ΜΑΥΡΑ ΓΥΑΛΙΑ

ΜΑΥΡΑ ΓΥΑΛΙΑ

Συγγραφέας: ΖΟΝΚΟΥΡ ΣΕΡΖ
Μετάφραση: ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
Εκδόθηκε: 08/12/2004
ISBN: 960-8397-02-2
Σελίδες: 140

€13.36 €14.84

  Στο καλαθι βιβλια

Ο άντρας περπατούσε προς το μέρος τους μ’ εκείνο το βήμα το κατά τι επιτηδευμένο και ελάχιστα επι-δεικτικό όσων ξέρουν πως τους παρατηρούν. Σκορπούσε βλέμματα δεξιά κι αριστερά, λες κι έψαχνε τα πάντα στα πέριξ, λες κι όλα τα ζύγιαζε με το μάτι. Στα μαύρα γυαλιά του, όλα καθρεφτίζονταν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο: η πελούζα σε ζαφειρένιο πράσινο, λεία σαν βελούδο, οι σκάλες σε λευκή πέτρα, η πισίνα εκεί όπου τέλειωνε η σκάλα, οι διάφανες φουσκωτές πολυθρόνες που λικνίζονταν στην επιφάνεια, οι σεζλόνγκ, άδειες κι αυτές, η υπέρτατη αυθάδεια της πολυτέλειας όταν συνδυάζεται με την ανεμελιά — μια ατμόσφαιρα που του πήγαινε κουτί. Τον γνώριζαν άραγε; Και οι δύο γυναίκες έψαχναν μάταια μιαν απάντηση, μη μπορώντας να υποθέσουν τι τον έφερνε εκεί: ίσως η παραλία. μπορεί και το σκάφος. Μέσα στο καλοκαιρινό απομεσήμερο καταφθάνει ένας ωραίος, λευκοντυμένος άγνωστος με μοναδική αποσκευή τα Ray-Ban γυαλιά του. Το νησί είναι παραθεριστικός παράδεισος, η οικογένεια μεγαλο-αστική, οι κόρες πλήττουν στην πισίνα, ο καύσωνας λιώνει το τοπίο. Ο ωραίος άγνωστος δηλώνει φίλος τού —παντελώς αποτυχημένου— γιου της οικογένειας τον οποίον όλοι περιμένουν αλλά δεν βλέπουν να έρχεται. Κάπου, στις ακτές, η αστυνομία ανακαλύπτει ένα πτώμα... Ο Σερζ Ζονκούρ αποδεικνύει πως κατέχει σε υπερθετικό βαθμό τη συγγραφική τέχνη της αγωνιώδους αναμονής, της ηχηρής σιωπής, του εύγλωττου βλέμματος, του πρωτόγονου φονικού ενστίκτου που έχει μεταλλαχθεί σε τυπική χειραψία... Ένα θρίλερ χειρουργικής ακριβείας που του χάρισε το βραβείο μυθιστορήματος France Televisions 2003.

