ΚΑΛΙΜΠΑΝ Ο ΚΑΛΟΣ

ΚΑΛΙΜΠΑΝ Ο ΚΑΛΟΣ

Συγγραφέας: ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΖΑΝΤΑΚΟΥ
Εκδόθηκε: 08/12/2023
ISBN: 978-618-5400-41-5
Σελίδες: 488

€19.08 €21.20

«Στις έξι παρά τέταρτο περίμενα τον νταβατζή, σταματημένος δίπλα στο πεζοδρόμιο του σπιτιού του με τη μηχανή αναμμένη. Μερικοί ηλικιωμένοι έκαναν ουρά στο περίπτερο για ν’ αγοράσουν εφημερίδες, όταν είδα να πλησιάζει από την οδό 72 η μεθυσμένη και τρεκλίζουσα σιλουέτα του Ανσέλμο.
     Περπατούσε πάνω στην άσφαλτο. Εγώ ξεκίνησα να κινούμαι πολύ αργά, κι όταν τον είχα στα τρία μέτρα, επιτάχυνα απότομα. Αυτός προσπάθησε να καταφύγει στο πεζοδρόμιο, αλλά τον έριξα κάτω με το φτερό.»
[…]
«Λίγο μετά την έκδοση αυτού του βιβλίου, όταν η ομολογία μου θα έχει αποδειχθεί αληθινή, θα καταφύγω σε μια νέα ταυτότητα και σε ασφαλείς κρυψώνες, αφού η Interpol, η Europol, η Bundespolizei και άλλες εθνικές και ιδιωτικές αστυνομίες θα ξεχυθούν στο κατόπι μου.
    Η ποταπή κοινή γνώμη θα διαδώσει φρικαλεότητες για το άτομό μου, και ο χυδαίος κιτρινισμός του Τύπου θα με χαρακτηρίσει τέρας, ανώμαλο και όλα τα σχετικά (πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια). Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως στο τέλος πολλοί αναγνώστες με ζεστή καρδιά, στρατευμένοι στην αλήθεια, θα μου αναγνωρίσουν μια κοινωνική συμπεριφορά πιο συνεπή, καλοκάγαθη και αθώα από εκείνη των δύο τρίτων της ανθρωπότητας.»
 
«Το Καλιμπάν ο Καλός αποτελεί την πιο ακριβή και τεκμηριωμένη ενδοσκόπηση του πιο ακραίου, αμφιλεγόμενου και δισυπόστατου ήρωα του Ντανιέλ Τσαβαρία.  Ένα κομψοτέχνημα.»
El libro de oro

  Στο καλαθι βιβλια




1

 

Μελλοντικέ μου αναγνώστη: Σήμερα, Πρωτομαγιά του 1995, ξεκινώ τη συγγραφή του παρόντος βιβλίου, προς το παρόν άνευ τίτλου, το οποίο ελπίζω να βγει στο φως της δημοσιότητας σε κάποια χώρα της Ευρώπης, σε δύο περίπου χρόνια.
Λίγο μετά την έκδοσή του, όταν η ομολογία μου θα έχει αποδειχθεί αληθινή, θα καταφύγω σε μια νέα ταυτότητα και σε ασφαλείς κρυψώνες, αφού η Interpol, η Europol, η Bundespolizei και άλλες εθνικές και ιδιωτικές αστυνομίες θα ξεχυθούν στο κατόπι μου.
Η ποταπή κοινή γνώμη θα διαδώσει φρικαλεότητες για το άτομό μου, και ο χυδαίος κιτρινισμός του Τύπου θα με χαρακτηρίσει τέρας, ανώμαλο και όλα τα σχετικά (πράγμα που είναι εν μέρει αλήθεια). Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως στο τέλος πολλοί αναγνώστες με ζεστή καρδιά, στρατευμένοι στην αλήθεια, θα μου αναγνωρίσουν μια κοινωνική συμπεριφορά πιο συνεπή, καλοκάγαθη και αθώα από εκείνη των δύο τρίτων της ανθρωπότητας. Μ’ έναν γρήγορο υπολογισμό, λοιπόν, συμπεριφέρομαι καλύτερα από περίπου τέσσερις χιλιάδες εκατομμύρια πολίτες, κι αν και δεν μπορώ να το αποδείξω με αριθμούς, μέσ’ απ’ αυτές τις σελίδες αναβλύζουν υπεραρκετές αποδείξεις. Μπορώ να το εγγυηθώ.
Πολλοί λένε για μένα ότι είμαι ιδιοφυΐα. Στο σόι μου, που περιλαμβάνει μια εκατοντάδα ανθρώπους κι ανάμεσά τους μια ντουζίνα πανεπιστημιακούς, κανείς ποτέ δεν το αμφισβήτησε.
Η εξαιρετική μου ευφυΐα έγινε εμφανής ήδη από την πιο άλαλη παιδική ηλικία, αν και κάποιοι από τους θαυμαστές μου και ουκ ολίγοι ζηλόφθονοι περιορίζονται ν’ αναφέρουν ότι, απλώς, έχω υπέρμετρο IQ, κάτι που είναι, επίσης, αλήθεια. 
Κι εσύ, ευγενικέ αναγνώστη, μη με υποτιμάς και μη με περιγελάς πριν με γνωρίσεις λιγάκι καλύτερα.
Προς το παρόν, για να μπεις στο θέμα, θα σου προσφέρω μερικές σελίδες που συνέταξε ο πατέρας μου όταν έβαλε σκοπό να γράψει ένα —αξιέπαινο, κατά τη γνώμη μου— χρονικό της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας.



