. Ήδη η τεχνολογική του σκευή δυσχεραίνει την αφήγηση ιστοριών. Η πληκτρολόγηση και η διαγραφή δεν είναι αφηγηματικές χειρονομίες. Αυτό το οποίο προάγεται από το smartphone είναι απλώς μια επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών. Εκτός αυτού, η αφήγηση προϋποθέτει την επιμελή ακρόαση και τη βαθιά συγκέντρωση. Η αφηγηματική κοινότητα είναι μια κοινότητα προσεκτικών ακροατών. Ωστόσο, χάνοντας την υπομονή που απαιτεί η προσεκτική ακρόαση, χάνουμε και την υπομονή ν’ αφηγούμαστε.
Ειδικά τώρα που όλα έχουν γίνει τυχαία, φευγαλέα και συμπτωματικά, που φθίνουν η δέσμευση, ο δεσμός και η υποχρέωση, δηλαδή εν μέσω της τρέχουσας καταιγίδας ενδεχομενικότητας, κάνει ηχηρή την παρουσία του το storytelling. Η πληθωρική χρήση του αφηγήματος προδίδει την ανάγκη για την αντιμετώπιση της ενδεχομενικότητας. Ωστόσο, το storytelling δεν έχει την ικανότητα να μεταμορφώσει μια αποπροσανατολισμένη, κενή νοήματος κοινωνία της πληροφορίας σε μια στιβαρή αφηγηματική κοινότητα. Αντιπροσωπεύει κατά το μάλλον ή ήττον ένα παθολογικό σύμπτωμα της σύγχρονης εποχής. Αυτή η αφηγηματική κρίση έχει μακρά προϊστορία. Το παρόν δοκίμιο την ιχνηλατεί.