ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ

ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ

Συγγραφέας: ΚΟΛΟΑΝΕ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 04/04/1994
ISBN: 960-7073-23-1
Σελίδες: 216

€14.31 €15.90

  Στο καλαθι βιβλια

Ο Λουίς Σεπούλβεδα γράφει: «Για να μιλήσω για τον Φρανσίσκο Κολοάνε, δεν βρίσκω καλύτερη αρχή από το "μια φορά κι έναν καιρό" που μας άνοιγε ορθάνοιχτες τις πόρτες της φαντασίας. Ο μεγαλύτερος συγγραφέας της Χιλής, ένας γίγας...»

Tην πανωλεθρία κουβαλούσαν πισωκάπουλα οι τρεις καβαλάρηδες που διέσχιζαν με γοργό καλπασμό το Πάραμο. Η τελευταία μάχη με τις δυνάμεις του Χούλιο Πόπερ είχε δοθεί στις όχθες του ποταμού Μπέτα, και οι αντίπαλοι του πάμπλουτου χρυσοθήρα —καμιά εξηνταριά τυχοδιώκτες όλων των εθνικοτήτων— σκόρπισαν, ολοσχερώς συντριμμένοι και με μεγάλες απώλειες. Μερικοί διέφυγαν προς την κορυφογραμμή της Κάρμεν Σίλβα, της οροσειράς που ο ίδιος ο Πόπερ είχε βαφτίσει έτσι προς τιμήν της Ρουμάνας βασίλισσας του. ʼλλους τους κατάπιαν τα απέραντα χορταριασμένα βοσκοτόπια της Τσίνα Γκρικ, και κάποιοι ανέβηκαν τα βουνά του ποταμού Μακ Λέλαν, καταφύγιο ληστών και των τελευταίων Ινδιάνων Όνα. Μόνο ο Νόβακ, ο Σίφερ και ο Σπίρο έφυγαν προς τις νότιες ακτές της Γης του Πυρός, με την ελπίδα να κρυφτούν πίσω από τα σκιερά υψώματα του ακρωτηρίου Σαν Μαρτίν. Είχαν ακόμα λίγες σφαίρες για τις καραμπίνες τους, και ο Νόβακ είχε μια γεμάτη φυσιγγιοθήκη διαμετρήματος 9" για το μακρύκαννο Κόλτ του, το μοναδικό της τριάδας. Ετούτα τα ελάχιστα πυρομαχικά ήταν το μοναδικό πράγμα που τους εμψύχωνε στην απελπιστική κατάσταση τους, μολονότι δεν θα τους έφταναν για μια παρατεταμένη μάχη. Όλα τα υπόλοιπα ήταν μόνο πανωλεθρία, εξάντληση, εκμηδενισμός, τόσο μέσα στις κυνηγημένες καρδιές τους, όσο κι απέξω, στην ερημιά της φουεγιανής στέπας. «Έχεις αίμα στο παντελόνι...» είπε ο Νόβακ με μια παράξενη τρυφερότητα στη φωνή του, δείχνοντας το δεξί πόδι του Σίφερ. «Ναι, το ξέρω» απάντησε ψυχρά ο Σίφερ, καρφώνοντας τα γαλανά του μάτια στον μολυβένιο ουρανό, όπως το πουλί που τεντώνει το λαιμό του λίγο πριν πετάξει. «Σφαίρα;» ρώτησε ο Σπίρο. «Όχι, χεσιά από γουανάκο!» έγρουξε ο Σίφερ οργισμένα. «Για να δούμε» είπε ο Νόβακ, συγκρατώντας τον καλπασμό του αλόγου του. «Τι;» «Την πληγή» επανέλαβε ο Γερμανός πρώην λοχίας, με το ύφος ανωτέρου που ενδιαφέρεται για την κατάσταση των ανδρών του. «Δεν είναι τίποτα..., ας συνεχίσουμε» ψέλλισε ο Σίφερ, κάπως πιο φιλικά, σπιρουνίζοντας το άλογο του. Ο Κόσμε Σπίρο έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα πίσω του και σπιρούνισε ακόμη περισσότερο το άλογο του, μπαίνοντας επικεφαλής της τριάδας. Ο γερο-Σίφερ, σαν ένα πληγωμένο πουλί, ξανασήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό. Παρά τις δυνατές σουβλιές που ένιωθε στην πληγή, περισσότερο τον τυραννούσε η αιμορραγία· γιατί κάθε φορά που έσφιγγε το πόδι στον αναβολέα, για να κρατήσει το σώμα του στο ρυθμό του καλπασμού, αισθανόταν ένα κύμα υγρού ν' αναβλύζει από την πληγή, που στάλαζε από τη γάμπα στο πόδι, ανατριχιαστικά χλιαρό, μουσκεύοντας ολοένα και περισσότερο το εσωτερικό της μπότας. Πιέζοντας με το δεξί του χέρι πάνω στην παλιά γερμανική κοντόκαννη καραμπίνα του, που είχε περασμένη στο μπροστινό μέρος της σέλας, προσπαθούσε να ελαφρώσει το βάρος που έριχνε με το πέλμα του στον αναβολέα, για να κρατήσει το ρυθμό του καλπασμού. Ήταν όμως ανώφελο, το χλιαρό υγρό ανάβλυζε με μια περιοδικότητα εξαντλητική, γλιστρώντας συνεχώς προς το πέλμα για να λιμνάσει μέσα στην μπότα. Τότε λοιπόν ο Σίφερ τέντωνε το κεφάλι ψηλά, σαν πουλί, όχι για να ικετεύσει τον ουρανό μα για να εξαπολύσει ορυμαγδό από κατάρες στο θεό του, που τον έριξε σε τόσο αλγεινή κατάσταση. «Ποιος μου είπε να τα βάλω με τον Πόπερ», μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια ο γέρος, «αφού ο Ρουμάνος μου φερόταν σαν σε συμπατριώτη, σ' εμένα, που είμαι ένας Ουγγαρέζος χαμένος σε τούτες τις ακτές.» Κάπου κάπου ξεπηδούσαν στο νου του, σαν τα χλιαρά και ύπουλα κύματα απ' το αίμα της πληγής του, φευγαλέες αναμνήσεις από τις περιπέτειες του με το χρυσοθήρα που πλούτισε στο Πάραμο. Ο πόνος και το σφιχταγκάλιασμα του θανάτου, φέρνουν πάντοτε στη μνήμη τα κομμάτια μιας ολόκληρης ζωής. Θυμήθηκε την πρώτη του συνάντηση μ' εκείνον τον μεθυσμένο αξιωματικό σ' ένα μπαρ στην Πούντα Αρένας, όπου παραλίγο να τον μπερδέψει με υπολοχαγό του αυστρο-ουγγρικού στρατού εξαιτίας της στολής... Δεν ήταν άλλος απ' τον Νόβακ, που τώρα κάλπαζε δίπλα του, φυγάς κι αυτός, κουβαλώντας την ίδια πανωλεθρία πισωκάπουλα! Ο Πόπερ τον είχε ορίσει διοικητή της προσωπικής του φρουράς, που ήταν συνήθως ντυμένη με αυστρο-ουγγαρέζικες στρατιωτικές στολές, όπως και η υπόλοιπη αστυνομία του στο Πάραμο. Τα όπλα και οι στολές επέβαλαν το σεβασμό στους εργάτες και τους ιθαγενείς που άρχιζαν πλέον να συνειδητοποιούν τι θα πει ένοπλο, δυνάμεις. Εκείνη τη φορά ο διοικητής της φρουράς του Πόπερ είχε πληρώσει με ένα παράξενο νόμισμα, που ο ιδιοκτήτης του μπαρ δεν το δεχόταν, αν πρώτα δεν το ζύγιζε σε μια ζυγαριά για χρυσό. Ήταν ακριβώς πέντε γραμμάρια