 

2

(1971, 1η Αυγούστου)

 

Εκείνη την Κυριακή που ο Γκονσάλο συμπλήρωνε τέσσερις ημέρες από τη γέννησή του, η νεαρή γιαγιά του, Μερσέδες, φανατική της υγιεινής και αμείλικτη βακτηριοκτόνος, πέρασε όλο το πρωί αποστειρώνοντας τα μπιμπερό. Δεν λογάριαζε όμως ότι το σούρουπο, η μητέρα της και προγιαγιά του παιδιού, παρέα με τη θεία Φίνα, θα κατέφθαναν απροειδοποίητα για να τη βοηθήσουν στη φροντίδα του νεογέννητου και τη δύσκολη λοχεία της μητέρας.
Οι δυο ηλικιωμένες, που μαζί έπιαναν τον ενάμιση αιώνα, είχαν ήδη δώσει αδιάσειστες αποδείξεις της εμπειρίας τους ως βρεφοκόμοι. Πριν από σαράντα πέντε χρόνια είχαν προσφέρει τις πρώτες φροντίδες στην ίδια τη Μερσέδες, κι έπειτα στα πολυάριθμα συγγενικά βλαστάρια τριών γενεών. 
Όσον αφορά τις προφυλάξεις για την ποιότητα του πόσιμου νερού που προορίζεται για τα μωράκια, η θεία Φίνα, ιδιότροπη μαμή αμέτρητων τέκνων, ήταν αυτή που μετέδωσε στη Μερσέδες την άσβεστη έχθρα της εναντίον των μικροοργανισμών. Η Φίνα απέδιδε στην αδιαλλαξία της σχετικά με το βράσιμο του νερού, την αψεγάδιαστη ευρωστία των εφτά παιδιών, δεκαπέντε εγγονών και τριών δισέγγονών της, χωρίς να ’χει να χολοσκάει για κανένα παλαβό, κακομούτσουνο, χτικιάρικο ή επαμφοτερίζον δείγμα. Εκείνη τη φορά, όμως, κανείς δεν έλαβε υπόψιν την προχωρημένη ηλικία και τη μυωπία της θείας Φίνας, πάντα τόσο σίγουρη για τον εαυτό της και με τόση ­ανάγκη ν’ αναλαμβάνει πρωτοβουλίες υπέρ της οικογένειας.
Όλα έγιναν σε χρόνο μηδέν, μια στιγμή που η Μερσέδες βρισκόταν στην κουζίνα μαζί με τη μαμά της. Η Φίνα άκουσε ξαφνικά τον Γκονσάλο να κλαίει, και μ’ όλη εκείνη τη ζέστη, φαντάστηκε ότι διψούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με τη συνηθισμένη ενεργητικότητα και σπιρτάδα της, κινήθηκε προς την εταζέρα. Όμως, με την προσοχή της να αποσπάται μια στιγμή από την είσοδο του Μιγελίτο, έπιασε το μπουκάλι που περιείχε οινόπνευμα 90 βαθμών και το μπούκωσε στο μωρό.
Για καλή τους τύχη, ο θείος Μιγελίτο, συνταξιούχος καθηγητής ιατρικής στεφανωμένος με ακαδημαϊκές δάφνες, με το που είδε το παιδί μπλε, κυανό, μοβ, μαύρο, χαμαιλεοντικό, το άρπαξε από τους αστραγάλους κι άρχισε να το ταρακου­νάει προς διάφορες κατευθύνσεις μέχρι να καταφέρει να το κάνει να πάρει ανάσα και ν’ αρχίσει ξανά να σκούζει.
Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας ενήλικος μπεκρής, όσο περπατημένος κι αν είναι, που να μην αναριγεί μπροστά σε μια γουλιά καθαρό οινόπνευμα. Και του Γκονσάλο τού πήγε κατευθείαν στον οισοφάγο, στον τρυφερό του οισοφάγο που άρχιζε να προσαρμόζεται στις αντιξοότητες του εξωτερικού κόσμου, στην ηλικία των 96 ωρών. Αφού επέζησε χάρη στο ταρακούνημα του Μιγελίτο, ο Γκονσάλο έμεινε με αιθυλική ανάσα για τις επόμενες 48 ώρες να κοιτά σκυθρωπά και πικρόχολα το ταβάνι, σαν να είχε ήδη μπουχτίσει απ’ αυτόν τον κόσμο, που τόσο άσχημα τον υποδέχτηκε.



