ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΤΕΝΙΣ

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΤΕΝΙΣ

Συγγραφέας: ΓΚΑΛΟΥΕΪ ΤΙΜΟΘΙ
Μετάφραση: ΛΟΥΚΑΤΟΥ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
Εκδόθηκε: 02/12/2019
ISBN: 978-618-5400-08-8
Σελίδες: 200

€16.22 €18.02

«Το εσωτερικό παιχνίδι του τένις είναι το παιχνίδι που παίζεται μέσα στο μυαλό του παίκτη ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει  εμπόδια όπως τα κενά προσοχής, η νευρικότητα, η αβεβαιότητα και η αυτό-καταδίκη. Με δυο λόγια, το εσωτερικό παιχνίδι παίζεται για να ξεπεράσουμε τις συνήθειες του μυαλού που εμποδίζουν την άριστη επίδοση.
      Ο παίκτης του εσωτερικού παιχνιδιού εκτιμά την τέχνη της χαλαρής συγκέντρωσης περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, ανακαλύπτει την αληθινή βάση της αυτοπεποίθησης και μαθαίνει ότι το μυστικό της νίκης δε βρίσκεται στην υπέρμετρη προσπάθεια. Ο παίκτης αυτός στοχεύει στην επίδοση που έρχεται αυτόματα μόλις ο νους ηρεμήσει και γίνει ένα με το σώμα, το οποίο βρίσκει με τη σειρά του τους δικούς του, εκπληκτικούς τρόπους για να ξεπεράσει τα ίδια του τα όρια.
     Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιεί τις διαισθητικές ικανότητες του μυαλού […] και γι’ αυτό δε χρειάζεται καν να τη μάθουμε — την ξέρουμε ήδη. Αυτό που μας χρειάζεται είναι να ξεμάθουμε τις συνήθειες που παρεμβαίνουν και μας επηρεάζουν, κι έπειτα, απλώς, ν’ αφήσουμε να συμβεί αυτό που επιδιώκουμε.»
 
Η εστίαση της προσοχής στο παρόν —μοναδική στιγμή κατά την οποία ζούμε πραγματικά— είναι το κεντρικό θέμα αυτού του βιβλίου και η απαραίτητη προϋπόθεση για να κάνουμε καλά οτιδήποτε.
 
*   *   *
 
Κάθε επίδοξος παίκτης τένις πρέπει να διαβάσει αυτό το βιβλίο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα ακόμη εγχειρίδιο εκμάθησης τένις: είναι μια πλήρης φιλοσοφία ζωής.                                  
Psychology today
 
*   *   *
Ο Γκάλουεϊ απευθύνεται τόσο στον επαγγελματία όσο και στον απλό παίκτη τένις και τον ρωτά: «Γιατί παίζεις; Πώς παίζεις; Τι θέλεις να βελτιώσεις; Τι γνωρίζεις για το εγώ σου, για το χαρακτήρα σου, για την προσωπικότητά σου; Τι σημαίνει για σένα: ‘‘παίζω τένις’’;».
Κώστας Χρονόπουλος, προπονητής αντισφαίρισης

  Στο καλαθι βιβλια

Σκέψεις  πάνω  στην
Πνευματική  Πλευρά  του  Τένις

 

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ που ταλαιπωρούν περισσότερο έναν τενίστα δεν είναι αυτά που σχετίζονται με το χτύπημα της μπάλας στη ρακέτα, καθώς υπάρχουν βιβλία και επαγγελματίες που παρέχουν σε αφθονία αυτού του είδους τις πληροφορίες. Αλλά ούτε οι σωματικοί περιορισμοί απασχολούν υπέρμετρα τους παίκτες. Το πιο κοινό και διαχρονικό παράπονο όσων παίζουν τένις είναι το ακόλουθο: «Ξέρω καλά τι να κάνω, αλλά δεν κάνω καλά αυτά που ξέρω!» Άλλα κοινά παράπονα που ο δάσκαλος του τένις ακούει συνεχώς, είναι:

.Παίζω καλύτερα στην προπόνηση παρά στο ματς.
.Ξέρω ακριβώς τι δεν πάει καλά στο φόρχαντ μου, δεν μπορώ όμως να αλλάξω τη συνήθεια.
.Όταν προσπαθώ πολύ να χτυπήσω την μπάλα σύμφωνα με τις οδηγίες, τα κάνω πάντα μαντάρα. Όταν συγκεντρώνομαι σ’ ένα πράγμα που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω, ξεχνάω κάτι άλλο.
.Κάθε φορά που πλησιάζω στον τελευταίο πόντο του ματς με αντίπαλο έναν καλό παίκτη, αγχώνομαι τόσο πολύ που χάνω τη συγκέντρωσή μου.
.Είμαι ο χειρότερος εχθρός μου. Χάνω μόνος μου.