απ' αυτό το μέταλλο. Στη μια πλευρά ήταν χαραγμένο ένα μεγάλο «5» με τη λέξη «γραμμάρια» από πάνω και γύρω γύρω έγραφε «Χρυσωρύχοι του Νότου», ενώ στην ανάποδη, «Χούλιο Πόπερ -Γη του Πυρός- 1889». Ήταν έκπληξη για τον Σίφερ εκείνο το περίεργο νόμισμα, καθώς βρισκόταν δίχως σεντάβο στο λιμάνι της Πούντα Αρένας, κι αφού προηγουμένως είχε ψάξει για χρυσό στις ακτές του Στενού του Μαγγελάνου, φτάνοντας στις χρυσοφόρες φλέβες όταν πια οι άλλοι είχαν αφήσει μόνο τρύπες. Συζήτησε με το Νόβακ εκείνη τη μέρα καί γοητεύτηκε απ' τη φήμη του πλούσιου Ρουμάνου ο οποίος ήθελε να τον αποκαλούν ο «Βασιλιάς του Πάραμο». Με την ενθάρρυνση του αρχηγού της φρουράς, κατατάχτηκε στο στρατό του. Όμως κι αυτός, όπως όλοι όσοι σέρνονταν πίσω από τη λάμψη του χρυσού, διατηρούσε την κρυφή φιλοδοξία να γίνει πλούσιος σαν το αφεντικό του. Με το τρικάταρτο Μαρία Αόπεζ έσκισαν τα νερά του Στενού, παραπλέοντας τη Γη του Πυρός από την πλευρά του Ατλαντικού, και ξεμπάρκαραν στο Πάραμο. Αυτό σχηματίζει έναν γιγαντιαίο κυματοθραύστη, που εκτείνεται μια δωδεκάδα χιλιόμετρα μες στον ωκεανό, και προστατεύει με το πέτρινο χέρι του τον αχανή κόλπο του Σαν Σεμπαστιάν, όπου η θάλασσα ανεβαίνει και κατεβαίνει σε ύψος πάνω από δέκα μέτρα, γυμνώνοντας χιλιόμετρα και χιλιόμετρα αργιλώδους ακτής, τριγυρισμένης με αμμόλοφους και λόχμες, απ' όπου ξεκινάει ο κάμπος της γης του Πυρός με τα εκτεταμένα βοσκοτόπια από κοϊρόν. Όλη η περιοχή είναι γνωστή με το όνομα Πάραμο, και εκεί ο Χούλιο Πόπερ, ο πρώτος λευκός που διέσχισε το νησί από το Στενό του Μαγγελάνου μέχρι τον Ατλαντικό Ωκεανό, είχε ανακαλύψει παρθένα κοιτάσματα χρυσού σε σκόνη, κόκκους και πετρώματα. Αλλά το συνηθισμένο αυλάκι, το σουρωτήρι και το ξέπλυμα, δεν ικανοποιούσαν τη φιλοδοξία του τυχερού χρυσοθήρα. Παρατηρώντας την άμπωτη των δέκα και παραπάνω μέτρων που δημιουργούσε η κίνηση της θάλασσας, μηχανεύτηκε έναν τρόπο να εκμεταλλευτεί αυτή την κοσμική ενέργεια: έβαλε να σκάψουν σήραγγες, εφτά μέτρα κάτω από το επίπεδο της μεγάλης παλίρροιας, και τοποθέτησε μέσα σ' αυτές έναν ξύλινο μηχανισμό δικής του κατασκευής. Όταν η θάλασσα ανέβαινε, το νερό φυλακιζόταν σ' εκείνες τις σήραγγες με τις γερές μπουκαπόρτες, και όταν κατέβαινε, το απελευθέρωνε από τη φυλακή του, αλλά ελέγχοντας το ρυθμό της ροής του, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται όλο το χρυσοφόρο ίζημα που σοριαζόταν εν τω μεταξύ από δεκάδες εργάτες. Η απόδοση αυτών των κατασκευών ήταν τόσο εκπληκτική που ο Πόπερ τις βάφτισε με το όνομα: «θερίστρες του Χρυσού». Και δεν ήταν