 

3

(1975, τεσσάρων χρόνων)

 

Στην ηλικία των οχτώ ημερών, τέσσερις μέρες μετά την εφιαλτική γουλιά, ο Γκονσάλο παρέμενε μουτρωμένος. Έτσι τον βρήκε ο καθηγητής Μιγελίτο όταν ξαναπέρασε απ’ το σπίτι. Τον παραξένεψε πολύ η προσήλωση με την οποία κοιτούσε το ταβάνι, κι άρχισε να περνάει το δάχτυλό του πάνω από την κούνια. Τα μάτια του μωρού ακολούθησαν το δάχτυλο προς τις δύο κατευθύνσεις, χωρίς να το χάνουν στιγμή. το ίδιο έγινε και στη συνέχεια, όταν σχημάτιζε κύκλους, τρίγωνα και καμπύλες. Τώρα ήταν ο γιατρός εκείνος που έσμιγε τα φρύδια με παραξενεμένο ύφος. Και στο τέλος στράφηκε για να ρωτήσει τη μητέρα και τη γιαγιά.
«Είστε σίγουρες ότι αυτό το παιδί είναι μόνο οχτώ ημερών;»
«Κάνε το λογαριασμό, θείε: γεννήθηκε την προπροηγούμενη Τετάρτη και σήμερα είναι Πέμπτη.»
Ο Μιγελίτο αντιπαρήλθε τον υπολογισμό και εξήγησε ότι τα φυσιολογικά παιδιά προσηλώνουν το βλέμμα γύρω στις είκοσι μέρες μετά τη γέννησή τους και, σε κάποιες πολύ πρόωρες περιπτώσεις, στις δεκαπέντε…
«Στις οχτώ μέρες, όμως, μου φαίνεται εξωπραγματικό. Θα ρωτήσω τους παιδιάτρους…»
Την άλλη μέρα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ο Μιγελίτο πληροφόρησε τη γυναίκα μου ότι ένα τόσο προσηλωμένο και βλοσυρό βλέμμα στις οχτώ μέρες μετά τη γέννησή του, ήταν προάγγελος κάποιας ανωμαλίας. Η παιδιατρική βιβλιογραφία ανέφερε, ως εξαιρέσεις, ελάχιστες περιπτώσεις στις δέκα ή δώδεκα μέρες. Αυτό όμως που περισσότερο εντυπωσίασε τον γιατρό ήταν η έκφραση με την οποία τον κοιτούσε το μωρό στο τέλος. 
«Αφού του επανέλαβα πολλές φορές την ίδια κίνηση πέρα-δώθε, βαρέθηκε το δάχτυλο και με κοίταξε στα μάτια σαν ενήλικος, κι ήταν σαν να μου έλεγε: ‘‘Προς τα δω ή προς τα κει; Αποφάσισε, γαμώτο, και μη με πρήζεις άλλο.’’»