Δε χωράει αμφιβολία: αυτό που τις καθησύχασε, ήταν το λευκό. Όταν ένας άγνωστος σπρώχνει έτσι την καγκελόπορτα του κήπου, όταν είναι ντυμένος στα λευκά από την κορφή ώς τα νύχια, κι όταν αυτά τα λευκά είναι στην τρίχα, ούτε που το σκέφτεσαι να φυλαχτείς. Τέτοια ώρα το απόγευμα, ο ήλιος χτυπούσε κατακέφαλα στη βεράντα. μόνο η Ζιλί και η Βανέσα μπορούσαν να τον αντέξουν. Ήξεραν πως ήταν μόνες. μάλιστα, είχαν επωφεληθεί απ’ αυτό για να βγάλουν το πάνω τού μαγιό, και χαλάρωναν, παραδομένες στην ηλιοθεραπεία τους. Από μακριά, ο άντρας έδειξε να σταματάει μια στιγμή, κι είχε μάλιστα τη λεπτότητα να στρέψει αλλού το βλέμμα, αφήνοντας να φανεί ένας μεγάλος σάκος κρεμασμένος στον ώμο του, λευκός κι αυτός. Η Ζιλί φόρεσε το πουκάμισό της κι η Βανέσα τυλίχτηκε σε μια πετσέτα του μπάνιου, θυμωμένη που είχε προβάλει τη γύμνια της, κι υπογραμμίζοντάς την πιο πολύ καθώς την κάλυπτε. Ο άντρας περπατούσε προς το μέρος τους μ’ εκείνο το βήμα το κατά τι επιτηδευμένο και ελάχιστα επιδεικτικό όσων ξέρουν πως τους παρατηρούν. Σκορπούσε βλέμματα δεξιά κι αριστερά, λες κι έψαχνε τα πάντα στα πέριξ, λες κι όλα τα ζύγιαζε με το μάτι. Στα μαύρα γυαλιά του, όλα καθρεφτίζονταν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο: η πελούζα σε ζαφειρένιο πράσινο, λεία σαν βελούδο, οι σκάλες σε λευκή πέτρα, η πισίνα εκεί όπου τέλειωνε η σκάλα, οι διάφανες φουσκωτές πολυθρόνες που λικνίζονταν στην επιφάνεια, οι σεζλόνγκ, άδειες κι αυτές, η υπέρτατη αυθάδεια της πολυτέλειας όταν συνδυάζεται με την ανεμελιά — μια ατμόσφαιρα που του πήγαινε κουτί. Τον γνώριζαν άραγε; Και οι δύο γυναίκες έψαχναν μάταια μιαν απάντηση, μη μπορώντας να υποθέσουν τι τον έφερνε εκεί: ίσως η παραλία. μπορεί και το σκάφος. Αυτό που τις έκανε να φερθούν φιλικά, ήταν η λεπτότητά του να βγάλει τα Ray-Ban — όπως και να το κάνουμε, ευγενής χειρονομία: τουλάχιστον να μη τις αναστατώνει περισσότερο κρύβοντας το βλέμμα του. πόσο μάλλον που αυτό το βλέμμα ήταν γαλάζιο, ατσάλινο και ευθύ, από κείνα τα βλέμματα που σε κάνουν να τραβάς το δικό σου από πάνω τους με μια υποσυνείδητη ενοχή. Ο άντρας κατευθύνθηκε φυσικότατα προς τη Βανέσα σαν να γνωρίζονταν από καιρό — ούτε αμήχανος ούτε θρασύς. Είχε τον ήλιο φάτσα. Να χάνεσαι ξανά στους δαιδάλους της σεμνοτυφίας. να περιχαρακώνεις κάτι μίση που υποβόσκουν μέσα σου. να προσποιείσαι αυτές τις υποχωρήσεις που φανερώνουν τις προθέσεις του άλλου. να ξεφεύγεις. να επανέρχεσαι. να αισθάνεσαι την τεράστια ανάγκη που έχεις μερικές φορές ν’ αρέσεις. να βρίσκεις την ακριβή ισορροπία ανάμεσα στη διακριτικότητα