Σε όλα τα αθλήματα, οι περισσότεροι παίκτες αντιμετωπίζουν συνεχώς τέτοιες ή παρόμοιες δυσκολίες, και ξέρουν καλά πως δεν είναι εύκολο να τις διαχειριστούν στην πράξη. Ο παίκτης ακούει συχνά αυτούς τους πολυχρησιμοποιημένους αφορισμούς όπως: «Το τένις είναι πολύ ψυχολογικό παιχνίδι και πρέπει να αναπτύξεις την κατάλληλη πνευματική στάση» ή «Πρέπει να έχεις αυτοπεποίθηση και να θέλεις να νικήσεις, αλλιώς θα είσαι μονίμως ο χαμένος». Αλλά πώς μπορεί κάποιος να «έχει αυτοπεποίθηση» ή να αναπτύξει την «κατάλληλη πνευματική στάση»; Αυτά τα ερωτήματα συνήθως μένουν αναπάντητα.
Φαίνεται λοιπόν πως περισσεύει αρκετός χώρος για σχόλια που αφορούν τη βελτίωση των πνευματικών διεργασιών που θα μετατρέψουν τις τεχνικές πληροφορίες σε αποτελεσματική δράση. Το Εσωτερικό Παιχνίδι του Τένις ασχολείται ακριβώς με αυτό. με την ανάπτυξη των εσωτερικών ικανοτήτων, χωρίς τις οποίες η υψηλή επίδοση είναι αδύνατη.

 

ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΕΝΙΣ
 

Φανταστείτε τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό ενός ενθουσιώδους μαθητή που κάνει μάθημα μ’ έναν εξίσου ενθουσιώδη νέο δάσκαλο του τένις. Ας υποθέσουμε ότι ο μαθητής είναι ένας μεσόκοπος επιχειρηματίας αποφασισμένος να βελτιώσει τη θέση του στην κατάταξη του κλαμπ. Ο δάσκαλος στέκεται στο φιλέ μ’ ένα καλάθι γεμάτο μπάλες, και νιώθοντας λίγο αβέβαιος για το αν ο μαθητής του θεωρεί πως τα λεφτά του πιάνουν τόπο, αξιολογεί προσεκτικά κάθε χτύπημα. «Καλό αυτό, αλλά δεν γυρίζετε αρκετά το πρόσωπο της ρακέτας σας στο τελείωμα, κ. Ουέιλ. Ρίξτε το βάρος στο μπροστινό πόδι καθώς πάτε προς την μπάλα… Τώρα, ανοίγετε τη ρακέτα σας πολύ αργά… Όταν φέρνετε πίσω τη ρακέτα, να την κατεβάζετε πιο χαμηλά απ’ ό,τι στο τελευταίο χτύπημα… Έτσι μπράβο, πολύ καλύτερα.» Σε λίγο, στο μυαλό του κ. Ουέιλ στριφογυρίζουν έξι σκέψεις για το πρέπει να κάνει και δεκαέξι για το τι δεν πρέπει να κάνει. Η βελτίωση φαντάζει αμφίβολη και πολύ περίπλοκη υπόθεση, αλλά μαθητής και δάσκαλος έχουν μείνει ικανοποιημένοι από την προσεκτική ανάλυση κάθε χτυπήματος, και η αμοιβή καταβάλλεται ευχαρίστως με την παραλαβή της συμβουλής: «Εξασκηθείτε σ’ αυτά, και κάποια στιγμή θα δείτε μεγάλη βελτίωση».

ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ ΚΙ ΕΓΩ, ως νέος δάσκαλος, έχω υπάρξει υπερβολικός στη διδασκαλία μου, μια μέρα όμως που ήμουν σε χαλαρή διάθεση άρχισα να λέω λιγότερα και να παρατηρώ περισσότερο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, λάθη που είχα δει χωρίς να τα αναφέρω διορθώνονταν από μόνα τους χωρίς ο μαθητής να μάθει ποτέ ότι τα είχε κάνει. Μα πώς συνέβαιναν αυτές οι αλλαγές; Αν και το βρήκα ενδιαφέρον, ήταν κάπως σκληρό για τον εγωισμό μου, επειδή δεν έβλεπα πώς θα μπορούσα να εισπράξω το μερτικό μου από την αναγνώριση των βελτιώσεων. Το πλήγμα ήταν ακόμη μεγαλύτερο όταν συνειδητοποίησα ότι, μερικές φορές, οι οδηγίες μου έδειχναν να μειώνουν την πιθανότητα διόρθωσης του λάθους.
Όλοι οι επαγγελματίες δάσκαλοι ξέρουν τι εννοώ, γιατί όλοι έχουν μαθητές σαν τη δική μου Ντόροθι. Της έδινα μια χαλαρή οδηγία: «Γιατί δε δοκιμάζεις να ολοκληρώνεις την κίνηση πιο πάνω από τη μέση σου, με το τελείωμα στο ύψος του ώμου; Το τόπσπιν θα κρατήσει την μπάλα μέσα στο γήπεδο» και η Ντόροθι προσπαθούσε ευσυνείδητα να εφαρμόσει τις οδηγίες μου. Οι μύες γύρω απ’ το στόμα της συσπώνταν, τα φρύδια της υψώνονταν σ’ ένα μέτωπο όλο αποφασιστικότητα, η ένταση των μυών του πήχη τής προξενούσε ακαμψία, αλλά παρ’ όλα αυτά, το τελείωμα ανέβαινε μόνο ελάχιστα εκατοστά. Σε αυτό το σημείο, η κλασική αντίδραση του υπομονετικού δασκάλου είναι: «Καλύτερα, Ντόροθι, χαλάρωσε όμως. Μην προσπαθείς τόσο πολύ!» Η συμβουλή είναι καλή ώς ένα βαθμό, αλλά η Ντόροθι δεν καταλαβαίνει πώς είναι δυνατόν να «χαλαρώσει» την ίδια στιγμή που πασχίζει να χτυπήσει την μπάλα σωστά.
Γιατί άραγε η Ντόροθι —ή εσείς κι εγώ— να βρισκόμαστε σε τέτοια κατάσταση έντασης τη στιγμή που εκτελούμε μια επιθυμητή πράξη η οποία δεν έχει μεγάλες σωματικές απαιτήσεις; Τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό μας από τη στιγμή που μας δίνουν την οδηγία μέχρι να ολοκληρωθεί η κίνηση; Η πρώτη αμυδρή απάντηση σ’ αυτό το κρίσιμο ερώτημα μου δόθηκε σε μια στιγμή σπάνιας ενόρασης μετά από ένα μάθημα με την Ντόροθι: «Ό,τι κι αν συμβαίνει στο μυαλό της, είναι υπερβολικό! Προσπαθεί τόσο πολύ να χειριστεί τη ρακέτα όπως της είπα, που δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στην μπάλα». Εκείνην ακριβώς τη στιγμή υποσχέθηκα στον εαυτό μου να περιορίσω την ποσότητα των λεκτικών οδηγιών.