Ο Γκονσάλο διέκρινε τα χρώματα, μίλησε και περπάτησε πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο, σύμφωνα με τους δείκτες της βρεφοκομίας. στους δέκα μήνες έλυνε χωρίς δυσκολία τεστ σχεδιασμένα για παιδιά δύο ετών.

Σύμφωνα με τον Μιγελίτο, ήταν ιδιοφυΐα, εγκώμιο που η μητέρα του κι εγώ εξακολουθούσαμε να αρνούμαστε με προσποιητή μετριοφροσύνη, αλλά που ακούγαμε με ικανοποίηση.
Στα τρία του χρόνια, ο Γκονσαλίτο μετατράπηκε σε προσωπικότητα της γειτονιάς. Συζητούσε με τους πάντες, προσέφερε αφειδώς απόψεις — μέχρι και συμβουλές. Ο κόσμος τον χαιρόταν για τη ζωντάνια και το εξαιρετικό του λεξιλόγιο.
Οφείλω επίσης να προσθέσω ότι, σε μεγάλο βαθμό, η πρόωρη νοητική και γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού οφείλεται στην υψηλή ευφυΐα και ευρύτατη καλλιέργεια της μητέρας του, και πάνω απ’ όλα στο ότι είναι μία από εκείνους τους σπάνιους ενηλίκους που φαίνονται διατεθειμένοι να κυλιούνται κατάχαμα και να παίζουν ένα ολόκληρο απόγευμα με παιδιά από ενός έως τεσσάρων χρόνων. Σ’ εκείνη την ηλικία, η Κάρι αφιέρωνε στο γιο μας τουλάχιστον δύο ώρες την ημέρα: έκαναν αγώνες με αυτοκινητάκια ως ίσος προς ίσον, φώναζαν, χτυπούσαν παλαμάκια, έπαιζαν με κύβους, κατασκεύαζαν συναρμολογούμενα ή του διάβαζε ποιήματα και παραμύθια. Τα σαββατοκύριακα περνούσαν μαζί δέκα ή δώδεκα ώρες. Ποτέ δεν βαριούνταν. 
Ο Γκονσάλο απολάμβανε επίσης το σπάνιο προνόμιο να παίρνει πάντοτε μια σαφή απάντηση από τη μητέρα του. Στην τρομερή ηλικία των τεσσάρων χρόνων, όταν τα παιδιά χτυπούν αλύπητα τους ενηλίκους με το απαιτητικό σε αιτιολογήσεις ερωτηματολόγιό τους, η Κάρι σκαρφιζόταν για χατίρι του τις κατάλληλες εξηγήσεις, και οι απανωτές ομοβροντίες των «γιατί», δεν ήρθαν ποτέ αντιμέτωπες με το αγανακτισμένο «δεν ξέρω» ή το «μικρέ, μη μας πρήζεις άλλο…» που πολλοί γονείς χρησιμοποιούν για ασπίδα. Ακόμα κι αν της έπαιρνε μία ώρα, η Κάρι μηχανευόταν τρόπους να βρίσκει λειτουργικές απαντήσεις και να καταλαγιάζει τη γνωστική του απληστία, και κάθε βράδυ τού διάβαζε κάτι, μέχρι να τον αποκοιμίσει. 
Όταν ο Γκονσάλο έγινε τεσσάρων χρόνων, η Κάρι μετακόμισε για μερικούς μήνες στο Εκουαδόρ για να διδάξει σ’ ένα μεταπτυχιακό μάθημα. Εγώ προσπάθησα να του διαβάσω παραμύθια, αλλά αποδείχθηκε αβάσταχτη αγγαρεία. Σε απόλυτη αντίθεση με τη γυναίκα μου, εγώ πλήττω θανάσιμα με τα παιδιά. Τα πολύ μικρούλια τα ευχαριστιέμαι για πέντε λεπτά. από τεσσάρων μέχρι δέκα, όμως, δεν τα υποφέρω. Και ο Γκονσαλίτο δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Στο δυσάρεστο απογευματινό δίλημμα, να του διαβάσω παραμύθια ή να νιώσω ενοχές που στεναχωριέται επειδή του λείπει η μάνα του, είχα τη σωτήρια ιδέα να καταφύγω στην ελληνική μυθολογία. 