υπερβολή, αφού η συγκομιδή του έδινε σχεδόν μισό τόνο χρυσού το χρόνο. Έτσι, χάρη σ' αυτόν τον κοσμικό ταύρο που έζεψε στο ζυγό της ανθρώπινης επινόησης, ο Χούλιο Πόπερ μπορούσε να περηφανεύεται πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που είχε «οργώσει και θερίσει στη θάλασσα». Αλλά οι θερίστρες του τολμηρού Ρουμάνου παρήγαν μόνο για τον εφευρέτη τους, και οι άπληστοι τυχοδιώκτες που τον συνόδευαν στην πορεία του, με την ελπίδα να γίνουν πλούσιοι σαν αυτόν, άρχισαν να κοιτούν με φθόνο και μνησικακία το αφεντικό, που θεωρούσε ιδιοκτησία του όλα τα κοιτάσματα δίχως ν' αφήνει ούτε κομματάκι γης που να μπορεί να το εκμεταλλευτεί για λογαριασμό του και κάποιος άλλος. Μια μέρα λιποτάκτησαν κάμποσοι, γιατί μαθεύτηκε η είδηση πως στο ποτάμι Κουλέν και στους παραποτάμους ʼλφα, Βήτα και Γάμα είχαν βρεθεί άλλες χρυσοφόρες φλέβες, τόσο πλούσιες όσο αυτές του Πάραμο. Εκεί το ξέπλυμα και το ατομικό σουρωτήρι μπορούσαν ακόμη να κάνουν πλούσιους παραπάνω από έναν ανεξάρτητους χρυσοθήρες, αντί να κάθονται ζεμένοι, όπως η θάλασσα, στο ζυγό του Πόπερ και να ξεπλένουν το χρυσό του. Ο «Βασιλιάς του Πάραμο», όμως, δεν επέτρεψε στους αποστάτες να τον ανταγωνιστούν κάτω από τη μύτη του, και αρχι σε να τους πολεμά με το στρατό του για να εγκαταλείψουν τι καταφύγια τους, παραδίνοντας τα κοιτάσματα στις ατέλειωτει φιλοδοξίες του. Ταυτόχρονα, άλλα γεγονότα ήρθαν να επιδεινώσουν τις συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων σ' εκείνη την απόμερη ακτή του πλανήτη. Εκμεταλλευόμενοι την απουσία του αφεντικού, που βρισκόταν στην Πούντα Αρένας, ένα τσούρμο εργάτες κατέλαβαν το τρικάταρτο Μαρία Λόπεζ, που ήταν αγκυροβολημένο στον κόλπο του Σαν Σεμπαστιάν, και έφυγαν παίρνοντας είκοσι τέσσερα κιλά χρυσάφι. Αλλά η θάλασσα δεν βοηθούσε τον Πόπερ μονάχα στη συγκομιδή του χρυσού, τον προστάτευε κιόλας, σαν ζηλιάρης φύλακας, πιο πιστός από τους ανθρώπους. Λεηλατώντας τις αποθήκες του «Βασιλιά του Πάραμο», οι δραπέτες πήραν όλο το αλκοόλ που βρήκαν, κι αυτό ήταν η καταστροφή τους. Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγος έπιασε δυνατή καταιγίδα και, καθώς όλοι ήταν στουπί στο μεθύσι, γλεντώντας τη δραπέτευση τους, δεν κατάφεραν να μαϊνάρουν τα πανιά και το τρικάταρτο βυθίστηκε, παίρνοντας στην αγκαλιά του ωκεανού ολάκερο το πλήρωμα του. Καταποντίστηκαν μια για πάντα, μαζί με τα είκοσι τέσσερα κιλά χρυσάφι, παράδειγμα αιώνιο για όλους τους μελλοντικούς ανυπόταχτους εργάτες του «Βασιλιά του Πάραμο».

ΚΟΛΟΑΝΕ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