Το επόμενο μάθημα την ίδια μέρα ήταν μ’ έναν αρχάριο ονόματι Πολ που δεν είχε πιάσει ποτέ του ρακέτα. Αποφάσισα να του δείξω πώς να παίζει χρησιμοποιώντας ελάχιστες οδηγίες και προσπαθώντας να κρατήσω το μυαλό του απερίσπαστο, για να δω αν αυτό θα έκανε τη διαφορά. Άρχισα λοιπόν λέγοντας στον Πολ ότι δοκίμαζα κάτι καινούργιο: θα παρέλειπα εντελώς τις συνηθισμένες εξηγήσεις μου στους αρχάριους για τη σωστή λαβή, το χτύπημα και την κίνηση των ποδιών στο βασικό φόρχαντ. Αντί γι’ αυτό, θα χτυπούσα ο ίδιος δέκα φόρχαντ κι εκείνος θα κοίταζε προσεκτικά χωρίς να σκέφτεται τι έκανα. Απλώς θα προσπαθούσε να συγκρατήσει μια οπτική εικόνα του φόρχαντ. Έπειτα θα έπρεπε να ξαναφέρει την εικόνα στο μυαλό του, ξανά και ξανά, και στη συνέχεια ν’ αφήσει το σώμα του να τη μιμηθεί. Αφού με είδε να χτυπάω δέκα φόρχαντ, ο Πολ φαντάστηκε τον εαυτό του να κάνει το ίδιο. Ύστερα, καθώς έβαζα τη ρακέτα στο χέρι του στη σωστή θέση, μου είπε: «Πρόσεξα ότι το πρώτο πράγμα που κάνατε ήταν να κινήσετε τα πόδια σας». Απάντησα μ’ ένα επιφυλακτικό γρύλισμα και του ζήτησα ν’ αφήσει το σώμα του να μιμηθεί το φόρχαντ όσο καλύτερα μπορούσε. Έριξε την μπάλα, έκανε ένα τέλειο άνοιγμα, συνέχισε την κίνηση μπροστά κρατώντας τη ρακέτα στο σωστό ύψος, και με φυσική ρευστότητα τελείωσε την κίνηση στο ύψος του ώμου — θαυμάσια για πρώτη απόπειρα! Αλλά τα πόδια του δεν κινήθηκαν ούτε εκατοστό από την τέλεια θέση ετοιμότητας που είχε σκεφτεί πριν από το άνοιγμα της ρακέτας. έμειναν καρφωμένα στο γήπεδο. Του τα έδειξα, κι αυτός είπε: «Α, ναι, τα ξέχασα!» Το μοναδικό στοιχείο που ο Πολ είχε προσπαθήσει να θυμηθεί, ήταν και το μοναδικό πράγμα που δεν έκανε! Όλα τ’ άλλα τα είχε αφομοιώσει και επαναλάβει χωρίς να πω λέξη ή να δώσω την παραμικρή οδηγία!  
Άρχιζα να μαθαίνω αυτό που όλοι οι καλοί δάσκαλοι και μαθητές του τένις πρέπει να μάθουν: ότι οι εικόνες είναι καλύτερες από τα λόγια, είναι προτιμότερο να δείχνεις παρά να μιλάς, η πολλή καθοδήγηση είναι χειρότερη από τη μη καθοδήγηση και ότι η προσπάθεια συχνά παράγει αρνητικά αποτελέσματα. Ένα ερώτημα με προβλημάτισε: τι κακό έχει η προσπάθεια; Τι σημαίνει προσπαθώ υπερβολικά;