Το διάστημα εκείνο συνέπεσε με το συνηθισμένο μου εξάμηνο πάνω στον Όμηρο, στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, το οποίο ξεκινούσα πάντα με τα μυθικά επεισόδια που σχετίζονται με την Ιλιάδα: Το μήλον της Έριδος, Η κρίση του Πάρη, Η αρπαγή της Ωραίας Ελένης, Η θυσία της Ιφιγένειας και άλλα. Κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου διδακτικού έτους πάνω στην αρχαιοελληνική τραγωδία, εξηγούσα επίσης τους μύθους του Θηβαϊκού Κύκλου, που στρέφονται γύρω από τον Οιδίποδα και τους απογόνους του, και τον Θησέα, τον Ηρακλή, τον Ιάσονα και λοιπούς Αργοναύτες. 
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Γκονσάλο επέδειξε ακόρεστο ενδιαφέρον για τους μύθους, τους οποίους έμαθε απ’ έξω. Η έκπληξή μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο αργότερα, όταν έμαθα ότι ο γιος μου εξιστορούσε και αναπαριστούσε θεατρικά το ομηρικό ρεπερτόριο σε οποιονδήποτε ήθελε να τον ακούσει. Ένας συνάδελφός μου, καθηγητής ισπανικής λογοτεχνίας, μια μέρα που ήρθε επίσκεψη στο σπίτι άκουσε μια εκδοχή της Ιλιάδας από τον Γκονσάλο, στον οποίο είχα αφηγηθεί νωρίτερα τον τρωικό μυθολογικό κύκλο. Από τότε, ο συνάδελφος με κατηγορεί ως κακοποιητικό τέρας, ικανό να μπουκώσει ένα τετράχρονο παιδί με πανεπιστημιακή ύλη.
Εν τω μεταξύ, στην οικογένεια και στη γειτονιά, η φήμη του Γκονσάλο, του παιδιού-θαύμα, ολοένα και μεγάλωνε.
Μια Κυριακή που είχαμε οικογενειακό τραπέζι, ο Ερνέστο, ο μικρός αδελφός της Κάρι, που έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο για να κάνει την εφημερία του, έστησε ολόκληρο σαματά επειδή δεν έβρισκε το «στηθοσκόπο» του. Ο Ερνέστο, που είχε μόλις πάρει πτυχίο Ιατρικής, τσαλαβουτούσε μέσα στα νερά της ρηχής του παιδείας, κι εκείνη τη φορά εγώ άρχισα να τον πειράζω για πλάκα, αλλά και με την πρόθεση να τον βοηθήσω ώστε να μην προφέρει ανακρίβειες πάνω στον ίδιο τον τομέα του:
«Ερνέστο, παιδί μου, ως γιατρός θα έπρεπε να ξέρεις ότι το να λες «στηθοσκόπος» είναι μεγάλη βλακεία. Λέγεται στηθοσκόπιο, όπως λέμε μικροσκόπιο, τηλεσκόπιο, περισκόπιο…»
Ο Γκονσαλίτο ήταν παρών, και στην καταπληκτική μνήμη του έμεινε καταχωρημένη εκείνη η πληροφορία χάρη στην οποία, έπειτα από λίγο καιρό, θα προκαλούσε τεράστια αίσθηση στους πελάτες και τις εργαζόμενες ενός φαρμακείου. Σε μια από τις βιτρίνες ήταν εκτεθειμένο ένα στηθοσκόπιο, και μια κυρία με περιβολή νοσοκόμας ρώτησε τις πωλήτριες την τιμή του «στηθοσκόπου». Μια και δυο, ο Γκονσάλο αφήνει το χέρι της γιαγιάς του, στήνεται μπροστά της και της λέει:
«Κυρία, μη λέτε βλακείες. Δε λέγεται στηθοσκόπος. Λέγεται στηθοσκόπιο, όπως τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο…»
Από τότε, κάθε φορά που η Μερσέδες πήγαινε σ’ εκείνο το φαρμακείο, οι υπάλληλοι τη ρωτούσαν πού ήταν ο σοφός εγγονός της. Εμείς, οι γονείς του, όταν το πληροφορηθήκαμε είδαμε να επιβεβαιώνονται οι κρυφές μας ελπίδες για το μέλλον εκείνου του τετράχρονου διανοούμενου.
 

ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