και το πείσμα… Καθώς ο Φιλίπ δεν ήταν εκεί, οι δύο αδελφές προσπαθούσαν να υπολογίσουν την ημερομηνία της επιστροφής του. Αύριο, απόψε, ίσως από στιγμή σε στιγμή. έτσι κι αλλιώς, μαζί του δεν ήξερες ποτέ… Λέγοντας αυτό, τόνιζαν την αμφίβολη αξιοπιστία του αδελφού τους. πάντως, χωρίς να παραπονιούνται, κι ούτε να το παίρνουν κατάκαρδα. Κι όμως, μου είπε… Ε, ναι, τι τα θέλετε… Στον τρόπο με τον οποίο του απαντούσαν, υπήρχε εκείνη η απολογητική ευπρέπεια, η λύπη πως απογοήτευσες τον άλλον, καθιστώντας του συγχρόνως απόλυτα σαφές πως άδικα είχε κάνει όλο τον κόπο. Ο άντρας συστήθηκε: Μπορίς. Το όνομα κάτι τους έλεγε, και μετά, όταν ανέφερε το κολέγιο, τα χαμένα χρόνια αυτής της οιονεί κάθειρξης, όλα αυτά που λέγονται για τα οικοτροφεία, θυμήθηκαν τις παγερές αναμνήσεις του αδελφού τους, όλα εκείνα τα σκληρά χρόνια που προσπαθούσε ν’ αντισταθεί στο δαμασμό, ένα κούφιο κατασκεύασμα καθωσπρεπισμού και κοσμιότητας — ιδού η απόδειξις. Ένα γελάκι κυμάτισε — κάπως να εκτονωθεί η κατάσταση. Υπάρχει πάντα μια αόριστη ένταση όταν συναντάς κάποιον για πρώτη φορά, ιδίως κάτω από τέτοιες συνθήκες. Εκείνος το ένιωσε από την αρχή πως ο ελιγμός είχε πετύχει: μια ολιγόλογη αυτοπαρουσίαση, λίγα αστειάκια, η δεξιότητά του να μη τις κοιτάζει πουθενά αλλού παρά μόνο στα μάτια, και τέρμα τα προκαταρκτικά. Από τις δύο αδελφές, η Ζιλί ήταν εκείνη που έδειχνε τη μεγαλύτερη κατανόηση ή, έστω, τη μικρότερη ενόχληση από την απουσία του αδελφού τους. «Για να δούμε… Θα έπαιρνε το αεροπλάνο από το Νούπορτ στις 10 του μηνός, και ξέρω πως ήθελε να μείνει μια-δυο μέρες στη Νέα Υόρκη…» «Όπως και να ’χει, στις 14 Ιουλίου θα ’ναι εδώ» πέταξε η Βανέσα, συγχυσμένη από την τόση προθυμία της αδελφής της… Στη στιγμή, όμως, τα ’βαλε με τον εαυτό της: ούτε λίγο ούτε πολύ, τους είχε δώσει στο πιάτο την τέλεια αφορμή να περάσουν σ’ άλλο θέμα: η Ζιλί άρχισε να επεκτείνεται σε κάθε είδους λεπτομέρειες σχετικά με την 14η Ιουλίου, εξηγώντας πως κάθε χρόνο ο Φιλίπ άναβε καμαρωτά τα πυροτεχνήματά του από το δυτικό ακρωτήρι του νησιού, προς τέρψιν όχι μόνο της οικογένειάς του, αλλά και των παραθεριστών, και πως την τελετή, όσο παγανιστική και παραδοσιακή κι αν ήταν, δε θα την έχανε με τίποτα, πόσο μάλλον αφού ήταν και η μοναδική του ευκαιρία να λάμψει, ν’ αποδείξει πως, ό,τι και να έλεγαν, ήταν κι αυτός ικανός για κάτι — η 14η Ιουλίου ήταν η αποθέωσή του… Ο Μπορίς προσπάθησε να παραστήσει με το νου του όλη αυτή τη συζητήσιμη ευφροσύνη, τα πολύχρωμα βεγγαλικά, τις εκρήξεις ν’ αντηχούν στα βράχια, τα αντιφεγγίσματα στον