 

ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΟ ΜΥΑΛΟ
 

Ας αναλογιστούμε την πνευματική κατάσταση ενός παίκτη για τον οποίον λέμε ότι «πετάει» ή ότι «έχει μπει μέσα στο παιχνίδι». Σκέφτεται άραγε πώς πρέπει να χτυπάει την μπάλα; Σκέφτεται έστω και λίγο; Μερικές φορές, για να περιγράψουμε έναν παίκτη στο απόγειο του παιχνιδιού του χρησιμοποιούμε εκφράσεις όπως: «Είναι σε έκσταση», «Έχει μπει μέσα στο παιχνίδι», «Είναι σε νιρβάνα», «Δεν ακούει τίποτ’ άλλο». Ο κοινός τόπος μεταξύ αυτών των περιγραφών ­είναι ότι κάποιο μέρος του μυαλού δεν είναι απολύτως ενεργό. Αθλητές στα περισσότερα σπορ χρησιμοποιούν παρόμοιες εκφράσεις, και οι καλύτεροι γνωρίζουν ότι η στιγμή της κορυφαίας τους επίδοσης δεν ήταν προϊόν σκέψης.
Βεβαίως, παίζω χωρίς σκέψη, δε σημαίνει ότι παίζω χωρίς συνείδηση — αυτό θα ήταν κάπως δύσκολο! Στην πραγματικότητα, κάποιος που παίζει «χωρίς να σκέφτεται» έχει μεγαλύτερη αίσθηση της μπάλας και του γηπέδου, και όταν χρειάζεται, του αντιπάλου του. Αλλά δεν δίνει στον εαυτό του πολλές οδηγίες, δεν σκέφτεται πώς να χτυπήσει την μπάλα, πώς να διορθώσει παλιά λάθη ή πώς να επαναλάβει κάτι καλό. Αντιλαμβάνεται, αλλά ούτε σκέφτεται ούτε υπερ-προσπαθεί. Ο παίκτης σ’ αυτήν την κατάσταση ξέρει πού να στείλει την μπάλα, και δεν χρειάζεται να κοπιάσει γι’ αυτό. Είναι σαν να συμβαίνει από μόνο του — και συχνά με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ όσο μπορεί να ήλπιζε. Δείχνει να βυθίζεται στη ροή μιας δράσης που παίρνει την ενέργειά του και τη μετατρέπει σε δύναμη και ακρίβεια. Η «μεγάλη ρέντα» συνήθως συνεχίζεται ώσπου ν’ αρχίσει να τη σκέφτεται και να προσπαθεί να τη διατηρήσει. Και τότε ακριβώς, με το που επιχειρεί να την ελέγξει, τη χάνει.
Είναι εύκολο να επαληθεύσετε αυτή τη θεωρία, αν δεν σας πειράζει να χρησιμοποιήσετε λίγο δόλια μέσα. Την επόμενη φορά που ο αντίπαλός σας θα έχει μεγάλη ρέντα, απλώς ρωτήστε τον τη στιγμή που αλλάζετε γήπεδα: «Δε μου λες, Τζορτζ, τι άλλαξες σήμερα κι έχεις τόσο καλό φόρχαντ;». Αν «τσιμπήσει» —και κατά 95% θα «τσιμπήσει»— κι αρχίσει να σκέφτεται την κίνησή του και να σας εξηγεί πώς χτυπάει την μπάλα μπροστά και μακριά απ’ το σώμα, πώς κρατάει σταθερό τον καρπό και πώς τελειώνει καλύτερα την κίνηση, η ρέντα του, κατά κανόνα, θα λήξει. Μόλις προσπαθήσει να επαναλάβει όσα είπε ότι κάνει τόσο καλά, ο συγχρονισμός και η ρευστότητα της κίνησής του θα πάνε περίπατο.
Είναι όμως δυνατόν κάποιος «να μπαίνει στο παιχνίδι» κατά βούληση; Και με ποιον τρόπο μπορούμε να πετύχουμε μια «αβίαστη συγκέντρωση»; Ακούγεται αντιφατικό, κι όμως, είναι εφικτό. Ο καλύτερος τρόπος για να περιγράψουμε αυτήν την κατάσταση είναι λέγοντας ότι το μυαλό είναι τόσο συγκεντρωμένο, τόσο εστιασμένο, που είναι ήρεμο. Το μυαλό έχει γίνει ένα με το σώμα που εκτελεί την πράξη, και οι μη συνειδητές —αυτόματες— λειτουργίες επιτελούνται χωρίς την παρεμβολή σκέψεων. Το απολύτως συγκεντρωμένο μυαλό δεν έχει κενό χώρο για να σκεφτεί πόσο καλά τα καταφέρνει το σώμα, κι ακόμα λιγότερο πώς τα καταφέρνει. Όταν ο παίκτης βρίσκεται σε αυτή τη φάση, τίποτα δεν μπορεί να τον εμποδίσει να αποδώσει, να μάθει και να πάρει την απόλαυση που ψάχνει.
Εκεί στοχεύει το Εσωτερικό Παιχνίδι: στην ικανότητά μας να προσεγγίζουμε μια παρόμοια κατάσταση. Απαιτείται η ανάπτυξη εσωτερικών δεξιοτήτων, αλλά είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι αν αρχίσουμε να μαθαίνουμε πώς να εστιάζουμε την προσοχή μας και πώς να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, θα έχουμε μάθει κάτι πολύ πιο σημαντικό από το πώς να χτυπάμε ένα δυνατό μπάκχαντ. Το μπάκχαντ μπορεί να χρησιμοποιηθεί επωφελώς μόνο μέσα σ’ ένα γήπεδο τένις, ενώ η δεξιότητα στην τέχνη της αβίαστης συγκέντρωσης είναι ανεκτίμητη σε οτιδήποτε κι αν κάνουμε.
 

ΓΚΑΛΟΥΕΪ ΤΙΜΟΘΙ