ΑΠ' ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΠΙΟ ΕΛAΦΡΙΑ

ΑΠ' ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΠΙΟ ΕΛAΦΡΙΑ

Συγγραφέας: ΖΑΝΜΕΡ ΦΕΔΕΡΙΚΟ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 18/11/2016
ISBN: 978-960-8397-84-2
Σελίδες: 248

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

Η υπερβολική αυτοπεποίθηση και η εφηβική απρονοησία καταδικάζουν έναν δεκατετράχρονο ληστή σε μια αναπάντεχη κάθειρξη. Η μοναχική υπέργηρη γυναίκα την οποία επιχειρεί να ληστέψει, τον κλειδώνει στο μπάνιο και στρογγυλοκάθεται μιλώντας του έξω από την πόρτα. Η τιμωρία του: να μετατραπεί στον ιδανικό (και τραγικό) ακροατή, που θʼ ακούσει θέλοντας και μη ολόκληρη την ιστορία μιας μακράς ζωής που οδεύει προς το τέλος της.

Ιλαρό και δραματικό μαζί, λαμπερό και ερεβώδες, το Απʼ τον αέρα πιο ελαφριά είναι ένα λογοτεχνικό κατόρθωμα. Ένα μυθιστόρημα που —σαν γνήσιο θρίλερ— κρατάει τον αναγνώστη σε  αγωνία ώς την τελευταία σελίδα.
 

 