κόλπο, τις κραυγές χαράς, τη γενική αγαλλίαση… Πάντα καθιστή, η Βανέσα έσφιγγε την πετσέτα πάνω της σαν να κρύωνε, και κουνιόταν όσο λιγότερο μπορούσε, από φόβο μην αποκαλύψει κάτι παραπάνω. Όμως, αυτό που την εξόργιζε πιο πολύ, ήταν η προοπτική της λογομαχίας. όσο κι αν είχε καιρό να την απασχολήσει η ασυνέπειά του, αυτή τη φορά ο Φιλίπ είχε ξεπεράσει τα όρια. Να τους φορτώσει έτσι έναν ξένο χωρίς την παραμικρή ειδοποίηση, να μη ξέρουν πού να τον βρουν, στην άλλη άκρη μιας κωφάλαλης τηλεφωνικής σύνδεσης που όλα έδειχναν πως δεν είχε πληρώσει το λογαριασμό της — όλα έδειχναν ότι, γι’ άλλη μια φορά, είχε ξεπεράσει τα όρια της ανευθυνότητας… Πάλι είχε γίνει έξω φρενών μαζί του, πάλι λογάριαζε να τον ξαναβάλει στη θέση του και, με το θυμό να υποσκελίζει την ανησυχία, περίμενε πώς και πώς την ώρα της υπέροχης κατσάδας μόλις θα γύριζε. Ενώ κατά κανόνα ανησυχούμε αμέσως αν ένας δικός μας άνθρωπος δεν απαντά στο κινητό του κι οι κλήσεις πέφτουν στο κενό —τ’ άσχημα προαισθήματα ξυπνούν, βάζουμε με το νου μας τα χειρότερα—, όλα αυτά με τον Φιλίπ ήταν σχεδόν φυσιολογικά, ένα ακόμα σήμα κατατεθέν της ασυνέπειάς του, αυτής της αιώνιας εφηβείας που δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. Πίσω από ένα χαμογελαστό προσωπείο, η Βανέσα δε σκεφτόταν παρά να τον βάλει κάτω και να του τα ψάλει. Όλοι στην οικογένεια είχαν την τάση να θεωρούν την ελαφρότητα χαρακτηριστικό του Φιλίπ, αν όχι και προτέρημά του. και όσο κι αν όλοι είχαν συμβιβαστεί με την αφερεγγυότητα του αδελφού της, εκείνη διατηρούσε πάντα την ελπίδα πως, μια μέρα, θα τον συμμόρφωνε. «Υπάρχει τίποτα να πιούμε;» «Μα φυσικά! Βανέσα, μπορείς ν’ ασχοληθείς;» Η Βανέσα έριξε ένα δηλητηριώδες βλέμμα στην αδελφή της, σκανδαλισμένη από αυτόν τον τόνο ανωτερότητας, σημάδι πως και μόνο η παρουσία αυτού του ατόμου την έκανε να χάσει το φυσικό της, ν’ αρχίσει να πλάθει ένα ρόλο. Έσφιξε την πετσέτα πάνω της και σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη — ήδη την είχε καταβάλει η αίσθηση ενός απομεσήμερου που πήγε κατά διαόλου, της ύβρεως κάποιων συγκυριών που, καμιά φορά, σαν την κακή ζαριά, μας χαλάνε την ησυχία. Με όχημα τη δίψα του ξανάκανε όλο το ταξίδι νοερά, θαρρείς κι αυτή η δίψα είχε παίξει παντού: στη βιαστική αναχώρηση, στην ιλιγγιώδη αίσθηση της άφιξης, στις διάφορες προκλήσεις, στην επίγευση του χλώριου όταν κάθεται στον ουρανίσκο, η ίδια πάντα όπου κι αν έβρισκε το νερό, είτε στις τουαλέτες των αυτοκινητοδρόμων ή των λιμανιών είτε στις καράφες των cafιs ή στις υπαίθριες κρήνες, κι η ίδια πάντα