ΚAΤΣΕ ΣΤΟ ΣΚEΠΑΣΜΑ της τουαλέτας. Αν θέλεις. Δε σε πιέζω. Αλλά μου φαίνεται πως θα ʼσαι πιο άνετα καθισμένος στο σκέπασμα της τουαλέτας. Παίρνω κι εγώ μια καρέκλα και τη βάζω μπροστά στην πόρτα.
Θα σου αφηγηθώ κάτι.
Μη κλαψουρίζεις. Δε θα σου κάνει καλό, ούτε θα κερδίσεις τίποτα. Άσε που κινδυνεύεις να σου ανέβει η πίεση. Σʼ τʼ ορκίζομαι. Εμένα μου ʼχει συμβεί.
Κάτι. Θα σου αφηγηθώ κάτι που θέλω πολύ να σʼ το αφηγηθώ.
Σε παρακαλώ. Μη μου το χαλάς τώρα. Σταμάτα να μιλάς, ηρέμησε, μη βαράς την πόρτα σαν χαζός κι άκουσέ με ήσυχα ήσυχα — δε θα πάθεις τίποτα αν μʼ ακούσεις.
Θα σʼ αρέσει — ξέρω τι σου λέω.
Πάντα κάτι μαθαίνεις απʼ τους γέρους. Το ξέρω πως εσείς, κι εννοώ τους νέους, δε συμφωνείτε, λέτε πως τίποτα δεν μπορείτε να μάθετε από μια γριά σαν εμένα. Ενενήντα τριών είμαι. Πάω στα ενενήντα τέσσερα. Πολλά, ε;
Εντυπωσιακό, δε λέω, αλλά είνʼ αλήθεια πως τα χρόνια περνούν πολύ γρήγορα. ξαφνικά, κάποια στιγμή, συνειδητοποιείς πως ζεις ακόμα και περιμένεις να πεθάνεις. Δε με πιστεύεις, εντάξει, δικαίωμά σου. Εγώ, πάντως, σʼ το ξαναλέω: τα χρόνια περνούν σαν αστραπή, όπως λέει ο λαός. Και δεν το παίρνεις είδηση. Σου φαίνεται πως όλα έγιναν χθες ή λίγο, πολύ λίγο πριν. Αλλά εγώ δεν θέλω να μείνω σʼ αυτά τα ζητήματα: αν μʼ αφήσεις, θα σου αφηγηθώ αυτά που θέλω να σου αφηγηθώ για τη μητέρα μου, και μετά απʼ αυτό σου υπόσχομαι πως δε θα σε ξαναενοχλήσω.
Ναι. για τη μητέρα μου.
Έτσι σε θέλω, πιο πειθήνιο, νʼ ακούς, να μʼ αφήσεις να σου αφηγηθώ. Εσύ είσαι νέος, και όσο κι αν αυτό είναι ψέμα, είμαι σίγουρη πως ακόμα πιστεύεις ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου. Ένα σωρό χρόνο μπροστά σου. Κι αυτό, δε σʼ το κρύβω, είναι ψέμα. Ένα ψέμα τόσο μεγάλο όσο κι ο χρόνος. Αλλά εσύ αυτό ακόμα δεν το ξέρεις, κι όταν το μάθεις, πίστεψέ με, θα ʼναι ήδη πάρα πολύ αργά. Έτσι την έπαθα κι εγώ. Εν πάση περιπτώσει, σʼ ευχαριστώ που τώρα έχεις διάθεση να μʼ ακούσεις. Και να μάθεις.
Α! Ώστε δεν έχεις διάθεση. Δεν έχεις διάθεση για τίποτα. Εντάξει, αλλά εγώ, έχεις δεν έχεις, θα σου αφηγηθώ αυτά που θέλω να σου αφηγηθώ. Να το ξέρεις από τώρα. Να κάτσεις φρόνιμα, νʼ ακούσεις αυτό που θα σου αφηγηθώ, και μετά μου λες αν το βρήκες ή όχι ενδιαφέρον. Η αλήθεια είναι πως είμαι λίγο κουφή, δε βαριέσαι, προβλήματα της ηλικίας. Λοιπόν.
Τη μητέρα μου την έλεγαν Ντέλια. Αλλά τη φώναζαν Ντελίτα. Και παρʼ όλο που δεν τη γνώρισα, επίτρεψέ μου να τη λέω κι εγώ Ντελίτα. Για μένα είναι Ντελίτα, πάντα θα ʼναι Ντελίτα, καταλαβαίνεις.
Ούτε αυτό σʼ ενδιαφέρει, το πώς έλεγαν ή πώς φώναζαν τη μητέρα μου;
Μα πρέπει να σʼ ενδιαφέρει, γιατί μʼ αυτήν έχουν να κάνουν όσα θέλω να σου πω, κι αν εσύ δεν μάθεις το όνομα της κεντρικής ηρωίδας, θα σου είναι δύσκολο να με παρακολουθήσεις. Χώρια που μιλάμε για τη μητέρα μου, μην είσαι ανάγωγος, δείξε λίγο σεβασμό.
Όχι, όχι, όχι. Έτσι δεν πάμε πουθενά: δε μʼ αφήνεις να σου αφηγηθώ, και το πράγμα θα τραβήξει πολύ. Εμένα δεν με νοιάζει, αλήθεια σου λέω, εγώ είμαι μόνη μου στον κόσμο. Κάθε μέρα του Θεού, μόνη. Κάθε μέρα, όλη μου τη ζωή, μόνη. Εμένα, λοιπόν, γιατί μου φαίνεται ότι αυτό πρέπει να σʼ ενδιαφέρει; Εσύ φαντάζεσαι, το βλέπω, ότι έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου, ότι έχεις πολλά πράγματα να κάνεις, ότι έχεις μέλλον. Για μένα, νομίζω πως σʼ το είπα πριν και συμπάθα με αν επαναλαμβάνομαι, εσύ δεν έχεις τίποτα, κανένα απʼ αυτά τα πράγματα. Αλλά μη νομίζεις πως τα λέω μόνο για σένα, πως έχω τίποτα προσωπικά μαζί σου. Όχι. Κάθε άλλο. Τα λέω σε σένα γιατί εσύ είσαι εδώ αυτή τη στιγμή, κλεισμένος στο μπάνιο, κι οποιοσδήποτε άλλος να ʼταν στη θέση σου, τα ίδια θα του ʼλεγα.
Σʼ τʼ ορκίζομαι.
Έτσι μπράβο. Να ʼχεις υπομονή. Η υπομονή είναι η μητέρα όλων των αρετών. Τι ωφελεί να ʼσαι αγχωμένος, νʼ απελπίζεσαι; Τίποτα. Κι αυτό σʼ το λέω εγώ που ξέρω και από υπομονή και από απελπισία.
Λοιπόν, αφήνω τώρα τις σάλτσες και πάω στο ψαχνό.
Εννοώ την ιστορία της μητέρας μου. της Ντελίτας, θέλω να πω.
Δεν τη γνώρισα. Γιʼ αυτό και μου ʼναι δύσκολο να τη λέω μαμά. Μου βγαίνει το Ντελίτα. Έτσι την έλεγαν όλοι όσοι μου μιλούσαν γιʼ αυτήν όταν μεγάλωσα. Η καημενούλα πέθανε νεότατη, καλά καλά δεν είχε κλείσει τα είκοσι τρία, στις αρχές του 1916, μήνα Μάρτιο, κοντά έναν αιώνα τώρα. Πέθανε μόλις δύο χρόνια μετά τη γέννησή μου. Γιʼ αυτό σου λέω πως δεν τη γνώρισα.
Έτσι είναι. Συμφωνώ μʼ αυτό που λες. Στην πραγματικότητα, τη γνώρισα. Όμως η πραγματικότητα είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί όσο εύκολα νομίζεις εσύ. Η πραγματικότητα κι αν είναι ζήτημα — και μάλιστα, πολύ σύνθετο. Βέβαια, αν με πιέσεις, μπορεί να φτάσω στο σημείο να ομολογήσω ότι η ιστορία της μητέρας μου έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι νομίζω. Δεν ξέρω. Μπορεί. Κι ας είναι δύσκολο να μιλάς για την πραγματικότητα και να μη λες χαζομάρες.
Λοιπόν, αρχίζω.
Να με συμπαθάς, αλλά αν κάποιος φταίει που δεν έχω αρχίσει ακόμα να σου αφηγούμαι ό,τι έχω να σου αφηγηθώ, αυτός είσαι εσύ.
Επειδή όλο με διακόπτεις.
Είδες; Είδες; Πάλι με διέκοψες. Κι εγώ που νόμισα πως είχες ηρεμήσει. Μπα. Και τώρα μου πετάς αυτό. Η υπομονή σου δεν κράτησε ούτε ένα λεπτό.
Εννοείται.
Τώρα, μάλιστα.
Θα ʼναι πολύ πιο έξυπνο από μέρους σου αν δείξεις υπομονή. Όμως, θέλω να σου επισημάνω πως, αν και πριν από λίγο εσύ ο ίδιος με διαβεβαίωσες ότι δεν ήθελες να μʼ ακούσεις, δεν ήθελες να μάθεις, ήδη, σε πληροφορώ, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις. Αν μη τι άλλο, έχεις αρχίσει να μαθαίνεις την υπομονή, κι αν μάθει κανείς την υπομονή, όλα τʼ άλλα που πρέπει να μάθει στη ζωή θα του φανούν πιο εύκολα. Γίνεται πιο δεκτικός, πιο ανθρώπινος. Λιγότερο εγωιστής.
Όμως πρέπει κι εγώ να σʼ ευχαριστήσω. γιατί κι εγώ έχω αρχίσει να μαθαίνω κάτι από σένα. Παράξενο, ε; Να ʼμαι τόσο γριά και να μαθαίνω από ένα παιδί σαν και σένα! Όπως λένε, όμως, ποτέ μη λες ποτέ.
Όχι, όχι. Όχι έτσι. Έτσι το πράγμα δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω. Ούτε εσένα θα σου κάνει καλό ούτε εμένα. Εσύ περνάς απʼ την υπομονή στην ανυπομονησία εν ριπή οφθαλμού. Έχω την εντύπωση ότι γενικά είσαι ασταθής χαρακτήρας.
Λέω να φτιάξω ένα τσάι.
Μάλιστα: τσάι.
Εσύ, στο μεταξύ, βάλε κάτω τα πράγματα και σκέψου.
Δεν πάω μακριά, μη νομίζεις, η κουζίνα είναι κολλητά στο μπάνιο, δεν ξέρω αν το πρόσεξες όταν μπήκες. Σʼ το λέω, γιατί έτσι όπως μπήκες με τα νεύρα τεντωμένα κι ενθουσιασμένος απʼ τα λεφτά που θα μου ʼκλεβες, μπορεί να μην έδωσες σημασία στο ότι η κουζίνα είναι εδώ δίπλα.
Αν θέλεις να εκμεταλλευτείς την απουσία μου και νʼ ανακουφιστείς, κάνʼ το άφοβα, εγώ σʼ ακούω κι από κει. Αν και η αλήθεια είναι, σʼ το ʼχω ξαναπεί, πως είμαι λίγο κουφή. Όμως, σε θερμοπαρακαλώ, όταν ξαναγυρίσω εδώ με το τσάι μου, να ʼχεις καταλάβει όλα όσα πρέπει να καταλάβεις για την αλλόκοτη κατάσταση στην οποία, υπʼ ευθύνην σου, έχουμε βρεθεί και οι δύο, και να μʼ αφήσεις να σου αφηγηθώ όσα έχω να σου αφηγηθώ χωρίς να με διακόπτεις.
Συγκεντρώσου.
Σε παρακαλώ.

Και μην αυταπατάσαι: όσο δυνατά κι αν φωνάζεις ή βαράς την πόρτα, κανείς δε θα σʼ ακούσει — μόνο εγώ. Σε διαβεβαιώνω: είμαστε στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, κι από κάτω δε ζει κανένας εδώ και χρόνια. 

ΖΑΝΜΕΡ ΦΕΔΕΡΙΚΟ