δυσκολία να βρίσκει το δρόμο του, να τον ψάχνει διψαλέα, να διορθώνει την πορεία του σύμφωνα με τις οδηγίες του άλλου. Η Ζιλί γλεντούσε στην ιδέα πως είχε αυτόν τον άνθρωπο στημένο εκεί, από πάνω της, να περιμένει, κι έπαιζε με την υπεροχή της έδρας, χωρίς αλαζονεία ή περιφρόνηση. μόνο μ’ εκείνη τη μικρή κρυφή ηδονή να επιβάλλεται στους άλλους, να τους κάνει να ζητάνε την άδεια για οτιδήποτε. Απ’ όταν ήταν κοριτσάκι ακόμα, αυτό την έκανε μισητή. τα σαββατοκύριακα, καλούσε τις φιλενάδες της μόνο και μόνο γι’ αυτή την αθώα διαστροφή να τις εξουσιάζει. Κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, ο Μπορίς άρπαξε μια καρέκλα και κάθισε, κατέβασε πάλι τα γυαλιά, κι η Ζιλί αιφνιδιάστηκε βλέποντας το είδωλό της στα κρύσταλλα —μια εικόνα που πέρασε σαν κακή σκέψη—, αλλά συνήλθε αμέσως. Αυτή η αυτοπεποίθηση, αυτός ο τρόπος του να μη ζητάει, αυτή η απόλυτη άρνησή του να παίξει το παιχνίδι της της άρεσε. τη συγκινούσε που ένας άντρας μπορούσε να διαθέτει τέτοιου είδους αυθάδεια. Είχε ήδη αρχίσει να ορέγεται την εξαίσια απόλαυση, τη νίκη της όταν θα κατόρθωνε να τον αποσυντονίσει αυτόν τον τύπο, να τον κάνει να αισθανθεί άβολα. Εμφανώς ξαναχτενισμένη, μ’ ένα παρεό πιασμένο γύρω απ’ τις μασχάλες, η Βανέσα εμφανίστηκε στο πλατύσκαλο. Χωρίς άλλη φιλοφρόνηση πέρα από ένα μουδιασμένο χαμόγελο, πρόσφερε στον Μπορίς το ποτήρι που κρατούσε, μια σκέτη γρεναδίνη που εκείνος την πήρε στο χέρι του ευλαβικά σαν να του επέδιδαν ένα τρόπαιο. Αυτά τα λίγα κυβικά εκατοστά του λίτρου, αυτό το πολύτιμο υγρό που κρατούσε, ήταν ακριβώς το μέτρο του χρόνου που είχε στη διάθεσή του για να τις κερδίσει. όσο δεν τελείωνε το ποτό του, θα είχε κάθε δικαιολογία να ξεμείνει εκεί, αφού το τελευταίο καραβάκι έφευγε από το νησί στις οκτώ το βράδυ. Πριν ακόμα βρέξει τα χείλη του, γύρισε το ποτήρι κάμποση ώρα στην παλάμη του, δροσίστηκε στην αφή του, το ακούμπησε ακόμα και στο μάγουλό του, το έτεινε μπροστά του — ένα κόκκινο απόλυτα ρευστό, απόλυτα κόκκινο, όπως όλα αυτά που έβλεπε από μέσα του: το σπίτι, τον κήπο. όλα έπλεαν μέσα σ’ αυτό το νεφελώδες κόκκινο: η πισίνα, πέρα η θάλασσα, όλο το σκηνικό πνιγμένο στο πορφυρό, ο χυμός ενός φρούτου στη διάθεσή του, ένα ποδοπατημένο ρόδι… Καθώς δεν άντεχε άλλο, το ήπιε μονορούφι, έβγαλε έναν αναστεναγμό και, με σχεδόν αντανακλαστική σπουδή, παρακάλεσε να τον ξανασερβίρουν. Η Βανέσα τα ’χασε με αυτή την ταχύτητα κι εκτόνωσε την αμηχανία της μ’ ένα χαμόγελο όλο ευτυχία. Για τη Ζιλί, ο άντρας απλώς διψούσε. «Τι κάθεσαι; Βάλε πάλι ένα ποτό στον άνθρωπο!»

ΖΟΝΚΟΥΡ ΣΕΡΖ